Η μελέτη του Νίκου Πουλαντζά για τον φασισμό περιέχει πολλές εννοιολογικές κατηγορίες, ζωτικής σημασίας για την κατανόηση των σύγχρονων διεργασιών αυταρχικής ή μεταφασιστικής μετατόπισης των συντηρητικών πολιτικών σχεδίων. Οι εντάσεις μεταξύ των μερίδων του καπιταλιστικού μπλοκ εξουσίας, η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης των παραδοσιακών κομμάτων, η αντιδραστική πολιτικοποίηση των μεσαίων τάξεων κ.λπ. αποτελούν μέρος αυτών των κατηγοριών. Δύο όμως πουλαντζικοί άξονες προβληματισμού μού φαίνονται ιδιαίτερα γόνιμοι. Ο πρώτος είναι η ικανότητα του φασισμού να ανακαλεί, με διαστρεβλωμένο τρόπο, ορισμένες λαϊκές προσδοκίες της κοινωνίας. Διαβάζοντας κάποιος το ογκώδες έργο του Αντόνιο Σκουράτι για τον Μουσολίνι μπορεί να αντιληφθεί πώς ο φόβος της ιστορικής ανασφάλειας που προκάλεσε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η παρακμή του φιλελεύθερου καθεστώτος, η απαίτηση για τάξη και ασφάλεια, και η ανάγκη προσκόλλησης σε κάποιες βεβαιότητες διαπερνούσε τότε τη συλλογική ψυχή της ιταλικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των εργατικών τάξεων.
Σ’ αυτήν τη συγκυρία ο φασισμός βρήκε όχι μόνο ένα χώρο κοινωνικής διαθεσιμότητας, αλλά και ένα μηχανισμό που του επέτρεψε να κατασκευάσει τη μυθολογία του για ένα νέο κόσμο, πειθαρχημένο, ασφαλή και ελπιδοφόρο. Αυτή η προβληματική του Πουλαντζά είναι πολύ σημαντική, γιατί μας επιτρέπει να προχωρήσουμε πέρα από τη δική του υπόθεση ότι προϋπόθεση της επικράτησης του φασισμού είναι η ήττα της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, ο φασισμός συντρίβει πολιτισμικά το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα και τα αριστερά κόμματα, προσφέροντας στην ουσία, και μάλιστα βίαια, την προοπτική ενός νέου ορίζοντα για την κοινωνία, τη στιγμή που η παλιά φιλελεύθερη τάξη καταρρέει. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώνεται η πολιτική ήττα του εργατικού κινήματος για τις επόμενες δύο ή τρεις δεκαετίες. Σήμερα, τα σχέδια της Ακροδεξιάς ενισχύονται και αποκτούν λαϊκή υποστήριξη επειδή και αυτή ανακαλεί εργαλειακά τον φόβο και την κοινωνική αβεβαιότητα που προκαλεί η λαίλαπα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Στη Λατινική Αμερική το αίσθημα παρακμής που βιώνουν οι παραδοσιακές μεσαίες τάξεις, οι οποίες αισθάνονται ότι απειλούνται από την ανοδική κινητικότητα των φτωχών και των ιθαγενικών τμημάτων της κοινωνίας, έχει δημιουργήσει ένα κοκτέιλ νέων αβεβαιοτήτων για την αντιμετώπιση των οποίων η Δεξιά προτείνει διεφθαρμένες, βίαιες και απατηλές «λύσεις», οι οποίες ωστόσο αποτελούν «βεβαιότητες» και στις οποίες μπορούν να γαντζωθούν μέσα στο χάος.
