Συζητάμε με τον συνταγματολόγο και επίκουρο καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης Αλέξανδρο Κεσσόπουλο για τη συνταγματική αναθεώρηση, το θεσμό του προέδρου της Δημοκρατίας, τα αντίβαρα της δημοκρατίας.
«Το μεγάλο στοίχημα της εποχής μας είναι η ποιότητα της δημοκρατίας και η ενδυνάμωσή της» ήταν το μήνυμα της προέδρου της Δημοκρατίας για την πρωτοχρονιά. Τη χρονιά που μας πέρασε η συζήτηση ήταν μακρά με αφορμή τα πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ποια, κατά τη γνώμη σου, είναι τα βασικά ελλείμματα στη δημοκρατία, που χαρακτηρίζουν και την ποιότητά της;
Η δημοκρατία αυτή τη στιγμή, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, υφίσταται δύο πλήγματα δομικού χαρακτήρα: αφενός του ελλείμματος της πολιτικής αντιπροσώπευσης και αφετέρου της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους. Κατά την περίοδο της κρίσης, οπότε διαμορφώθηκε το θεσμικό πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, ουσιαστικά επιβλήθηκαν στα κράτη μέλη, ιδίως σε εκείνα με υψηλό χρέος, σκληροί δημοσιονομικοί περιορισμοί. Ακόμη και μετά το τέλος των λεγόμενων μνημονίων, η διαρκής υποχρέωση συμμόρφωσης με αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες αφήνει μικρά περιθώρια άσκησης εναλλακτικών πολιτικών. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαία ή συγκυριακή η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου δόγματος σε όλη την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό παράγει δύο αποτελέσματα. Από τη μία πλευρά, αφυδατώνει το συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας, τον πολιτικό ανταγωνισμό, καθώς τα κόμματα χάνουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα να χαράξουν και να εφαρμόσουν στην πράξη διαφορετικά προγράμματα. Από την άλλη, καταγράφεται η υπονόμευση του κοινωνικού χαρακτήρα των δημοκρατιών, εφόσον η θεσμοποίηση της λιτότητας καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την άσκηση αναδιανεμητικών πολιτικών. Οι δύο αυτές συνθήκες παράγουν, κατά τη γνώμη μου, ένα έλλειμμα νομιμοποίησης του πολιτεύματός μας. Από τη στιγμή που οι πολίτες δεν είναι ευχαριστημένοι με τη δημοκρατία, διότι δεν έχουν εναλλακτικές πολιτικές επιλογές και διότι βλέπουν διαρκώς το βιοτικό τους επίπεδο να επιδεινώνεται, εδραιώνεται μια κατάσταση διάρρηξης των δεσμών αντιπροσώπευσης, ιδίως με τη μεσαία και την εργατική τάξη. Αυτή η νέα πραγματικότητα έχει αμφίδρομο χαρακτήρα, καθώς η διαρκώς μειούμενη εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς τις πολιτικές ηγεσίες προκαλεί από την άλλη πλευρά αυταρχικά αντανακλαστικά. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαία η αυταρχικοποίηση των δημοκρατιών, όπως αυτή εκφράζεται με την περιστολή ατομικών ελευθεριών, την επιβολή ενός καθεστώτος ραδιοτηλεοπτικής μονοφωνίας και την αστυνομική βία. Το νέο αυτό πολιτειακό μοντέλο περιγράφεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως «αυταρχικός φιλελευθερισμός» και θα έλεγα ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην πρωτοπορία της διαδικασίας εδραίωσής του.
