Macro

Αλέξανδρος Κεσσόπουλος: Αναταράξεις στο πολιτικό σύστημα και διλήμματα για την Αριστερά

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας, το Κοινοβούλιο λειτούργησε ως το θέατρο μιας οξύτατης σύγκρουσης μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αντικείμενο της αντιπαράθεσης δεν αποτέλεσε κάποιο πολιτικό ζήτημα με ιδεολογικά χαρακτηριστικά, αλλά δύο υποθέσεις που εκτυλίχθηκαν στο παρασκήνιο: αφενός, οι σχέσεις φαρμακευτικής εταιρείας με έλληνες κρατικούς αξιωματούχους και, αφετέρου, η δημοσιοποίηση των συνομιλιών υπόδικου τηλεπαρουσιαστή με πολιτικά πρόσωπα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η συζήτηση περί διαφθοράς διεξήχθη σε κλίμα οξύτητας και πόλωσης, το οποίο, αφενός, οδήγησε τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές σε διαφόρων ειδών παρεκτροπές και, αφετέρου, τραυμάτισε την ίδια τη λειτουργία των θεσμών.
Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση χρεώθηκε, πρωτίστως, την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας δύο δημοσιογράφων, οι οποίοι χαρακτηρίσθηκαν ένοχοι για εγκληματικές πράξεις από τον πρωθυπουργό, παρ’ ότι οι υποθέσεις τους εκκρεμούν στη δικαιοσύνη. Επίσης, σε βάρος της πλειοψηφίας καταλογίσθηκε η αφαίρεση του λόγου από βουλευτή της αντιπολίτευσης, με την αμφιλεγόμενη αιτιολογία ότι η ομιλία του βρισκόταν εκτός του θέματος της συζήτησης. Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση αποδοκιμάσθηκε για την εκφορά από βουλευτή της ενός λόγου ακραία επιθετικού και σεξιστικού.
Πέρα, όμως, από την αξιολόγηση των συγκεκριμένων στιγμιότυπων, που εξ αντικειμένου κλόνισαν το κύρος της Βουλής, άφησαν σκιές για τη λειτουργία του κράτους δικαίου και προκάλεσαν αισθήματα αποστροφής στην κοινή γνώμη, έχει σημασία να σταθεί κανείς και σε ένα βαθύτερο πολιτικό ζήτημα. Σε μια συγκυρία, κατά την οποία το μεγάλο κεφάλαιο έχει ιδιοποιηθεί, διεθνώς, κρίσιμα πεδία της πολιτικής και, μάλιστα, συχνά κατορθώνει να υπονομεύσει τη λειτουργία των θεσμών, πώς οφείλουν να αντιδράσουν οι δυνάμεις τις Αριστεράς;
Ειδικότερα, η σύγχρονη πολιτική και οικονομική πραγματικότητα θέτει μια σειρά από ερωτήματα, τα οποία δεν είναι άσχετα με τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας και σε κάθε περίπτωση δεν επιδέχονται εύκολες ή μονοσήμαντες απαντήσεις. Για παράδειγμα, πώς αντιδρά ένα αριστερό κόμμα απέναντι στο φαινόμενο της σκανδαλώδους και εξόφθαλμης χειραγώγησης της ενημέρωσης από μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, τα οποία διαπλέκονται με την πολιτική εξουσία; Με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται διαφόρων ειδών πιέσεις της εκτελεστικής προς τη δικαστική εξουσία ή τις ανεξάρτητες αρχές, οι οποίες κατατείνουν στην αποδυνάμωση των θεσμικών αντιβάρων και, συνεπώς, στη συγκέντρωση τεράστιας ισχύος στα χέρια κυβερνήσεων; Ποια στάση τηρεί η Αριστερά απέναντι σε πολυεθνικούς κολοσσούς, που έχουν τη δύναμη να συγκροτήσουν καρτέλ, να παρακάμψουν ρυθμιστικές αρχές και να εξαγοράσουν κρατικούς αξιωματούχους (όχι απαραίτητα πολιτικούς), ούτως ώστε να κυριαρχήσουν στην αγορά και να καθορίσουν ανενόχλητοι τις τιμές των προϊόντων τους;