Ο δεύτερος πουλαντζικός προβληματισμός που αποδεικνύεται χρήσιμος σήμερα αφορά την κρίση ηγεμονίας που πλήττει τις κυρίαρχες τάξεις σε στιγμές μετάβασης από μια μορφή καπιταλιστικής συσσώρευσης σε μια άλλη. Η μετάβαση από μια μορφή οικονομικής συσσώρευσης και πολιτικής νομιμοποίησης του καπιταλισμού σε μια άλλη συμβαίνει σε συνθήκες συνταρακτικών φαινομένων. Τα φαινόμενα αυτά εκτείνονται από την εξασθένιση του παλιού οικονομικού καθεστώτος μέχρι τη συνειδητή δυσφορία της κοινωνίας. Πρόκειται για το λυκόφως των αντιλήψεων που προσδιόριζαν τη μελλοντική προοπτική των ανθρώπων και των οικογενειών τους και, φυσικά, για μια καταστροφική αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον τους που πλέον δεν φαίνεται να υπάρχει. Είμαστε αντιμέτωποι με την οδυνηρή βίωση της αναστολής του ιστορικού χρόνου, κατά την οποία η ξέφρενη ορμή του φυσικού χρόνου και της ανθρώπινης δραστηριότητας μοιάζει να έχει χάσει το πεπρωμένο της, έρμαιη ενός ασφυκτικού παρόντος που δεν έχει τέλος. Ο Γκράμσι ονόμασε αυτή την περίοδο “interregnum” [«μεσοβασιλεία»]. Εγώ έχω προτείνει την έννοια «οριακός χρόνος» επειδή οι πάντες γνωρίζουν επακριβώς τι δεν πάει καλά, τι πρόκειται να τελειώσει, αλλά κανείς δεν έχει την πειστική και αισιόδοξη βεβαιότητα για το τι «πρόκειται να συμβεί». Τα συμπτώματα της παρακμής του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού είναι αδιαμφισβήτητα. Η ελεύθερη αγορά (libre mercado) έχει μετατραπεί σε μια ασφαλή αγορά (mercado seguro)- η παγκοσμιοποίηση αμφισβητείται από τον κατά τον νομπελίστα Κρούγκμαν «οικονομικό εθνικισμό» και κατά το ΔΝΤ «γεωοικονομικό κατακερματισμό».
Ο προβλέψιμος ορίζοντας των κοινωνιών έχει υποστεί ρήγμα- η αβεβαιότητα είναι η μόνη βεβαιότητα, συνοδευόμενη από την αναπόφευκτη απογοήτευση και ανησυχία, που κατά καιρούς είναι εκρηκτικές. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα. Έτσι, μετά από μια μακρά περίοδο λήθαργου και απογοήτευσης, κατά την οποία πολλαπλά σχέδια για την κοινωνία ανταγωνίζονται μεταξύ τους σχετικά με τα μελλοντικά ενδεχόμενα, οι κοινωνικές τάξεις είναι πρόθυμες να προσφέρουν τη γνωστική τους διαθεσιμότητα στο ένα από τα εν λόγω ανταγωνιστικά σχέδια που θα αντικαταστήσει τις παλιές πεποιθήσεις. Η αυταρχική Δεξιά, οι νέοι φασισμοί και οι μεταφασισμοί είναι μέρος αυτών των ανταγωνιστικών σχεδίων. Και παρόλο που ο ιστορικός χρόνος δεν έχει ακόμα αποφανθεί υπέρ των εν λόγω οριζόντων, είναι σαφές ότι σήμερα αυτοί έχουν ένα σημαντικό προβάδισμα, ιδίως στην Ευρώπη. Αρκεί να δούμε τον βαθμό στον οποίο οι ευρωπαϊκές διαμάχες έχουν γίνει πλέον ένα είδος κοινού νου, ακόμη και μεταξύ των μετριοπαθών πολιτικών και πολιτιστικών ελίτ.
