Στις ιταλικές εκλογές, που έγιναν τον Μάρτιο του 2018, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων πήρε 32,68%. Ο Σαλβίνι πήρε 17,35%. Μετά από 18 μήνες συγκυβέρνησης των δύο κομμάτων, οι συσχετισμοί, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, έχουν αντιστραφεί.
Οι εκλογές, αυτή τη στιγμή, στην Ιταλία θα ήταν ένας θρίαμβος για τον Σαλβίνι. Ορθώς λοιπόν τα Πέντε Αστέρια και το Δημοκρατικό Κόμμα αποφάσισαν να τις αποτρέψουν σχηματίζοντας νέα κυβέρνηση. Το ερώτημα είναι αν αυτή η νέα κυβέρνηση θα καταφέρει να ανακόψει την άνοδο του νεοδεξιού λαϊκιστή δημαγωγού ή θα τον ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο.
Μέχρι στιγμής όλα φαίνονται να πηγαίνουν λάθος. Οι συζητήσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα για τον σχηματισμό κυβέρνησης έγιναν σε μάλλον κακό κλίμα. Κανείς δεν ασχολήθηκε με το πρόγραμμα. Ο καυγάς έγινε για τις καρέκλες. Ακόμα χειρότερα, αποφάσισαν να κρατήσουν τον ίδιο πρωθυπουργό: ο Κόντε, που ανέχθηκε επί ενάμιση χρόνο τις αθλιότητες του Σαλβίνι, καλείται, υποτίθεται, τώρα, να αναπροσανατολίσει την Ιταλία σε μια αντισαλβινική πολιτική. Και το υπουργείο Οικονομικών ανατίθεται σε σκληρά τεχνοκρατικά -και άκρως νεοφιλελεύθερα- χέρια.
Ο Σαλβίνι, λογικά, πρέπει να ανοίγει σαμπάνιες. Μια τέτοια κυβέρνηση είναι αδύνατον να αναδείξει πολιτικά στοιχεία που θα αντιπαρατίθενται με τη δική του ατζέντα, ούτε βεβαίως να οδηγήσει την Ιταλία έξω από την παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική κρίση. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει ο κυβερνητικός συνασπισμός των Πέντε Αστέρων και του Δημοκρατικού Κόμματος είναι να αποτελέσει μια συστημική παρένθεση. Οι εκλογές αργά ή γρήγορα θα γίνουν. Και ο Σαλβίνι, κεφαλαιοποιώντας την κοινωνική δυσαρέσκεια και την προγραμματική ανυπαρξία των αντιπάλων του, θα μπορέσει να συγκροτήσει μια καθαρά δεξιά κυβέρνηση, στην οποία θα είναι πλέον παντοδύναμος.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Το ποσοστό που έχουν καταφέρει να συγκρατήσουν τα Πέντε Αστέρια αποτελεί το πιο προοδευτικό κομμάτι της εκλογικής τους βάσης. Το τεράστιο πρόβλημα είναι στο Δημοκρατικό Κόμμα. Μία μακρά σειρά μεταλλάξεων έχει μετατρέψει το κάποτε μεγάλο κόμμα της ιταλικής Αριστεράς σε ένα συστημικό μόρφωμα χωρίς καθαρά πολιτικά χαρακτηριστικά.
Ο επικεφαλής του, ο Τζινγκαρέτι, προέρχεται από την παλιά χριστιανοδημοκρατία. Ήταν κατά της συγκυβέρνησης με τα Πέντε Αστέρια και υπέρ της διεξαγωγής εκλογών. Ο Ρέντζι, που ελέγχει την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος και τους αντιπροσώπους στην ιταλική Γερουσία, παίζει ως συνήθως προσωπικό παιχνίδι.
