Με αφορμή το βιβλίο των Κ.Καπόζηλου-Δ.Χριστόπουλου «10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό»
Πριν από αρκετά χρόνια –το 1992– ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς και διανοούμενους της μεταπολιτευτικής περιόδου, ο Φίλιππος Ηλιού, ανέφερε σχετικά με την καυτή τότε υπόθεση της αναγνώρισης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας: Το πιο ενοχλητικό, επικίνδυνο και ανησυχητικό για την Ελλάδα και τους Έλληνες δεν είναι ότι πιθανόν να αναγνωριστεί ένα κράτος με το όνομα που αυτό έχει επιλέξει, όπως άλλωστε έχει το δικαίωμα, αλλά ότι με αφορμή το Μακεδονικό αναδείχθηκαν και επιβλήθηκαν ως κυρίαρχες τάσεις στην ελληνική κοινωνία και τους παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, στοιχεία μιας πρωτοφανούς αρχαϊκότητας που μας εμφανίζουν να αθετούμε δημοκρατικές κατακτήσεις και πολύτιμες δημοκρατικές ευαισθησίες, που, μετά τη μεταπολίτευση, είχε θεωρηθεί ότι αποτελούσαν πλέον κοινό κτήμα των ελλήνων πολιτών. Ήταν εκείνες τις αντίστοιχες μέρες του Μαΐου του 1992 που καταδικάζονταν από την ελληνική δικαιοσύνη τέσσερα μέλη της Αντιπολεμικής Αντιεθνικιστικής Συσπέιρωσης για διατάραξη των διεθνών σχέσεων της χώρας και διασπορά ψευδών ειδήσεων. Εικοσιέξι χρόνια μετά, τον «σωφρονιστικό» ρόλο των δικαστηρίων ανέλαβαν μαυροφορεμένοι αγανακτισμένοι ελληνόψυχοι –με πολύ επιδερμική ωστόσο σχέση τόσο με την ιστορία όσο και με την ελληνική γλώσσα–, που δεν διστάζουν να προπηλακίζουν δημόσια όποιον διατυπώνει αντίθετη από την κυρίαρχη στον δημόσιο λόγο άποψη και να θέτουν διά της σωματικής ρώμης τα πλαίσια του επιτρεπτού και τα όρια του ανεκτού. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, καθημερινά περιστατικά έντασης και βίας έχουν εμφανιστεί σε διάφορες περιπτώσεις τόσο στην Αθήνα όσο και, κυρίως, στη Θεσσαλονίκη.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Κωστής Καρπόζηλος και ο Δημήτρης Χριστόπουλος τόλμησαν να διατυπώσουν 10+1 ερωτήσεις για το Μακεδονικό.
Ως ιστορικός είναι εξαιρετικά δύσκολο να τοποθετηθώ υπό αυτή την ιδιότητα όταν ευθύς εξαρχής θεωρώ ότι προκειμένου να αντιμετωπίσει κάποιος νηφάλια την συλλογική εθνική ψύχωση περί της Μακεδονίας χρειάζεται να καταφύγει στην αρωγή επιστημών που δυστυχώς δεν κατέχω. Πώς να προσεγγίσεις το ζήτημα με πειστικότερα επιχειρήματα από εκείνα που η ίδια η ιστορία μας προσφέρει και που με τόσο ουσιαστικό τρόπο –στις λίγες σελίδες της μελέτης τους– οι δύο συγγραφείς τα παραθέτουν; Πώς να ερμηνεύσεις με νηφαλιότητα την παράδοξη και διαρκή «γοητεία» που ασκεί η υπόθεση του ονόματος της Μακεδονίας στην ελληνική κοινή γνώμη και μάλλον πλέον μόνο σε εκείνη και σε καμία άλλη στον υπόλοιπο κόσμο;
Μετά από ένα μεγάλο διάστημα σιωπής γύρω από το θέμα που όλοι βολικά είχαμε ξεχάσει την εκ του βορρά απειλή, το ζήτημα επέστρεψε διεκδικώντας επιτέλους την πολιτική λύση του μετά από αλλεπάλληλες απουσίες από τα περασμένα ραντεβού με την ιστορία (από την εποχή της Λισαβώνας ώς σήμερα). Η υπόθεση που απασχολεί την ελληνική κοινή γνώμη ένα τέταρτο του αιώνα τώρα, έχει ωστόσο βαθύτερες ιστορικές ρίζες που μας οδηγούν στον 19ο αιώνα και στην συγκρότηση των εθνικών κρατών της Βαλκανικής. Τις απαρχές και την εξέλιξη συγκρότησης των εθνικών μύθων μας επιδιώκουν να επαναφέρουν στον δημόσιο διάλογο οι συγγραφείς, προσφέροντας επί της ουσίας –μέσω της συγκρότησης ενός ερωτηματολογίου– έναν ιδιαίτερο οδικό χάρτη για τον ασφαλή προβληματισμό του αναγνώστη σχετικά με το επίμαχο θέμα.