Αυτό που μόλις είπες συνδέεται με ένα άλλο θέμα που θα ήθελα να συζητήσω μαζί σου. Οι ενδοκαπιταλιστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις είναι εμφανώς παρούσες στο έργο του Πουλαντζά. Πρόκειται για δυναμικές που έχουν επανέλθει στο προσκήνιο σήμερα. Η άνοδος του μεταφασισμού συνοδεύεται από πολέμους (που διεξάγονται άμεσα ή μέσω αντιπροσώπων) και κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των παγκόσμιων υπερδυνάμεων. Τα φαινόμενα αυτά είναι επίσης απόδειξη της κατά τους Τζοβάνι Αρίγκι (Giovanni Arrighi) και Ιμάνουελ Βάλερσταϊν (Immanuel Wallerstein) «ηγεμονικής κρίσης» του «παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος», με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος της απρόβλεπτης και δυνητικά χαοτικής μετάβασης που μόλις περιέγραψες. Πώς αντιλαμβάνεσαι αυτήν τη διαδικασία και πώς μπορούν τα αναλυτικά εργαλεία του Πουλαντζά να μας βοηθήσουν να την ερμηνεύσουμε;
Η συμβολή του Βάλερσταϊν στο θέμα της «ηγεμονίας στο διακρατικό σύστημα» και του Αρίγκι για τους «συστημικούς κύκλους συσσώρευσης» αποτελούν αναμφίβολα ισχυρά εννοιολογικά εργαλεία για την κατανόηση του παρόντος. Οι συγκεκριμένες σπουδαίες μαρξιστικές συνεισφορές στη μελέτη της ιστορίας του καπιταλισμού έχουν κακώς ξεχαστεί. Όταν αυτοί οι προβληματισμοί διατυπώθηκαν στα τέλη του 20ού αιώνα, παρά την τεκμηριωμένη αρτιότητά τους, αγνοήθηκαν επειδή φαίνονταν να έρχονται σε αντίθεση με τη μεγάλη στιγμή της ανάπτυξης και της θριαμβολογίας του βορειοαμερικανικού ηγεμόνα μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την ακτινοβολία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τον οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτισμικό αυτοκρατορικό μονοπολισμό των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια μερίδα της μαρξιστικής διανόησης, ηττημένη, περιθωριοποιημένη και σε άμυνα, προτίμησε να καταφύγει στην εξύμνηση της θριαμβεύουσας παγκοσμιοποίησης, που θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει ως μια μεταμοντέρνα παραλλαγή του προλεταριακού διεθνισμού.
Σήμερα, τα σημάδια της καθοδικής πορείας της παγκόσμιας κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών και της ανόδου της Κίνας είναι συντριπτικά. Η τεκμηρίωση του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών για την υποχώρηση των ΗΠΑ και την άνοδο της Κίνας είναι αδιαμφισβήτητη, ιδίως όσον αφορά τους καθοριστικούς παράγοντες της αυτοκρατορικής κυριαρχίας (εκπαιδευτικό σύστημα, οικονομική παραγωγή, συμμετοχή στο παγκόσμιο εμπόριο, ανταγωνιστικότητα, καινοτομία, θέση ως χρηματοπιστωτικό κέντρο, χρήση του εθνικού νομίσματος ως αποθεματικού νομίσματος κ.λπ.) Ακόμα και οι αμερικανοί σύμβουλοι σε θέματα στρατηγικής μιλούν για την «παγίδα του Θουκυδίδη»[1] και τους κινδύνους ενός προληπτικού πολέμου μεταξύ της κυρίαρχης αλλά φθίνουσας δύναμης και της ανερχόμενης αλλά όχι ακόμα κυρίαρχης δύναμης. Επίσης, η επαλληλία καθοδικών κύκλων, του «σύντομου» κύκλου της νεοφιλελεύθερης συσσώρευσης (40-60 χρόνια) και του «μακρού» κύκλου της αμερικανικής αυτοκρατορικής κυριαρχίας (130-150 χρόνια), περιπλέκει το σημερινό συστημικό χάος και αυξάνει τις ομοιότητες με όσα συνέβησαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 του περασμένου αιώνα, υπήρξε μια διαδικασία μετάβασης από τους «σύντομους» κύκλους συσσώρευσης και κυριαρχίας: το πέρασμα από τον φορντικό οικονομικό κύκλο και τον κοινωνικό συμβιβασμό στον νεοφιλελεύθερο κύκλο συσσώρευσης. Αλλά εκείνη η μετάβαση πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του μεγάλου κύκλου της αμερικανικής αυτοκρατορικής κυριαρχίας.
Αντίθετα, η σημερινή μετάβαση του νεοφιλελεύθερου κύκλου σε κάτι που δεν ξέρουμε ακόμη πώς θα μοιάζει, πραγματοποιείται στο πλαίσιο της παρακμής της αμερικανικής αυτοκρατορικής κυριαρχίας και της ανόδου της Κίνας, κατά τρόπο παρόμοιο με το τέλος του φιλελεύθερου κύκλου του 19ου αιώνα, που συνοδεύτηκε από την κρίση της βρετανικής και την άνοδο της αμερικανικής ηγεμονίας στις δεκαετίες του 1920 και 1940. Η συμβολή του έργου του Πουλαντζά σχετικά με τις σημερινές συνθήκες εμφάνισης του φασισμού σε περιφερειακές χώρες, οι οποίες απαξιώνονται από τις ρυθμίσεις της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, μπορεί να αποτελέσει σημαντική βάση για την κατανόηση των τρόπων με τους οποίους η αυταρχική Δεξιά ριζώνει σε διάφορες περιοχές του πλανήτη.