Το 2025 είναι χρονιά συνταγματικής αναθεώρησης. Υπάρχουν κίνδυνοι να βαθύνει ο αυταρχικός φιλελευθερισμός;
Η αναθεώρηση του Συντάγματος θα προσανατολισθεί, κατά τη γνώμη μου, στη θεσμική αποτύπωση του νέου συσχετισμού των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, ο οποίος σαφώς απέχει από εκείνον των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Με άλλα λόγια, η νέα συνταγματική αναθεώρηση εκτιμώ ότι θα επιχειρήσει να θέσει ένα τέρμα στον συμβιβαστικό χαρακτήρα του πρώτου Συντάγματος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, αυτού του 1975, το οποίο συνδύαζε φιλελεύθερες και κοινωνικές διατάξεις. Τρία θέματα θα ξεχώριζα. Το πρώτο αφορά την αναθεώρηση του άρθρου 16, ούτως ώστε να αρθεί κάθε αμφισβήτηση, δικαστική ή επιστημονική, αναφορικά με τη συνταγματικότητα του νόμου για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Επιπρόσθετα, η αναθεώρηση του άρθρου 16 έχει ιδιαίτερη συμβολική σημασία, καθώς επισφραγίζει το τέλος μιας εποχής που χαρακτηριζόταν από την προστασία των κοινωνικών αγαθών έναντι των δυνάμεων της αγοράς. Το δεύτερο είναι το ζήτημα της απαγόρευσης των κομμάτων, το οποίο επίσης προκάλεσε μεγάλη συζήτηση τα τελευταία χρόνια λόγω της ψήφισης διαδοχικών νόμων, αμφίβολης συνταγματικότητας, που απαγόρευαν τη συμμετοχή κομμάτων στις εκλογές. Χωρίς να παραγνωρίζω την ακροδεξιά απειλή των ημερών μας και όλους τους κινδύνους που εγκυμονεί η ενίσχυσή της διεθνώς, θεωρώ ότι η συνταγματική κατοχύρωση μιας διαδικασίας απαγόρευσης κομμάτων θα επιφέρει πλήγμα στις δημοκρατικές ελευθερίες. Ένα τρίτο ζήτημα είναι αυτό του χρεόφρενου ή αλλιώς του χρυσού δημοσιονομικού κανόνα, ο οποίος προβλέπει την υποχρέωση κατάρτισης πλεονασματικών ή ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και ουσιαστικά θεσμοποιεί το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα.
Ως προς το τελευταίο, στα δελτία τύπου της κυβέρνησης πολλές φορές προτάσσεται η «δημοσιονομική πειθαρχία» και συμπληρώνεται από το επιχείρημα ότι πρέπει να ξοδεύουμε όσα βγάζουμε και κάτι λιγότερο, όπως όλες οι ευρωπαϊκές χώρες. Τι θα σημαίνει αν αποτελέσει συνταγματική επιταγή;
Βρισκόμαστε, πράγματι, σε μια συνθήκη αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της κρίσης, η οποία επιβάλλει την κατάρτιση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Αυτές οι διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου, που δεν ξέρουμε αν μετά την αναθεώρηση θα γίνουν κομμάτι και της ελληνικής συνταγματικής τάξης, αφορούν το σκέλος των δημόσιων δαπανών κατά βάση, αλλά δεν έχουν καμία πρόνοια για το σκέλος των εσόδων. Η διεθνής τάση επιτάσσει τη διαρκή μείωση των φορολογικών συντελεστών για το μεγάλο κεφάλαιο και τα υψηλά εισοδήματα και, άρα, την ουσιώδη περιστολή των εσόδων του κράτους. Από την άλλη πλευρά, η υποχρέωση κατάρτισης ισοσκελισμένων προϋπολογισμών επιβάλλει την υποχρέωση προσαρμογής των δαπανών στα μειωμένα έσοδα. Αυτό συνεπάγεται την αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας, δηλαδή τον περιορισμό των δαπανών για τη δημόσια παιδεία, την υγεία, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Ζούμε, δηλαδή, σε μία συνθήκη, στην οποία η έννοια της πειθαρχίας εμφανίζεται ως ουδέτερη, ως συνώνυμη ενός δημοσιονομικού νοικοκυρέματος, αλλά στην πραγματικότητα διαθέτει ένα πολύ σκληρό πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο.