Ακολουθώντας το πρότυπο των Καρπόζηλου-Χριστόπουλου θα επιδιώξω να διατυπώσω τα δικά μου σύντομα ερωτήματα για το θέμα, που πηγάζουν από την ανάγνωση ενός βιβλίου γραμμένου με έναν τόνο μετρημένο, ουσιαστικό και τεκμηριωμένο, που δεν προκαλεί και δεν προσβάλλει.
1. Πόσα εθνικά θέματα μπορεί να αντέξει ο περιούσιος λαός μας; Αναρωτιέμαι πραγματικά αν υπό την σκέπη του όρου «εθνικό θέμα» μπορούμε να συναντήσουμε άλλο λαό-έθνος σε ολόκληρο τον κόσμο που να έχει εθνικά θέματα στην Κύπρο, το Αιγαίο, τα ελληνοτουρκικά, το Μακεδονικό, το Βορειοηπειρωτικό και ίσως και μερικά ακόμα άλλα που να τελούν σε χειμερία νάρκη και να περιμένουν την περαιτέρω εξέλιξη της κρυογονικής για να τα συναντήσουμε και να κληθούμε να τα επιλύσουμε στο μέλλον. Σε εποχές που ίσως τα θέματα της οικονομίας και του χρέους έχουν αναδειχθεί ως «ατελώς εθνικά», ζητήματα όπως η παιδεία και ο πολιτισμός –και εννοώ ο καθημερινός μας πολιτισμός– απουσιάζουν από την δημόσια ατζέντα. Αντίθετα, αντιλαμβανόμενοι τους εαυτούς μας ως επιφορτισμένους με το χρέος επιβολής του ονόματος που εμείς θέλουμε σε κάποιον αλλότριο που φυσικά τυχαίνει να είναι οικονομικά, πολιτικά, πληθυσμιακά σε υποδεέστερη θέση από εμάς, έχουμε αναδείξει για μια ακόμη φορά το Μακεδονικό ως κορυφαίο ζήτημα της πεζής μας καθημερινότητας.
2. Για πόσα ακόμα χρόνια η σύγχρονη Ελλάδα θα προσπαθεί εντός και εκτός συνόρων να εκταμιεύσει άκοπα το αρχαίο κλέος; Με άλλα λόγια, για πόσο ακόμα θα είναι νοητή η δημόσια χρήση της Αρχαιότητας για την αιτιολόγηση πολιτικών επιλογών αλλά και δημοσίων μαζικών παραισθήσεων εντός των παροντικών συμφραζομένων; Το ερώτημα που επανέρχεται τακτικά –και το είδαμε στα πρόσφατα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας– είναι με ποιο δικαίωμα σήμερα κάποιοι αμφισβητούν την ελληνικότητα της αρχαίας Μακεδονίας; Γιατί χρησιμοποιούν το ιστορικογενές copyright μας οι σημερινοί Σλάβοι της ανώνυμης χώρας; Φυσικά δίπλα στο αρχαιόπληκτο κιτς των εθνικιστών της ΠΓΔΜ που ως πρόσφατα είχαν μετατρέψει τα Σκόπια σε ένα είδος βαλκανικής Disneyland, πλειοδοτούν οι δικοί μας προγονόπληκτοι που όπως το 1992 συνέδεαν τον Βουκεφάλα με τα Zastava έτσι και σήμερα φαίνεται να μην έχουν προχωρήσει την επιχειρηματολογία τους πέρα από το γραφικό. Προφανώς δεν έχει σημασία το τι ήταν η Μακεδονία στην αρχαιότητα αλλά τι είναι τώρα. Και σαφώς η πολιτεία έχει επείγουσα ευθύνη να περάσει αυτό το απλό μήνυμα στη ζαλισμένη από τη μέθη της αρχαιόπληκτης μνήμης κοινωνία μας. Αλλά αρκεί να φροντίσουμε μόνο το θέμα της Μακεδονίας για να διορθώσουμε την προγονοπληξία μας; Την προγονοπληξία ενός λαού που όπως επιτυχώς διατυπώθηκε πρόσφατα μοιάζει να έχει αυτοπαγιδευθεί σε μια «αλλαζονική» θεώρηση της ιστορίας του, σε μια θεωρία «σφετερισμού» της Ιστορίας του που στην περίπτωσή μας μοιάζει να ξεκινάει και να τελειώνει στην Αρχαιότητα, παραβλέποντας τόσο την νεώτερη περίοδο και όσο και την σύγχρονη πραγματικότητα. Τις ιστορικές δηλαδή περιόδους κατά τις οποίες διαμορφώθηκε το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα. Προσωπικά εκτιμώ ότι αποτίναξη της εικόνας μας ως του εκλεκτού λαού που έφτιαχνε Παρθενώνες όταν οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια, είναι ίσως η πιο δύσκολη αλλά και η πιο επιτακτική αποστολή μιας σοβαρής πολιτείας που θα ενδιαφερόταν ουσιαστικά για την παιδεία του μέσου Έλληνα.