Σε αυτήν την παγκόσμια ηγεμονική κρίση, η «εθνική κυριαρχία» έχει προσελκύσει νέο ενδιαφέρον ως έννοια και ως πεδίο πολιτικού ανταγωνισμού. Ιδιαίτερα μετά την πανδημία, το πρόβλημα του κράτους επανέρχεται στην ατζέντα των συζητήσεων της πολιτικής Αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων και της κριτικής θεωρίας. Ωστόσο, έχουν επίσης επισημανθεί τα διλήμματα που συνδέονται με την επίκληση του κράτους ως της εύκολης λύσης για την αριστερή πολιτική θεωρία και πρακτική. Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα στο πλαίσιο της προσέγγισης του Πουλαντζά, αλλά και πέραν αυτής;
Από τη δεκαετία του 1980 παρατηρείται μια παράξενη σύγκλιση μεταξύ των νεοφιλελεύθερων ερμηνειών του κράτους, οι οποίες υποστηρίζουν ότι το κράτος πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο για να ανοίξει δρόμο στους «νόμους της παγκόσμιας αγοράς», και των μαρξιστικών πολιτικών και θεωρητικών ρευμάτων, τα οποία έχουν εγκαταλείψει αυτή την έννοια υπέρ των «μετακρατικών» αναλύσεων, οι οποίες δεν είναι τελικά παρά εξεζητημένες ερμηνείες ενός είδους φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού. Είναι πιθανόν αυτή η σημαντική υποχώρηση να επηρεάστηκε από τις πολιτικές ήττες που ακολούθησαν την πτώση της ΕΣΣΔ. Αλλά είναι επίσης πιθανόν ότι αυτή η παράξενη σύμπτωση μεταξύ του νεοφιλελευθερισμού και της κριτικής «μετακρατικής» σκέψης έχει βαθύτερες ρίζες στις ίδιες τις εννοιολογήσεις του κράτους που επικράτησαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Φυσικά, αν το κράτος είναι απλώς ένα « εργαλείο » καταπίεσης από την άρχουσα τάξη, δεν είναι τόσο περίεργο να υπάρχει κάποια συμπάθεια για τη φιλελεύθερη διάλυση πολλών κρατικών θεσμών. Υπάρχει λοιπόν ένα υποβόσκον πρόβλημα σε αυτές τις εργαλειακές προσεγγίσεις του κράτους. Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι οι εργατικές τάξεις είναι και αυτές μέσα στο κράτος -κυριαρχούμενες και κατακερματισμένες, φυσικά∙ αλλά ότι βρίσκονται εκεί με τις κατακτήσεις τους, τις δυνατότητές τους (αποκρυσταλλωμένες, αλλοτριωμένες), οι οποίες είναι καρπός των δικών τους αγώνων, των ορίων τους, αλλά και των ιστορικών τους νικών. Βρίσκονται εκεί όχι μόνο ως υποταγμένες ή εξαπατημένες, αλλά και ως υποκείμενα που παράγουν δικαιώματα, κοινά αγαθά, αποτυχημένες προσπάθειες χειραφέτησης και αποδείξεις της υλικότητας της συλλογικής μνήμης.
Οι νεοφιλελεύθεροι, που χρησιμοποιούν το κράτος ως μια τεράστια τράπεζα κοινωνικού πλούτου που μπορούν να ιδιοποιηθούν, το ξέρουν πολύ καλά αυτό. Απαλλοτριώνουν τις δημόσιες επιχειρήσεις για να διατηρήσουν τον ιδιωτικό τους πλούτο∙ απαλλοτριώνουν τα εργασιακά δικαιώματα για να μειώνουν τους μισθούς και να αυξάνουν τα κέρδη∙ απαλλοτριώνουν τους φυσικούς πόρους όλων για να συσσωρεύουν οικογενειακό εισόδημα. Χρεώνουν το κράτος για να χρηματοδοτούν τις επιχειρήσεις τους. Πρόκειται για ένα είδος εσωτερικής αποικιοκρατίας που στερεί από το κράτος ένα σημαντικό μέρος του κοινωνικού πλούτου, των δικαιωμάτων και των κεκτημένων των τελευταίων εκατό ετών.