Αν το ζητούμενο είναι μια στιβαρή πολιτική που θα υπερασπιστεί την κατακερματισμένη ιταλική κοινωνία, θα αντιπαρατεθεί με τον αντιπροσφυγικό λαϊκισμό του Σαλβίνι και θα συσπειρώσει προγραμματικά τις προοδευτικές δυνάμεις της χώρας, ελάχιστα έχουμε να περιμένουμε από αυτή την κυβέρνηση. Οι νέοι κυβερνητικοί εταίροι δεν έχουν σκεφτεί καν ότι οφείλουν να ανταποκριθούν σε τέτοιες απαιτήσεις. Προτιμούν να καθίσουν ακίνητοι και να βλέπουν το τρένο του Σαλβίνι να πηγαίνει καταπάνω τους.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται αποτελεί τροφή για σκέψη. Η Ευρώπη βρίσκεται σε βαθιά κρίση και οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις κάνουν ό,τι μπορούν για να ταΐσουν την Ακροδεξιά. Εκεί που υπάρχει η τρύπα του Δημοκρατικού Κόμματος θα έπρεπε να υπάρχει μια Αριστερά. Μια Αριστερά ικανή και διατεθειμένη να λειτουργεί ως πόλος προοδευτικών κυβερνητικών λύσεων. Αλλά που θα βάζει την προγραμματική της σφραγίδα στις λύσεις αυτές και δεν θα λειτουργεί ως ανταλλακτικό του πολιτικού κατεστημένου.
Ο πολιτικός πρόγονος του Δημοκρατικού Κόμματος είναι το ιστορικό Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Η ιδέα για τη μετεξέλιξή του σε κάτι ευρύτερο ήταν λογική -άσχετα αν συμφωνούσε κανείς μαζί της η όχι. Έπρεπε να συσπειρώσει στις γραμμές του ευρύτερες δυνάμεις ώστε να σπάσει τον φραγμό προς την κυβερνητική του εξουσία. Η αλήθεια είναι ότι το κατάφερε. Αμέσως μετά, άρχισε να κάνει τον έναν συμβιβασμό πάνω στον άλλον. Παραδόθηκε στον παραγοντισμό, ρευστοποίησε τον οργανωτικό του ιστό και άφησε τις σχέσεις του με την κοινωνία να εξασθενήσουν. Αυτό που κατάφερε ήταν να ανοίξει τον δρόμο στον Μπερλουσκόνι. Σήμερα, την ώρα που η Ιταλία το χρειάζεται, είναι πλέον αγνώριστοι. Δεν φαίνεται καν να διαθέτει τις ισχυρές ανανεωτικές τάσεις που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια στο Δημοκρατικό Κόμμα των Ηνωμένων Πολιτειών και στους Εργατικούς της Μεγάλης Βρετανίας.
Για δεκαετίες μετά την κατάρρευση των βεβαιοτήτων το δίλημμα για την ευρωπαϊκή Αριστερά ήταν αν θα συμμετείχε σε προοδευτικές κυβερνητικές λύσεις ή αν θα διατηρούσε το κοινωνικό και πολιτικό της στίγμα. Τότε όμως το ευρωπαϊκό κατεστημένο ήταν πανίσχυρο. Μπορούσε να οδηγήσει κάθε προοδευτική λύση εκεί που ήθελε. Σήμερα το κατεστημένο αυτό καταρρέει. Το δίλημμα για την Αριστερά δεν υπάρχει πια. Οφείλει να συμμετέχει σε προοδευτικές κυβερνητικές λύσεις. Οφείλει όμως και να φροντίζει το κοινωνικό και πολιτικό της στίγμα σαν κόρη οφθαλμού.
Αλλιώς η Ευρώπη θα παραπαίει ανάμεσα στους ξοφλημένους τεχνοκράτες και τους σαλβίνηδες. Μέχρι να καταλήξει οριστικά στα χέρια των τελευταίων. Ή να τα βρουν μεταξύ τους.
Άγγελος Τσέκερης
Πηγή: Η Αυγή