3. Πόση ιστορική άγνοια είναι δυνατόν να καταναλώσει ο μέσος πολίτης της Ελλάδας; Είναι δυνατόν μετά από τις χιλιάδες σελίδες που έχουν γραφτεί –κατά παραγγελία ή όχι– για την ιστορία της Μακεδονίας να εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η Μακεδονία ήταν πάντα ελληνόφωνη, πάντα μία και πάντα ελληνική; Η εικόνα μιας χώρας που ο πληθυσμός της ήταν πάντα ενιαίος πολιτισμικά και εθνολογικά μπορεί να ερμηνευθεί από την επιθυμία μιας επίσημης ιστορικής διαπαιδαγώγησης που επεδίωκε την εθνική ομοιογενοποίηση των πληθυσμών. Ωστόσο, αυτό ανήκει στον περασμένο –ή μάλλον στον πρόπερασμένο– αιώνα. Η ιστοριογραφία ευτυχώς έχει προχωρήσει. Η έρευνα και η μελέτη του παρελθόντος –δεν μιλάω για την αρχαιότητα αλλά για τα τελευταία διακόσια χρόνια– μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε με επιστημονικό τρόπο ζητήματα που αποτέλεσαν για δεκαετίες ταμπού. Η Μακεδονία δεν ήταν ποτέ μία και δεν υπήρξε ποτέ μόνο ελληνική. Το φανερώνουν οι εκθέσεις των Ελλήνων προξένων της περιόδου πριν τους Βαλκανικούς πολέμους, οι εθνογραφικοί χάρτες των Ευρωπαίων, οι αναφορές των ελληνορθόδοξων εκκλησιαστικών αρχών, τα κείμενα εκείνων που από την σημερινή εθνικοφροσύνη προβάλλονται ως οι ιστορικοί ταγοί της ελληνικότητας της Μακεδονίας (βλ. τα γραπτά του Ιώνος Δραγούμη ή τα μυθιστορήματα της Πηνελόπης Δέλτα). Πώς μπορούμε να πείσουμε μια κοινωνία ότι η εικόνα που είχαμε για την ιστορία μας δεν είναι αυτή που μάθαμε και μαθαίνουμε στα σχολεία ή αυτή που αναπαράγουν διάφοροι τηλε-«ιστορικοί»; Ως ιστορικός αναγκάζομαι κάθε χρόνο να αναφέρω σε μαθήματα πανεπιστημιακού επιπέδου ότι πλείστοι όσοι ήρωες της Επανάστασης δεν μιλούσαν λέξη ελληνικά, ότι η αγαπημένη Θεσσαλονίκη το 1912 ήταν μια πόλη όπου οι Έλληνες δεν ήταν η πλειοψηφία, ότι οι Εβραίοι ώς το Ολοκαύτωμα ζούσαν κι εδώ στα Γιάννενα και μιλούσαν ελληνικά. Αναφέρουν σε κάποιο σημείο οι συγγραφείς: πώς να πείσεις έναν τρίτο ότι το σύνθημα μας: «Η Μακεδονία είναι ελληνική» δεν υποκρύπτει από την πλευρά μας επεκτατικές βλέψεις; Δεν τον πείθεις. Και σίγουρα όχι γιατί υπάρχει μια παγκόσμια συνωμοσία που απεργάζεται την καταστροφή του Ελληνισμού. Εκτός αν θεωρήσουμε ως εθνικό εχθρό την απλή λογική.
