Στον απόηχο των εξαγγελιών Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, σημειώνει πως το μεγαλύτερο μέρος των ελαφρύνσεων αφορά τους έχοντες οικονομική επιφάνεια, που μπορούν και πρέπει να πληρώσουν, τονίζοντας ότι ο κόσμος της πραγματικής οικονομίας αντιμετωπίζει το ζωτικό πρόβλημα ρευστότητας εξαιτίας της περιορισμένης πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα, συσσωρευμένα χρέη από το παρατεταμένο lockdown και αβέβαιες προοπτικές. “Σε αυτά τα πολύ χειροπιαστά προβλήματα ο κ. Μητσοτάκης δεν έδωσε καμία λύση”. Επισημαίνει ακόμη πως η σύγχρονη συζήτηση γύρω από την επόμενη μέρα της πανδημίας εστιάζει στην ανάγκη νέου κοινωνικού συμβολαίου, με δημόσιο σχεδιασμό, αναπτυξιακή στρατηγική και ενίσχυση των εναλλακτικών τραπεζικών συστημάτων, υπογραμμίζοντας πως η Αναπτυξιακή Τράπεζα θα έπρεπε να είναι βασικό εργαλείο στήριξης και ανασύνταξης της πραγματικής οικονομίας.
Η εσπευσμένη προσπάθεια κυβερνητικών κύκλων, μόλις τρεις μέρες μετά την ομιλία Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, να μιλήσουν για “νέες παροχές”, νομίζω ότι δίνει την καλύτερη απάντηση στο ερώτημά σας. Η ίδια η κυβέρνηση αναγκάζεται να επιβεβαιώσει αυτό που είδε όλη η χώρα: έναν πρωθυπουργό να παρουσιάζει μια εικονική πραγματικότητα -όπου όλα βαίνουν καλώς- και στη συνέχεια να προσπαθεί να εντυπωσιάσει είτε με ανούσιες -αν όχι αστείες- εξαγγελίες για δωρεάν data είτε βαφτίζοντας “νέα μέτρα” ρυθμίσεις που ισχύουν εδώ και καιρό.
Στο ζήτημα της ακρίβειας, μόνη λύση είναι η ενεργητική κρατική παρέμβαση για την καταπολέμηση της αισχροκέρδειας και τη ρύθμιση κρίσιμων κλάδων – όπως αυτός της ενέργειας. Ο κ. Μητσοτάκης είναι όμως δέσμιος των ιδεολογικών του αποσκευών και της εγγενούς απόστασής του από τις αγωνίες των πολιτών. Το αποτέλεσμα; Η υποβάθμιση του ίδιου του προβλήματος! Συνολικά δε η ομιλία του φανέρωνε μη συνειδητοποίηση των κρίσιμων προκλήσεων του επόμενου διαστήματος. Αντί για το αίσθημα του κατεπείγοντος που απαιτεί η συγκυρία, ακούσαμε καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις, που, όπως ξέρουμε, σύντομα οδηγούν σε επώδυνες συνειδητοποιήσεις!
Απαιτούνται έκτακτα μέτρα και στρατηγικές απαντήσεις. Η κυβέρνηση εδώ και καιρό αδιαφόρησε για τα ανησυχητικά σημάδια – θυμίζω ότι στην επίκαιρη επερώτηση που καταθέσαμε τον Ιούλιο για το επερχόμενο κύμα ανατιμήσεων δεν έχει απαντήσει καν. Η κυβέρνηση επιμένει να ανάγει το πρόβλημα στη διεθνή συγκυρία. Η μοιρολατρία αυτή όμως έχει ιδεολογικό πρόσημο: η Ν.Δ. έχει μιλήσει τόσο εμφατικά για την αυτορρύθμιση της αγοράς, που ακόμα και τώρα αδυνατεί να παραδεχτεί τα αδιέξοδα στα οποία μας έχουν οδηγήσει αυτές οι δοξασίες.
Η ενέργεια είναι το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πειραμάτων. Και είναι εξοργιστικό ότι σήμερα, τη στιγμή που οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν το πιο ακριβό ρεύμα στην Ευρώπη, η κυβέρνηση επιμένει σε μπαλώματα. Τα μέτρα που ανακοίνωσε στη ΔΕΘ απλώς μεταθέτουν το πρόβλημα για την επόμενη στροφή του δρόμου, ενώ ταυτόχρονα ναρκοθετούν τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας – η κυβέρνηση δηλαδή παίρνει κονδύλια από ένα ταμείο που αφορά το αναπτυξιακό μέλλον της χώρας και τα βάζει πρόχειρα σε έναν κουμπαρά για το επόμενο τρίμηνο. Όσο για το ποσό ενίσχυσης, είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με το συνολικό μέγεθος του προβλήματος. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το ενεργειακό κόστος δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο κλάδο, αλλά το σύνολο της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας: από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον τουρισμό μέχρι βεβαίως τη βαριά ενεργοβόρο βιομηχανία.