Απέναντι σε αυτού του είδους τα φαινόμενα, τα οποία εν πολλοίς αποτελούν παράγωγα της πρωτοκαθεδρίας της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της συνακόλουθης αποδυνάμωσης της πολιτικής σε επίπεδο εθνών-κρατών, η Αριστερά παραμένει αμήχανη και διαιρεμένη. Ένα τμήμα της υποστηρίζει ότι η βελτίωση της θέσης των δυνάμεων της εργασίας δεν πρόκειται να επιτευχθεί μέσω της καταγγελίας των φαινομένων διαφθοράς και της απόπειρας δικαστικοποίησης της πολιτικής ζωής. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, επιμένει η ίδια άποψη, καθήκον των αριστερών δυνάμεων συνιστά η αφοσίωση στη μάχη των ιδεών και η διατύπωση ενός εναλλακτικού πολιτικού προγράμματος, το οποίο θα καταστεί ηγεμονικό στην κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, μια διαφορετική προσέγγιση εκκινεί από την παραδοχή ότι ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να δοθεί συγχρόνως με τη μάχη για τη διασφάλιση της διαφάνειας στην πολιτική ζωή. Δύο είναι οι σχετικοί λόγοι. Αφενός η κινητοποίηση των πολιτών προϋποθέτει την αποκατάσταση της νομιμοποίησης των δημοκρατικών θεσμών στη συνείδησή τους και αφετέρου η διεκδίκηση της εξουσίας από την Αριστερά είναι εκ των πραγμάτων ναρκοθετημένη, αν δεν διαμορφωθούν πρώτα οι συνθήκες ενός στοιχειωδώς δίκαιου ανταγωνισμού των πολιτικών δυνάμεων.
Επιστρέφοντας στην ελληνική περίπτωση, θα είχε ενδιαφέρον να αναζητήσει κάποιος μερικά σημεία σύγκλισης των δύο παραπάνω απόψεων. Τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει η Αριστερά, κατά κοινή ομολογία, στο μέλλον; Κατ’ αρχήν, οφείλει να αποφύγει τα σοβαρά λάθη του κυβερνητικού της παρελθόντος και του αντιπολιτευτικού της παρόντος. Στη μεν πρώτη περίπτωση είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό ότι δεν μπορεί να υποκαθιστά τη δικαστική εξουσία και να προαναγγέλλει την έκβαση εκκρεμών υποθέσεων, ενώ στη δεύτερη έχει καθήκον να σταθεί αυτοκριτικά απέναντι στην ποιότητα συγκεκριμένων πτυχών του πολιτικού της λόγου. Από εκεί και πέρα, δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές, αλλά μόνο κατευθυντήριες γραμμές και στόχοι. Θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε δύο. Πρώτον, τη μάχη για τη διασφάλιση της μέγιστης δυνατής αυτονομίας των δημοκρατικών θεσμών έναντι της διαβρωτικής δύναμης του κεφαλαίου και, δεύτερον, τη συνεπή στήριξη του κράτους δικαίου, σε μια συγκυρία, ιδίως, που οι καμπάνες του κινδύνου ορμπανοποίησης της πολιτικής ζωής ηχούν όλο και πιο δυνατά.
Ο συσχετισμός των δυνάμεων παραμένει αναμφίβολα αρνητικός, καθώς το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας μοιάζει προς το παρόν παντοδύναμο. Εντούτοις, στο πλαίσιο κάθε πολιτικής ή κοινωνικής σύγκρουσης, η δύναμη του λαϊκού παράγοντα μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατρέψει τα δεδομένα και να καθορίσει τις εξελίξεις.

Ο Aλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Πηγή: Η Εποχή