4. Ποιος ορίζει αν υπάρχει ή αν δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος; Κάποτε ο Μέττερνιχ αναφερόμενος στην Ελλάδα και την Ιταλία έκανε λόγο για γεωγραφικό προσδιορισμό και όχι για έθνος και η απάντηση των απαξιωμένων Νοτίων ήταν η Επανάσταση για την εθνική ανεξαρτησία. Ο Μέττερνιχ όμως δεν είχε αμφισβητήσει την ύπαρξη Ελλήνων στην αρχαιότητα. Αμφισβητούσε την ύπαρξη «ελληνικού έθνους» το 1821. Σήμερα με μια υπεροπτική θεώρηση του ρόλου μας στην ιστορία αρνούμαστε την ύπαρξη μακεδονικού έθνους, αρχικά γιατί αρνούμαστε τη χρήση του όρου «μακεδονικός». Το ίδιο και οι Βούλγαροι βέβαια, καθώς για τους –επί έναν αιώνα– βόρειους εχθρούς μας δεν υπάρχουν Μακεδόνες γιατί απλώς είναι… Βούλγαροι. Εμείς, αρνούμενοι την ύπαρξη έθνους και γλώσσας, αρνούμαστε εντέλει το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό ενός λαού. Ενός λαού όμως που σε πλείστες περιπτώσεις έχουμε αναγνωρίσει και τη γλώσσα του (όπως την μέσω ΟΗΕ αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας το 1977) αλλά και το ότι υπάρχει ένα έθνος με νόμιμη κυβέρνηση και εντός νόμιμων κρατικών συνόρων που ονομάζεται Μακεδονία, έστω και Πρώην Γιουγκοσλαβική.
5. Τελικά για όλα φταίει ο Τίτο; Αν θεωρήσουμε ότι η κατασκευή εθνών μπορεί να γίνει ερήμην των λαών και εξαιτίας της βούλησης και της συστηματικής προσπάθειας ενός και μόνου ανθρώπου τότε ο υπαίτιος βρέθηκε: ο σύντροφος Γιόζιπ Μπροζ Τίτο. Το «κρατίδιο» των Σκοπίων είναι τεχνητό και κατά συνέπεια δεν έχει τα ίδια δικαιώματα με τα ιστορικά έθνη-κράτη. Νέο πρόβλημα λοιπόν για τον ιστορικό: πώς να πείσεις τον μέσο πολίτη ότι όλα τα εθνη-κράτη είναι λίγο ή περισσότερο τεχνητά. Τα σύνορά τους; Τεχνητά. Η γλώσσα τους κανονικοποιείται μέσω των γραμματικών και συντακτικών κανόνων και της εκμάθησής τους σε μια οργανωμένη επίσημα εκπαιδευτική διαδικασία. Η εθνική ιδέα και η εθνική συνείδηση συγκροτούνται και διαδίδονται δημιουργώντας έναν μέσο κανόνα. Πράγματα δηλαδή που σε ολόκληρο τον κόσμο είναι αποδεκτά εδώ και δεκάδες χρόνια, επιστημονικές κοινοτοπίες στην ουσία, στην Ελλάδα μοιάζουν να είναι είτε η επιτομή του νεωτερισμού είτε η συμπύκνωση της εθνικής μειοδοσίας. Στην Ελλάδα της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου αλλά και σε εκείνη της συγκρότησης του πρώτου νεαρού βασιλείου, η βούληση συμμετοχής στο κοινό εγχείρημα, η κοινή επιθυμία συμβολής στο νέο κράτος θεωρήθηκε λογική: Θέλαμε να μετέχουμε στο έθνος των Ελλήνων και δικαίωμα συμμετοχής είχαν τότε και όσοι ξένοι είχαν προσφέρει στον Αγώνα. Σήμερα στον δημόσιο λόγο δεν έχουν δικαίωμα να μετέχουν στο έθνος της επιλογής τους όχι μόνο οι κάτοικοι του ανώνυμου γειτονικού κράτους, όχι μόνο οι Έλληνες πολίτες που νιώθουν εθνικά «άλλοι» αλλά δεν έχουν δικαίωμα να δηλώνουν Έλληνες και όσοι δεν ταυτίζονται με τις εθνικιστικές μισαλλόδοξες απόψεις που δίνουν τον τόνο στο λεγόμενο «εθνικό συμφέρον».
