Macro

Η αφήγηση της συναίνεσης: με αφορμή το θάνατο του Μητσοτάκη

Η τυπική διχογνωμία με αφορμή ένα γεγονός (στη συγκεκριμένη περίπτωση το θάνατο του Μητσοτάκη) απογειώνει τις εκατέρωθεν στοιχήσεις και αρνήσεις. Οι πλέον εμπρηστικές από αυτές γίνονται τα κομβικά επεξηγηματικά σημεία της συζήτησης από την αντίθετη πλευρά, με αποτέλεσμα την περαιτέρω στρέβλωση των απόψεων.

Εδώ όμως, όπως και αλλού – και όπως πάντα – έχουμε να κάνουμε με την προσπάθεια επικράτησης μιας αφήγησης, στην πραγματικότητα όχι για την πιστή αποτύπωση της δημόσιας  ζωής του ανδρός, αλλά για την δια της αντανακλάσεως δικαίωση των πολιτικών που τώρα υποστηρίζουν τα αντιμαχόμενα μπλοκ. Κάθε φορά οι εκατέρωθεν μαχητές θα διαγκωνίζονται και μάλιστα σε αυτό συνίσταται η ουσία της δημοκρατίας. Ακόμα περισσότερο, το πραγματικό debate δεν έχει να κάνει με το τάδε ή το δείνα γεγονός, εκείνη ή την άλλη μικρή αψιμαχία στο κοινοβούλιο ή όπου αλλού. Πίσω από αυτά υποβόσκει η παλιά και άλυτη διχογνωμία: σύγκρουση ή συναίνεση.

Όπως σε όλα τα πολιτικά διλήμματα, οι εκφραστές τους ενδύονται τη σκευή της ιστορικότητας, της δικαιοσύνης, της ανωτερότητας έτσι ώστε από καλύτερη, ηθικότερη θέση να παλέψουν με τον αντίπαλο. Στην πραγματικότητα δε μπορεί να υπάρξει μια ουδέτερη θέση που ψύχραιμα και αντικειμενικά να αναλύσει την υπό εξέταση θεματική.

Όσοι τίθενται υπέρ της συναίνεσης το κάνουν συνήθως από την πλευρά του συντηρητισμού ή τελοσπάντων μιας εκδοχής φιλελευθερισμού. Η επιχειρηματολογία τους υπερβάλλει σε σχέση με το κράτος που ήταν και είναι μεγάλο, τα συνδικάτα που ήταν και είναι κραταιά, την ηγεμονία μιας αριστεράς που ήταν και είναι παλαβή κ.ο.κ. Δεν επερωτούν, τουναντίον, θεωρούν αδιανόητη την αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής πρόσδεσης της χώρας. Η ευρωπαϊκή πορεία της είναι το ενοποιητικό στοιχείο ετερόκλητων μερίδων που στοιχίζονται με τη μεριά της συναίνεσης. Συναίνεση με τις κύριες πολιτικές που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη μνημονιακή πραγματικότητα που θα έπρεπε να την εφεύρουμε, με την τεχνοκρατική διάσταση της πολιτικής που πρέπει επιτέλους να επικρατήσει ενάντια στην προχειρότητα και τον επαρχιωτισμό.

Σχετικά πρόσφατα, και σε κάθε περίπτωση μετά το 2012 και την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, μια ευάριθμη μερίδα διανοούμενων και πολιτών χωρίς πρόσβαση στο δημόσιο λόγο, προέκριναν πως οι τότε μνημονιακές δυνάμεις είναι οι καλύτεροι πλοηγοί της χώρας, παρόλο που εκείνες ήταν υπεύθυνες για τις πολιτικές λιτότητας και της επακόλουθης εσωτερικής υποτίμησης. Η κοινωνική/πολιτική προσθήκη της ΔΗΜΑΡ σε αυτό το μπλοκ,  νομιμοποιούσε την αλλαγή στάσης πολλών πολιτών που είχαν αναφορά στην αριστερά. Πλέον, ίσως οι πιο δυνατές φωνές υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη προέρχονται από αυτήν την μερίδα.

Η αφήγηση της συναίνεσης λαμβάνει άλλες διαστάσεις μιας και ο ένας εκ των δυο νοητών αρχηγών αφήνει το μάταιο τούτο κόσμο (ο άλλος είναι ο Σημίτης)[1]. Συγκεκριμένα, έγινε μεγάλη προσπάθεια αρκετά πριν το θάνατο του, ο Μητσοτάκης να παρουσιαστεί ως ο οραματικός ηγέτης που προοικονόμησε, ως άλλος Όμηρος, το ταραγμένο ταξίδι της Ελλάδας αν δε συμμορφωθεί με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές και με το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα. Ήταν ο “τολμηρός μεταρρυθμιστής” που τα έβαλε με τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα, που προχώρησε πρώιμα σε ευνοϊκές για τις επενδύσεις αλλαγές στους εργασιακούς νόμους και το ασφαλιστικό, που έσωσε τελικά τη χώρα από τη χρεωκοπία που μας είχε φέρει η λαϊκίστικη οκταετία του Ανδρέα Παπανδρέου. Η φωνή του Νέστορα της Δεξιάς, αντηχούσε μέσα από τις πιο έξαλλες (δημοσιο)γραφικές φωνές του Πρετεντέρη και του Παπαχρήστου.