Η κυβέρνηση επιλέγει ουσιαστικά να προστατεύσει το κερδοσκοπικό σύστημα που έχει στηθεί γύρω από την ενέργεια. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση: παρέμβαση στην τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΗ, ρύθμιση και έλεγχος της χονδρεμπορικής αγοράς, επιδότηση ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους είναι ήδη πολύ έντονο. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι τους επόμενους μήνες νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα κληθούν να αποπληρώσουν όλες τις σωρευμένες υποχρεώσεις της πανδημίας, αντιλαμβάνεται ότι το ζήτημα αυτό θα λάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Οι ελαφρύνσεις που ανακοίνωσε στη Θεσσαλονίκη ο πρωθυπουργός για τις επιχειρήσεις δεν δίνουν ανάσα;
Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Η γενική αυτή διαπίστωση ισχύει στο πολλαπλάσιο στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Ο κόσμος της πραγματικής οικονομίας αντιμετωπίζει ζωτικό πρόβλημα ρευστότητας εξαιτίας της περιορισμένης πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα, συσσωρευμένα χρέη από το παρατεταμένο lockdown και αβέβαιες προοπτικές, καθώς η περίφημη επιστροφή στην κανονικότητα ακούγεται πλέον σαν ανέκδοτο. Σε αυτά τα πολύ χειροπιαστά προβλήματα ο κ. Μητσοτάκης δεν έδωσε καμία λύση.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που οι εθνικές κυβερνήσεις και το τραπεζικό σύστημα έχουν πρωτοφανείς δημοσιονομικές και χρηματοδοτικές δυνατότητες. Και πάλι το κλειδί βρίσκεται στην ιδεολογία: η κυβέρνηση θεωρεί ότι ο δρόμος για το αύριο προκύπτει από τη βίαια αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και τη συγκεντροποίηση της αγοράς στα χέρια λίγων και ισχυρών. Αυτή η αφετηρία οδηγεί σε επιλογές με συγκεκριμένη ταξική στόχευση, που έχουν ανυπολόγιστο παραγωγικό, δημοσιονομικό και κοινωνικό κόστος.
Η κυβέρνηση δίνει μόλις 1,5 δισ. στις ΜμΕ από τα 30,5 δισ. του ταμείου ανάκαμψης. Αρκεί; Τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Πώς πρέπει να αξιοποιηθεί η Αναπτυξιακή Τράπεζα;
Η Αναπτυξιακή Τράπεζα θα έπρεπε να είναι βασικό εργαλείο στήριξης και ανασύνταξης της πραγματικής οικονομίας. Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή επέλεξε να μην αξιοποιήσει πλήρως τον κρίσιμο αυτό χρηματοδοτικό βραχίονα που δημιούργησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Για ακόμα μια φορά η κυβέρνηση πρωτοτυπεί. Η σύγχρονη συζήτηση γύρω από την επόμενη μέρα της πανδημίας εστιάζει στην ανάγκη νέου κοινωνικού συμβολαίου, με δημόσιο σχεδιασμό, αναπτυξιακή στρατηγική και ενίσχυση των εναλλακτικών τραπεζικών συστημάτων. Για την κυβέρνηση το ταμείο ανάκαμψης δεν σχετίζεται με αυτές τις προτεραιότητες. Και γι’ αυτό το σχέδιό της περιλαμβάνει τον αποκλεισμό μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων από τη δυνατότητα δανεισμού. Αντί για μια τομή που να αναλογεί στις σημερινές συνθήκες, έχουμε μια θλιβερή επανάληψη του δόγματος «τα λεφτά να πάνε στα λεφτά». Διαιωνίζεται έτσι ένα στρεβλό παραγωγικό μοντέλο, που οδηγεί σε διαδοχικές κρίσεις και οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Έτσι, η ονομαστική ανάκαμψη που προφανώς θα υπάρξει μετά από τέτοια κρίση δεν μπορεί επ’ ουδενί να οδηγήσει σε βιώσιμη, συμπεριληπτική ανάπτυξη.
Πηγή: Η Αυγή