Η προοπτική ανάπτυξης του πράσινου καπιταλισμού στηρίζεται στη διαδικασία συντονισμένης ενεργειακής μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στα ανανεώσιμα, υπο την προϋπόθεση ότι οι εταιρείες ενέργειας μπορούν να πειστούν να επανεξετάσουν τις δραστηριότητές τους και να ξεκινήσουν μια διαδικασία μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, επενδύοντας στην «πράσινη» οικονομία, δηλαδή ότι η κοινωνικo-οικολογική μετάβαση του ορυκτού κεφαλαίου (fossil capital), μπορεί με κάποιο τρόπο, να ενσωματωθεί σε μια προοπτική παραγωγικού μετασχηματισμού.
Αρκετά επιχειρήματα αντιτίθενται σε αυτή την υπόθεση, όπως και η ιστορική εμπειρία δομικών διαδικασιών κοινωνικής και βιομηχανικής αναδιάρθρωσης.
Υπό ποιες συνθήκες το κεφάλαιο θα αφήσει τους ορυκτούς τομείς να υποκατασταθούν από τους «πράσινους», όταν η κερδοφορία των μη ορυκτών τομέων (ΑΠΕ) είναι χαμηλότερη; Αυτό θα απαιτούσε μεγάλες κρατικές επενδύσεις για την κατασκευή υποδομών ΑΠΕ (αποθήκευση και δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρική ενέργειας), δηλαδή την υποκατάσταση του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα, σε ολο το εύρος της ενεργειακής αλυσίδας (σχεδιασμό, παραγωγή, διανομή, διάθεση), εξέλιξη που προϋποθέτει ριζική πολιτική αλλαγή.
Η καταγραφή των επενδύσεων στους διάφορους ενεργειακούς τομείς, τα τελευταία χρόνια, αναδεικνύει ότι η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πραγματοποιείται με αργούς ρυθμούς. Ο ρυθμός δεν είναι σε καμία περίπτωση ο απαιτούμενος για την επιβαλλόμενη επιβράδυνση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι αυξήσεις στη τιμή της ενέργειας από το 2021 έχουν προκαλέσει την εκτόξευση των περιθωρίων κέρδους στο τομέα των ορυκτών καυσίμων, έτσι μετά από αρκετά χρόνια περιορισμένης επενδυτικής δραστηριότητας, το ορυκτό κεφάλαιο επενδύει και πάλι όλο και περισσότερο στην ανανέωση και επέκταση των ορυκτών υποδομών (έρευνα, εξορύξεις κλπ).
Η επενδυτική επιφύλαξη των ενεργειακών εταιριών στο πρόσφατο παρελθόν, και η ανανεωμένη εμπιστοσύνη τους τώρα, πηγάζουν από έναν συνδυασμό πολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Η συνθήκη του συνδυασμού των χαμηλών τιμών των καυσίμων, στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008, που προκάλεσε υποχώρηση των περιθωρίων κέρδους, καθώς και η ισχυρή ανάπτυξη του κινήματος για την κλιματική δικαιοσύνη, έχουν ανατραπεί. Η αβεβαιότητα έχει δώσει τη θέση της στην πεποίθηση ότι οι επενδύσεις σε υποδομές ορυκτών καυσίμων θα συνεχίσουν να είναι εξαιρετικά κερδοφόρες, για πολλά ακόμη χρόνια, αφού τα κινήματα για την κλιματική δικαιοσύνη αδυνατούν να υποχρεώσουν τις εταιρείες να εγκαταλείψουν, σταδιακά, τα ορυκτά καύσιμα. Με τους φόβους για την ενεργειακή ασφάλεια να αυξάνονται στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία, σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις και οι πολυεθνικές ενέργειας σχεδιάζουν και υλοποιούν σημαντικές επεκτάσεις των υφιστάμενων υποδομών και νέες εγκαταστάσεις (φυσικό αέριο).