Η αλήθεια είναι πως η διήγηση είναι μαυλιστική, μιας και τα πολλά κέντρα εκφοράς της παρουσιάζουν με έναν ετερόκλητο πλούτο επιχειρημάτων τα κύρια χαρακτηριστικά της. Προσφέρουν έτσι μια βεντάλια εκλαϊκευμένων θέσεων που έγιναν κυρίαρχες στην ελληνική κοινωνία για πολλά χρόνια. Ωστόσο, ας μας επιτραπεί να διαφωνήσουμε πολύ. Η επικράτηση της κινηματικής νηνεμίας στην ελληνική κοινωνία υπήρξε παροιμιώδης, με επιμέρους ξεσπάσματα που δεν αμφισβήτησαν το δεδομένο ιδεολογικό status quo στις εφαρμοσμένες πολιτικές για περίπου μια 20ετία. Χωρίς πολύ μεγάλη κοινωνική αμφισβήτηση λοιπόν, από το 1990 έως περίπου το 2010 οι «νέες ιδέες» του Μητσοτάκη, ο «εκσυγχρονισμός» του Σημίτη και η «επανίδρυση του κράτους» του Καραμανλή αποτέλεσαν την απαράλλακτη αδιάλειπτη αφήγηση, που ανήλθε μάλιστα σε εθνικό, διακομματικό στόχο με τη διεκδίκηση των ολυμπιακών αγώνων του 1996 και του 2004 και τελικά τη διεξαγωγή τους με ολέθρια οικονομικά αποτελέσματα[2].

Οι νοικοκύρηδες πρωθυπουργοί δεν κατάφεραν να συμμαζέψουν για 20 χρόνια τα οικονομικά του κράτους και δεν άλλαξαν το παραγωγικό μοντέλο. Η σπουδή τους για την είσοδο της χώρας στο κοινό νόμισμα αποτέλεσε και τον εθνικό στόχο που τελικά δεν επέτρεψε τους αναγκαίους ελιγμούς στην επερχόμενη οικονομική κρίση. Ο Μητσοτάκης, πολιτικός άνδρας με εμβέλεια αλλά και αμφισβητήσεις και στο Κέντρο και στη Δεξιά, πολιτεύτηκε τα εξαιρετικά μακρά του χρόνια στον κοινοβουλευτικό στίβο ως ένας επαΐων πάντα από θέση ισχύος. Θεμελίωσε τη δική του οικογενειακή αυτοκρατορία, πλούτισε από την πολιτική, πρόσβαλε συχνά και μέχρι πολύ πρόσφατα (Αγανακτισμένοι 2011, Δημοψήφισμα 2015) το δημοκρατικό κόσμο της χώρας. Παρόλα αυτά, δεν αμφισβητείται ότι επρόκειτο για έναν οξύνου πολιτικό «με το π κεφαλαίο» σε πολλές κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας.

Οι ελίτ έχουν ήδη στοιχηθεί πίσω από την πολιτική κληρονομιά του Μητσοτάκη πριν το βιολογικό του τέλος. Μόνο που, κάπως έτσι, δείχνουν πως δεν έχουν καταλάβει τίποτα. Τον τελευταίο ενάμιση αιώνα κάθε φορά που αμφισβητείται η ηγεμονία τους δια της σύγκρουσης, θα παρουσιάζουν ως κακούς εξτρεμιστές αυτούς που απειλούν να τους γκρεμίσουν. Θα προσπαθούν να κρυφτούν είτε πίσω από την αξιολογική ουδετερότητα, ή πίσω από τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που -ως τέτοιες- δε μας επιτρέπον να πάρουμε τον όποιο άλλο εναλλακτικό δρόμο. Θα είναι οι φωνές της υπευθυνότητας, αυτοί που ξέρουν πως παίζεται το παιχνίδι, εκείνοι που δεν πρόκειται να μας βουλιάξουν, κι ας το πράττουν την ίδια στιγμή που το λένε.

Ο Μπένγιαμιν είχε αναφερθεί σχετικά στις «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας» σε μια άλλη συγκυρία και για άλλους λόγους, λίγο πριν αυτοκτονήσει στην Portbou της Καταλονίας. Στην 6η Θέση του αναφέρει:  «Ανασύνθεση του παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του «με τον τρόπο που υπήρξε πραγματικά». Σημαίνει το άρπαγμα μιας μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου. Για τον ιστορικό υλισμό το ζήτημα είναι να συλλάβει μια εικόνα του παρελθόντος, καθώς αυτή εμφανίζεται απροσδόκητα στο ιστορικό υποκείμενο τη στιγμή του κινδύνου. Ο κίνδυνος απειλεί τόσο το περιεχόμενο της παράδοσης όσο και τους παραλήπτες του. Και για τους δύο είναι ο ίδιος: να γίνουν όργανα της κυρίαρχης τάξης. Κάθε εποχή πρέπει να κάνει τη δύσκολη προσπάθεια για την εκ νέου αρπαγή της παράδοσης από τον κομφορμισμό, που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει. Γιατί ο Μεσσίας δεν έρχεται μόνο σαν λυτρωτής, αλλά και σαν νικητής του αντίχριστου. Το χάρισμα να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας στο παρελθόν έχει εκείνος μόνο ο ιστορικός που είναι απόλυτα πεισμένος ότι ούτε ακόμη και οι νεκροί δεν θα ‘ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει. Και ο εχθρός αυτός δεν έχει πάψει να νικά».

Για την αφήγηση της «σύγκρουσης» θα μιλήσουμε άλλοτε μιας και τώρα είναι ακόμη πρώιμο και τραυματικό.

[1] Και ο «υιοθετημένος» τρίτος είναι ο Λεωνίδας Κύρκος, ιδιαίτερα στα τελευταία του.

[2] . Η καραμανλική πενταετία δεν συμπεριλαμβάνεται από τους αφηγητές της στο μεταρρυθμιστικό θαύμα, μιας και χρειάζεται να φορτωθεί η οικονομική κρίση κάπου.