Η αστική τάξη, η οποία υπάρχει και έξω από το κράτος και ασκεί εξωκρατικές δραστηριότητες -όπως μας υπενθυμίζει ο Μαρξ στο εικοστό τέταρτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, και αργότερα ο Μπρωντέλ στο Υλικός Πολιτισμός, Οικονομία και Καπιταλισμός- αναπτύχθηκε πάντοτε χέρι-χέρι με το κράτος, είτε για να κατοχυρώσει δικαιώματα σε συμφωνία με τις εργατικές τάξεις, είτε για να απαλλοτριώσει αυτά τα δικαιώματα και τους κοινούς πόρους. Και επίσης για να προστατευτεί από την κρίση, όπως συμβαίνει σήμερα. Στην κρίση του 2008, και στη συνέχεια σε εκείνη του 2020 με το «μεγάλο λουκέτο» λόγω του Covid-19, οι ευρωπαίοι και βορειοαμερικανοί επιχειρηματίες στράφηκαν στο κράτος για να αξιοποιήσουν, κατ’ εξαίρεση, τα νομισματικά διαθέσιμα κάθε χώρας – π.χ. για την πληρωμή μισθών, την αγορά μετοχών, την εξόφληση χρεών. Σήμερα, μασώντας τα λόγια τους για την ελεύθερη αγορά και το «ελάχιστο κράτος», χειροκροτούν τους εμπορικούς πολέμους κατά των ανταγωνιστών της Ασίας, επαινούν τις κρατικές επιδοτήσεις για την παραγωγή μικροϋπολογιστών και καθαρής ενέργειας στις «δικές τους χώρες», καταφεύγουν σε δάνεια πολλών δισεκατομμυρίων από τις κεντρικές τράπεζες για να καλύψουν τη χρεοκοπία των ιδιωτικών τους τραπεζών.
Μήπως όλα αυτά σημαίνουν ότι το κράτος επέστρεψε; Φυσικά, όχι. Πάντα ήταν εδώ, και οι καπιταλιστές το γνώριζαν αυτό πολύ καλύτερα από ορισμένους «μαρξιστές». Απλά έχει αλλάξει μορφή. Το κράτος που κατακρεουργεί τους συλλογικούς πόρους και τα δικαιώματα μετατρέπεται σε ένα κράτος που χρεώνεται για να σώσει τους καπιταλιστές οι οποίοι, μέσα στην κρίση, διεκδικούν τώρα την «εθνικότητά» τους. Αλλά το κράτος δεν εξαφανίστηκε ποτέ ούτε για τις υποτελείς τάξεις. Όχι μόνο επειδή κάθε συρρίκνωση των δικαιωμάτων πραγματοποιήθηκε μέσω του κράτους, αλλά και επειδή οι αγώνες στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού στόχευαν στη διατήρηση αυτών των δικαιωμάτων εντός της κρατικής τάξης πραγμάτων. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι κάθε κοινωνικός αγώνας είναι εξ ορισμού κρατικοκεντρικός. Στην πραγματικότητα, οι αγώνες διεξάγονται συνήθως ενάντια στις αποφάσεις του κράτους, αλλά πάντα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διατρέχουν το κράτος: καταγράφονται, αντικειμενοποιούνται και αποκρυσταλλώνονται στους κρατικούς θεσμούς.
Πρόκειται για μια παράδοξη ένταση. Οι κοινωνικοί αγώνες εμφανίζονται στις παρυφές του κράτους, και τις περισσότερες φορές σε αντιπαράθεση με αυτό. Αν ριζοσπαστικοποιηθούν κατά τη διάρκεια ορισμένων τυχαίων γεγονότων μπορούν να το ξεπεράσουν, και μερικές φορές ακόμη και να αντικαταστήσουν το μονοπώλιο του, εκδημοκρατίζοντας τη διαβούλευση και τον άμεσο έλεγχο των αναγκών. Πρόκειται για τη στιγμή της πρωταγωνιστικότητας του κοινωνικού. Μερικές φορές, η δράση αυτών που πρωταγωνιστούν στους κοινωνικούς αγώνες οδηγεί, με δική τους επιλογή, σε μια μορφή «κρατικής θεσμικότητας» που είναι ο καρπός αυτών των αγώνων (για τον χρόνο εργασίας, την πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες, την κοινωνική ασφάλιση κ.λπ.)∙ σε άλλες περιπτώσεις, ο κοινωνικός πρωταγωνισμός δεν διαχέεται σε άλλα πεδία και σε άλλες γεωγραφικές περιοχές, και η επινόηση μη κρατικών μορφών συνολικής ενοποίησης της κοινωνίας στο σύνολό της μπλοκάρεται. Στη συνέχεια ακολουθεί μια αργόσυρτη οπισθοδρόμηση, η οποία, πριν χαθεί η αρχική ορμή, αναγκάζει τις κοινωνικές δυνάμεις που είχαν κινητοποιηθεί να προσπαθήσουν να κατοχυρώσουν νομοθετικά τις κατακτήσεις τους, ώστε αυτές να αποτελέσουν στο μέλλον την αφετηρία ενός νέου κύματος κοινωνικών αγώνων ικανών να υπερβούν όσα έχουν αποκρυσταλλωθεί μέχρι τότε.