Το ορυκτό κεφάλαιο ξεκινά έναν νέο επενδυτικό κύκλο
Οι επενδύσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου αναμένεται να έχουν αυξηθεί κατά 7% το 2024 για να φθάσουν τα 570 δισ. δολάρια (αύξηση +9%). Το μεγαλύτερο μέρος της τεράστιας ταμειακής εισροής στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2022-2024 είτε επιστράφηκε στους μετόχους, είτε χρησιμοποιήθηκε για την επαναγορά μετοχών, είτε για την αποπληρωμή χρεών. Τα υπερκέρδη προκάλεσαν κύμα συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A), ειδικά μεταξύ των αμερικανικών εταιρειών σχιστολιθικού πετρελαίου (το 75% των συγχωνεύσεων και εξαγορών το 2023). Σημαντικό κύμα νέων επενδύσεων τα επόμενα χρόνια αναμένεται στον χώρο του υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG, καθώς κατασκευάζονται νέες μονάδες υγροποίησης, που θα τεθούν σε λειτουργία κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας.
Ο επενδυτικός σχεδιασμός στον χώρο των ορυκτών καυσίμων στη χώρα είναι εντυπωσιακός: με προβλεπόμενη αύξηση κατά +60% εκ των οποίων ΦΑ +3,39GW και LNG +0,99GW (πηγή: Global Energy Tracker) στην ήδη εγκατεστημένη ισχύ των 7,64GW.
H αντεπίθεση των πολυεθνικών ορυκτών καυσίμων
Την τελευταία δεκαετία τέθηκαν σε εφαρμογή δύο σημαντικά προγράμματα αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης: στην ΕΕ το Green New Deal και στις ΗΠΑ Inflation Reduction Act (IRA), συνιστώντας απειλή για τις πολυεθνικές των ορυκτών, επειδή η πράσινή μετάβαση θα μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση την επιβίωσή τους. Σε αντίδραση ανέπτυξαν μια ισχυρή αντεπίθεση σε πέντε μέτωπα:
Το πρώτο μέτωπο, μέθοδος οικεία στις πολυεθνικές, είναι αυτό της επιβολής και κυριάρχησης επί της πολιτικής εξουσίας, πρακτική που ήδη έχει φέρει αποτελέσματα: αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, που κατηγορείται για ιδεολογικό περιβαλλοντισμό, και η επιστροφή του Τραμπ στις ΗΠΑ.
Το δεύτερο μέτωπο είναι η άμεση και έμμεση υποστήριξη της εκστρατείας κατά της εξάπλωσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στο όνομα της υπεράσπισης του τοπίου και του περιβάλλοντος.
Το τρίτο μέτωπο είναι η εξαγωγή/σύλληψη CO2 (carbon capture and storage- CCS) από τις εργοστασιακές εκπομπές ή κατευθείαν από την ατμόσφαιρα (direct carbon capture and storage- DCCS) και η ταφή του, όπου υπάρχει κατάλληλος γεωλογικός χώρος. Με αυτόν τον τρόπο, είναι δυνατόν να συνεχιστεί η χρήση ορυκτών καυσίμων χωρίς να αυξηθεί η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα, που είναι η στρατηγική επιδίωξη των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η διαδικασία ταφής του CO2, ωστόσο, αμφισβητείται έντονα από ένα μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας, για λόγους ασφάλειας, υψηλού κόστους υποδομών (μεταφορά, αποθήκευση) και υψηλών δημόσιων επιδοτήσεων.
Το τέταρτο μέτωπο είναι η πυρηνική ενέργεια, κύριος στόχος της οποίας είναι να επιβραδύνει την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, σφυροκοπώντας την κοινή γνώμη με το μήνυμα: «διαθέτουμε μια πηγή ενέργειας που δεν εκπέμπει CO2, και οι νέοι μικροί και αρθρωτοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας, (small modular reactors-SMR), κοστίζουν ελάχιστα και μπορούν να κατασκευαστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επομένως, είναι αποτελεσματικότεροι από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διότι η παραγωγή τους δεν εξαρτάται από τις ιδιοτροπίες του ήλιου και του ανέμου, αντιθέτως χρησιμεύουν ακριβώς για να αντισταθμίσουν την ηλεκτρική ενέργεια που λείπει όταν οι ανανεώσιμες πηγές δεν παράγουν αρκετά». Στην πραγματικότητα, στην αγορά, δεν υπάρχει ούτε ένας αντιδραστήρας SMR διαθέσιμος, η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια έχει υψηλό κόστος (μεταβλητή λειτουργία), δημιουργεί εξαρτήσεις από άλλες χώρες για πυρηνικά καύσιμα, το δε πρόβλημα χωροθέτησης και αποθήκευσης των αποβλήτων απέχει πολύ από την επίλυση του.