Αναφέρθηκες στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Επειδή είσαι μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει πως φέτος θα εφαρμοστεί η διαγραφή των λεγόμενων «αιώνιων φοιτητών». Ποια η κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων;
Τα τελευταία χρόνια ακολουθείται μια πολιτική στην ανώτατη εκπαίδευση που διαρθρώνεται σε τρεις βασικούς άξονες: μείωση της χρηματοδότησης, αποδιάρθρωση των δημοκρατικών θεσμών στα πανεπιστήμια και διαρκής συρρίκνωση της ακαδημαϊκής κοινότητας. Πλέον, τα πανεπιστήμια λειτουργούν με λιγότερο από το 50% της χρηματοδότησης που είχαν προ κρίσης, με λιγότερα μέλη ΔΕΠ και λιγότερους φοιτητές, ιδίως μετά τη θεσμοθέτηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής. Κατά συνέπεια, πολλά πανεπιστημιακά τμήματα, ιδίως στην περιφέρεια, απειλούνται σήμερα με κλείσιμο. Το νομοθετικό μέτρο της διαγραφής των φοιτητών κατ’ αρχήν εγγράφεται στο πλαίσιο της εδραίωσης του επιχειρηματικού και ανταγωνιστικού πανεπιστημίου. Αυτό σημαίνει εντατικοποίηση των σπουδών και επιβολή αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων φοίτησης. Παράλληλα, όμως, υπάρχει και το ιδεολογικό σκέλος. Οι λεγόμενοι «αιώνιοι φοιτητές» περιγράφονται, εμμέσως πλην σαφώς, ως τεμπέληδες και συχνά ταυτίζονται με τον δαιμονοποιημένο φοιτητικό συνδικαλισμό. Αυτή η επικοινωνιακή εκστρατεία ουσιαστικά αντιστρέφει την πραγματικότητα. Στην παρούσα συγκυρία όλο και λιγότερες οικογένειες διαθέτουν τη δυνατότητα να στηρίξουν οικονομικά τις σπουδές των παιδιών τους, ιδίως όταν αυτά μεταβαίνουν σε άλλες πόλεις. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει την πλειονότητα των φοιτητών να εργάζεται, και μάλιστα υπό συνθήκες μαύρης και αδήλωτης εργασίας. Αντί, λοιπόν, η πολιτεία να λάβει μέτρα ουσιαστικής στήριξης των φοιτητών που αδυνατούν να συνδυάσουν σπουδές και εξαντλητικά ωράρια εργασίας, έρχεται να επιβάλλει δια νόμου την τιμωρία τους. Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα δεν μπορεί να παραμείνει σιωπηλή η ακαδημαϊκή κοινότητα.
Η συζήτηση των ημερών στρέφεται γύρω από την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, που με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση δεν απαιτεί ευρεία πλειοψηφία και επομένως χάνεται το πνεύμα των ευρύτερων συναινέσεων. Πώς έχει εξελιχθεί αυτός ο θεσμός;
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως ρυθμιστής του πολιτεύματος, δηλαδή ως διαιτητής του πολιτικού παιχνιδιού, οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του με ουδετερότητα και αμεροληψία. Με αυτόν τον θεσμικό ρόλο ήταν απολύτως εναρμονισμένες οι διατάξεις του Συντάγματος που ίσχυαν επί 45 χρόνια και προέβλεπαν την εκλογή του Προέδρου με αυξημένη πλειοψηφία, τουλάχιστον 180 βουλευτών. Κατά τη γνώμη μου, η νέα διαδικασία, όπως θεσμοθετήθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019, μετά από σχετική πρωτοβουλία που είχε λάβει κατά την προηγούμενη βουλευτική περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι εξίσου επιτυχημένη, καθώς δεν επιτάσσει την επίτευξη συναινέσεων μεταξύ των κομμάτων. Πλέον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί με απλή πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή του προσώπου βρίσκεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του πρώτου κόμματος. Θα έλεγα ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία αποτέλεσε ένα από τα δύο σημαντικά λάθη του ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο της προηγούμενης συνταγματικής αναθεώρησης, καθώς παραγνώρισε την πολιτική και ιδεολογική παράδοση της Αριστεράς να τίθεται υπέρ της θεσμοθέτησης αντιβάρων στην εκάστοτε πλειοψηφία. Το δεύτερο λάθος αφορά τη διαδικασία στελέχωσης των ανεξάρτητων αρχών με πλειοψηφία σαφώς μικρότερη έναντι αυτής του παρελθόντος. Αποτέλεσμα και αυτής της επιλογής ήταν να δίνεται η δυνατότητα στην εκάστοτε πλειοψηφία να ορίζει τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών σε συνεννόηση μόνο με ένα μικρό κόμμα της αντιπολίτευσης.