6. Για πόσο ακόμα θα ανεχόμαστε να κατηγορείται η Αριστερά για μια εθνομηδενιστική-προδοτική στάση και κατά συνέπεια ως λιγότερο πατριώτες οι οπαδοί της; Στο πλαίσιο του ανανήψαντος πεπαλαιωμένου αντικομμουνιστικού λόγου των τελευταίων ετών, η επίκληση στις μεσοπολεμικές επιλογές του ΚΚΕ ως απόδειξη της μειωμένης εθνικής ευαισθησίας της Αριστεράς προσωπικά μου μοιάζει το λιγότερο γελοία. Όταν όμως ο πολιτικός λόγος διαμορφώνεται εν μέρει από θαυμαστές της δεξιάς εθνικοφροσύνης και θιασώτες της εμφυλιοπολεμικής ρητορικής το θέμα ξεφεύγει από την γραφικότητα. Δίπλα σε αυτές της αναμενόμενες αντιδράσεις για τη σχέση της μειοδοτικής Αριστεράς με τα «εθνικά» ζητήματα συναντούμε σήμερα την, τουλάχιστον σπασμωδική, στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ αλλά και την πατριωτική πλειοδοσία μιας αυτοαποκαλούμενης «πατριωτικής Αριστεράς».
7. Γιατί να ξαναπιάσουμε τώρα το Μακεδονικό; Επειδή το ήθελαν οι Αμερικάνοι; Για να εμποδίσουμε τους Ρώσους να διεισδύσουν στα Βαλκάνια σε μια εποχή που γενικά επανακάμπτουν εξαιτίας της σχετικής αναδίπλωσης της αμερικανικής διπλωματίας επί Τράμπ; Ή μήπως η λύση είναι η επιλογή των παγκόσμιων κέντρων της νέας τάξης πραγμάτων που φυσικά ξεδιπλώνουν τους σχεδιασμούς τους για τον αφανισμό των εθνών; Αν οι λόγοι που το ζήτημα επιστρέφει εμπίπτουν σε σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ ή της Ε.Ε. ή του Σκοτεινού Άρχοντα των Σιθ από τον Πόλεμο των Άστρων, η πραγματικότητα είναι μία και είναι απλή. Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα επίλυσης μιας κανονικοποιημένης ανωμαλίας, καθώς εκατοντάδες κράτη έχουν αναγνωρίσει ένα Κράτος και κατά συνέπεια ένα έθνος και μια γλώσσα, κάτι που εμείς αρνούμαστε. Μιλάμε για Σκοπιανούς και Σκόπια όμοια σαν να μας αποκαλούσαν Αθήνα και Αθηναίους κάποιοι άλλοι. Στην καλύτερη περίπτωση αναφερόμαστε σε ΠΓΔΜ και πουγουδομίτες ή φυρομίτες και το θεωρούμε και ως παραχώρηση. Ποιος λαός σε ολόκληρο τον κόσμο και ποιο κράτος φέρει 25 χρόνια μετά την ανεξαρτησία του ένα όνομα μεταβατικό που αντιστοιχούσε σε μια προγενέστερη κρατική ομοσπονδιακή οργάνωση; Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο Χριστόπουλος λέει: η όλη κατάσταση έχει εδραιώσει στη χώρα μας μια νοοτροπία, στην οποία ο καθένας πετάει και από ένα όνομα. Λες ότι εσένα σε λένε Μελπομένη και σου λέω εγώ «Όχι, σε λένε Γιάννα». «Μα όχι, Μελπομένη». «Όχι, Νέα Μελπομένη » και πάει λέγοντας. Και ο Καρπόζηλος συμπληρώνει: Είναι σαν να λες για κάποιον εσαεί «είναι ο πρώην της Τασίας». Δεν πρέπει κάποια στιγμή να τον ονοματίσουμε;
8. Μα γιατί να μην το αφήσουμε ως έχει, γιατί να το σκαλίζουμε; Σαφώς. Η τακτική της στρουθοκαμήλου! Κι όταν θα μιλάμε για Μακεδονία και Μακεδόνες να βάζουμε εισαγωγικά, όταν μιλάμε για το κράτος τους να το λέμε «κρατίδιο» και όταν θέλουμε να τους απαξιώσουμε να μιλάμε στην καλύτερη περίπτωση για «Γυφτοσκοπιανούς». Την ίδια ώρα να βάζουμε βενζίνη στα πρατήριά τους γιατί είναι φτηνότερη, να ψωνίζουμε στα εμπορικά τους, να πηγαίνουμε στους οδοντιάτρους τους, να τζογάρουμε στα καζίνο τους αλλά να σκεπάζουμε με μαύρο το ΜΚ στα αυτοκίνητα, να εφευρίσκουμε τρόπους για να μη βλέπουμε το ΜΚD στις αθλητικές διοργανώσεις, να κρεμάμε στα μανταλάκια όσους τηλεπαρουσιαστές ευχηθούν «καλή επιτυχία στη Μακεδονία» σε μουσικούς διαγωνισμούς και να συνεχίσουμε να έχουμε αναρτημένους χάρτες με μια ανώνυμη χώρα στο κέντρο των Βαλκανίων.