Σε κάθε περίπτωση, παρατηρούμε ότι οι εργατικές τάξεις «εγγράφονται» στο κράτος, όπως συμβαίνει και με τις άλλες τάξεις. Το γεγονός ότι πρόκειται για μια αλλοτριωμένη εγγραφή, επειδή τα κοινωνικά κεκτημένα « εποπτεύονται» από μονοπώλια που είναι αυτόνομα και διαφορετικά (λόγω της κρατικής γραφειοκρατίας) από την κοινωνία που κινητοποιείται, δεν εμποδίζει τις εργατικές τάξεις να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, έστω με στρεβλό τρόπο, σε αυτά τα κοινωνικά δικαιώματα. Επομένως, το κράτος επίσης η έμπρακτη υλικότητα των αγώνων των μη προνομιούχων τάξεων∙ είναι μέρος της ιστορίας τους, των αναγκών τους και των γνώσεων που έχουν αποκτήσει. Είναι επίσης η επίγνωση των προσωρινών τους ορίων. Αν θέλεις, είναι μια από τις μορφές ύπαρξης των υποτελών τάξεων και οι ιστορικές προσπάθειες υπέρβασης αυτής της υποτέλειας. Το έχουμε παρατηρήσει στη Λατινική Αμερική, στους αγώνες για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, για τη διανομή του πλούτου και για τη λαϊκή διακυβέρνηση. Το έχουμε παρατηρήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, στους αγώνες για καλύτερους μισθούς και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Ομοίως, στην Ευρώπη το έχουμε παρατηρήσει στην υπεράσπιση των μισθών, των συντάξεων και των δικαιωμάτων των γυναικών. Αυτό το παράδοξο των ταξικών αγώνων – οι οποίοι διεξάγονται ταυτόχρονα «εντός του κράτους» και «εναντίον του κράτους» – υπήρξε ένα από τα αδύνατα σημεία της σκέψης διάφορων σύγχρονων αριστερών μαρξιστών. Αλλά το «πραγματικό κίνημα» αναπτύσσεται ακριβώς στο πλαίσιο αυτών των τις αντιφάσεων, αυτών των δομικών παραδόξων, και εκεί θα βρούμε το «αρχιμήδειο σημείο[2]» για να δράσουμε με στόχο να αλλάξουμε τον κόσμο.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
[1] ΣτΕ: Όρος που καθιερώθηκε από τον αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Γκράχαμ Τ. Άλισον (Graham T. Allison), οποίος περιγράφει την τάση για πολεμική σύγκρουση στην περίπτωση που μια αναδυόμενη δύναμη απειλεί να εκτοπίσει μια υπάρχουσα μεγάλη δύναμη ως περιφερειακό ή παγκόσμιο ηγεμόνα.
[2] ΣτΕ: Το αρχιμήδειο (σταθερό) σημείο είναι φιλοσοφικός όρος που σημαίνει την ύπαρξη ενός νοερού ακίνητου σημείου εκτός των ορίων οποιουδήποτε συστήματος, που είναι η βάση της γνώσης πέρα από κάθε δυνατή αμφιβολία. O όρος προέρχεται από τη φράση του Αρχιμήδη ««Δως μοι πα στω και ταν γαν κινάσω» («Βρείτε μου ένα σταθερό σημείο για να σταθώ, και εγώ θα κινήσω τη γη»).
Ματέο Πολέρι