Ο τρόπος που λειτούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε ερωτήματα ως προς τη σχέση της δημοκρατίας με ένα αριστερό κόμμα. Υπάρχουν μαθήματα που πρέπει να διδαχθούμε; Νέα εγχειρήματα, όπως αυτό της Νέας Αριστεράς, τα αντιμετωπίζουν;
Ένα από τα μείζονα προτάγματα, που εγγράφονται στην παράδοση της ανανεωτικής Αριστεράς, αφορά τη διαρκή προσπάθεια εμβάθυνσης της δημοκρατίας. Αυτή η επιδίωξη είχε πάντα δύο όψεις, αφενός της επέκτασης της δημοκρατίας, πέρα από το πολιτικό και στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο, και αφετέρου της διαφύλαξης ως κόρης οφθαλμού της εσωκομματικής δημοκρατίας. Τα τελευταία χρόνια, το μεγαλύτερο κόμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργούσε στο εσωτερικό του με τρόπο που έδειχνε να αγνοεί ακόμη και στοιχειώδεις κατακτήσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Θα αναφέρω μόνο μερικά παραδείγματα. Το πρώτο είναι η απουσία καθορισμού ορισμένης θητείας για τον πρόεδρο του κόμματος. Το γεγονός αυτό μπορεί να μετατρέψει ένα κόμμα αρχών σε προσωποπαγές και να δημιουργήσει ακόμη και αντανακλαστικά ιδιοκτησιακής αντίληψης. Το δεύτερο αφορά την αλλαγή του τρόπου εκλογής του προέδρου του κόμματος μόλις λίγους μήνες πριν το συνέδριο του 2022. Ας αναλογιστούμε μόνο για ποιους λόγους το ελληνικό Σύνταγμα ορίζει ότι η αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν μπορεί να ισχύει στις αμέσως επόμενες εκλογές. Το τρίτο και κυριότερο αφορά τη διαδικασία ανάδειξης του προέδρου από έναν απροσδιόριστο «λαό» του κόμματος. Με άλλα λόγια, το κόμμα απένειμε πολιτικά δικαιώματα σε ανθρώπους, οι οποίοι αποκτούσαν την «ιθαγένεια» του κόμματος τη στιγμή της ψηφοφορίας μέσω της καταβολής ενός αντιτίμου. Η απόδοση της ιθαγένειας, όμως, έχει ως σκοπό να πιστοποιήσει την ύπαρξη δεσμών, πολιτικών και ιδεολογικών. Η πλήρης παραγνώριση της αξίας της δημιουργίας ουσιαστικών δεσμών μεταξύ κόμματος και μελών, ως προϋπόθεσης της απονομής πολιτικών δικαιωμάτων, βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, σε αντίθεση με στοιχειώδεις κανόνες της δημοκρατίας. Το τέταρτο έλλειμμα ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να προτάξει την εκλογή προέδρου έναντι της διεξαγωγής συνεδρίου. Το να λες, όμως, ότι θα προηγηθεί η απόφαση και θα ακολουθήσει η συζήτηση συνιστά μια ακόμη μορφή στραγγαλισμού των δημοκρατικών διαδικασιών. Όλα αυτά αποτέλεσαν μια σειρά από ζητήματα, φαινομενικά τεχνικού χαρακτήρα, τα οποία παρήγαγαν διαλυτικά πολιτικά αποτελέσματα. Θα ήθελα να πω μια φράση και για τη Νέα Αριστερά. Το ζήτημα του τρόπου εκλογής του προέδρου απασχόλησε για μήνες τον κόσμο της Αριστεράς, ιδίως μετά την τραυματική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ. Αντί στο συνέδριο της Νέας Αριστεράς να υπάρξει εξαντλητικός διάλογος, με στοιχεία αναστοχασμού για όσα δραματικά συνέβησαν στο πρόσφατο παρελθόν, το σώμα κλήθηκε να αποφασίσει για το ζήτημα αυτό, όπως και για άλλα σημαντικά, αφού άκουσε δύο εισηγήσεις διάρκειας δύο λεπτών εκάστη.
Ιωάννα Δρόσου, Βασίλης Ρόγγας