Το πέμπτο (και απειλητικότερο) μέτωπο είναι η ηλιακή γεωμηχανική (geoengineering), δηλαδή παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας για τον έλεγχο του κλίματος της Γης. Δεδομένου ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλείται από την ελλιπή διάχυση της θερμότητας που παράγεται από την ηλιακή ακτινοβολία, λόγω του CO2, προκαλώντας αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας, τότε μειώνουμε την ακτινοβολία, αντί για το CO2.
Η θερμοκρασία μειώνεται επειδή τα σωματίδια διοξειδίου του θείου σχηματίζουν ένα είδος διαφανούς καθρέφτη, το οποίο αντανακλά μέρος της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας. Δοσολογώντας και απλώνοντας ποσότητες διοξειδίου του θείου σε μεγάλα υψόμετρα, μπορούμε να ρυθμίσουμε τη θερμοκρασία της Γης, εξαλείφοντας την ανάγκη μείωσης των εκπομπών CO2 και καθιστώντας άχρηστες τις ΑΠΕ.Η φαντασία δεν σταματά εκεί: υπάρχουν σχέδια που περιλαμβάνουν την κατασκευή ενός είδους γιγαντιαίας ομπρέλας σε τροχιά γύρω από τη γη, για να σκιάσει μέρος της, άλλα που στοχεύουν στη λεύκανση των νεφών, για την καλύτερη αντανάκλαση της ηλιακής ακτινοβολίας… Και βέβαια υπάρχουν εκείνοι που θα τα χρηματοδοτούν…
Η γεωμηχανική, που μέχρι πρόσφατα περιορίζονταν σε εργαστήρια, είναι το νέο μέτωπο που ανοίγει, για να αποτρέψει τον κίνδυνο της ενεργειακής μετάβασης. Οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτή τη μεγα-τεχνολογία δεν είναι γνωστοί και μπορούν να προκαλέσουν την αποσταθεροποίηση του κλιματικού συστήματος και των οικοσυστημάτων, με καταστροφικές, αδιανόητες συνέπειες.
Το 2025 ανοίγει μια περίοδο κατά την οποία θα αποφασιστεί εάν και κατά πόσο θα επιτραπεί στην στρατιά των πολυεθνικών να προχωρήσει τα πέντε μέτωπα.
Αποδυνάμωση και απαλλοτρίωση ορυκτού κεφαλαίου
Για τις πολυεθνικές ενέργειας τα κοιτάσματα άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι κεφάλαιο, που πρέπει να μετατραπεί σε εμπορική αξία και δεν θα το εγκαταλείψουν, παραιτούμενες των αναμενόμενων κερδών.
Ως εκ τούτου, το κίνημα για την κλιματική δικαιοσύνη αντιμετωπίζει μια παγκόσμια πρόκληση ισχύος. Μόνο ένα κοινωνικά ευρύ κίνημα, συμπεριλαμβανομένων πλατιών στρωμάτων εργαζομένων, θα είναι σε θέση να οικοδομήσει μια ισορροπία κοινωνικής και πολιτικής δύναμης που θα επιτρέψει την κοινωνικοποίηση των ενεργειακών εταιριών.
Αυτή η εξέλιξη, από μονή της, δεν θα έλυνε όλα τα προβλήματα, θα δημιουργούσε μόνο τις απαραίτητες συνθήκες για τη δυνατότητα σχεδιασμού και οργάνωσης, κοινωνικά δίκαιης και πλήρους απανθρακοποίησης. Η δημόσια ιδιοκτησία, από μόνη της, δεν διασφαλίζει την κοινωνικο-οικολογική μετατροπή.
Σε αυτή την κατεύθυνση το κίνημα κλιματικής δικαιοσύνης πρέπει να αναβαθμιστεί σε ένα ολοκληρωμένο κοινωνικό κίνημα, που θα αντιμετωπίζει τις βασικές ανάγκες των εργαζομένων στους χώρους εργασίας, στα σπίτια και στην καθημερινότητα, με τρόπο που να στοχεύει σε έναν κοινωνικό μεταβολισμό, οικολογικά συμβατό με τη φύση.
Ο Ιωσήφ Σινιγάλιας είναι μηχανολόγος μηχανικός.