Σε αυτή τη συνεχιζόμενη εθνική παράκρουση νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πάρουμε όλοι θέση. Και πρώτοι από όλους όσοι διακονούμε την γοητευτική αυτή επιστήμη: την Ιστορία. Η κοινότητά μας δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Όπως υπήρξαν πολιτικοί παράγοντες που έκαναν καριέρα πάνω στο Μακεδονικό έτσι υπήρξαν και ιστορικοί και άλλοι επιστήμονες που έθεσαν τον εαυτόν τους στην υπηρεσία του λεγόμενου εθνικού χρέους σαν να ήταν στελέχη των ενόπλων δυνάμεων της χώρας ή του διπλωματικού σώματος. Κάποιοι δε έφτασαν στο σημείο να προτείνουν ονομασίες εν είδη νονών με επιστημονικά εχέγγυα: Ιλλυρία, Δαρδανία, Παιονία και η λίστα είναι ατέλειωτη. Φτάσαμε στο σημείο οι ίδιοι οι ιστορικοί να αυτοϋπονομεύουμε την επιστήμη μας αρχικά με το να εγκαταλείπουμε την αναγκαία επιστημονική νηφαλιότητα στο όνομα μιας εθνικής αποστολής και αργότερα αρνούμενοι την δημόσια τοποθέτηση από τον φόβο της παρεξήγησης και του στιγματισμού. Στιγματισμού από ποιόν; Από ποιους; Ας αναρωτηθούμε…
Ο υπόπτων εθνικών φρονημάτων Νίκος Δήμου σημείωνε πριν λίγο καιρό: Μάθαμε όλοι στο σχολείο μία φράση τόσο επαναστατική, ανατρεπτική και τολμηρή, που απορώ πώς μπόρεσε να διεισδύσει εκεί μέσα. Είναι η γνωστή ρήση του Σολωμού: «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές». Μάθαμε τη φράση, αλλά ποτέ δεν την σκεφθήκαμε ώς το τέλος. Γιατί αν το κάναμε, θα είχαμε ανατρέψει τα μισά σχολικά μας βιβλία, που είναι γεμάτα εθνικιστικές υπερβολές. Με το ρητό του αυτό ο Διονύσιος Σολωμός, μέσα στην άνθιση του εθνικισμού, πραγματοποιεί την υπέρβασή του. Διαλύει αυτόματα τους εθνικούς μύθους επάνω στους οποίους βασίζεται κάθε υπέρ-πατριωτισμός. Η ιστορία γίνεται χώρος δικαίου. Αν ακολουθήσουμε την φράση του Σολωμού, ο πατριωτισμός γίνεται ένας νέος ανθρωπισμός. Αν κάνουμε σημαία μας την αλήθεια, τότε δεν χρειαζόμαστε πια πολλές σημαίες. Αν φτάσουμε να θεωρούμε εθνικό το αληθές, τότε πατρίδα όλων μας γίνεται μία: η αλήθεια.
Αυτή την αλήθεια έρχεται να υπηρετήσει τούτο το βιβλίο. Και αυτός είναι ο λόγος που καθιστά την ανάγνωσή του τόσο αναγκαία. Ίσως έτσι ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα κατανοήσει ότι ο ελληνικός εθνικισμός –όπως και ο κάθε εθνικισμός– θυμίζει την κωμικοτραγική ιστορία εκείνου του βασιλιά που επιζητούσε τον θαυμασμό για την εμφάνισή του ενώ ήταν ολόγυμνος.
Λάμπρος Φλιτούρης
Πηγή: Χρόνος