Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Έχουμε στα χέρια μας, πλέον, τη συμφωνία στο Eurogroup, η οποία, στο σημερινό πλαίσιο συσχετισμών, προδιαγράφει τα επόμενα βήματα για το κοινωνικό κράτος και την οικονομία. Ποια η πρώτη εκτίμησή σου γι’ αυτή;
Το θεμελιώδες αξιολογικό ερώτημα που προκύπτει από τη συμφωνία της 21ης Ιουνίου του Eurogroup συνίσταται στο εάν, στο βαθμό που την αφορά, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που περιλαμβάνει, θα ωθήσει την ελληνική οικονομία σε συνθήκες αναιμικής (μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ 1,5%-2% την περίοδο 2018-2060) ή δυναμικής ανάπτυξης (μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ τουλάχιστον 3,5% την περίοδο 2018-2060). Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο 1981-2009 ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ στην ελληνική οικονομία ήταν 2%, με συνεχή δανεισμό και επίπεδο κατανάλωσης δυσανάλογο των παραγωγικών της επιδόσεων. Κατά συνέπεια, το διακύβευμα για την ελληνική οικονομία και το κοινωνικό κράτος είναι αρκετά σοβαρό, με την έννοια ότι εάν επικρατήσουν στο μέλλον οι συνθήκες μίας αναιμικής ανάπτυξης, τότε οι επιδόσεις της δεν θα επαρκούν για να αντιμετωπίσουν την ανεργία, τις ανισότητες, να χρηματοδοτήσουν επαρκώς το σύστημα κοινωνικής προστασίας και να ανακόψουν, μεταξύ των άλλων, τα βασικά αίτια της μείωσης των γεννήσεων, της μετανάστευσης και της μείωσης του πληθυσμού κατά την περίοδο 2010-2018. Ως εκ τούτου, αποτελεί μονόδρομο για την ελληνική οικονομία και το κοινωνικό κράτος η εγκαθίδρυση συνθηκών μίας δυναμικής ανάπτυξης, στην κατεύθυνση προσανατολισμού των επενδύσεων (δημόσιες, ιδιωτικές, κ.λ.π.) στην τεχνολογική-καινοτομική αναβάθμιση της παραγωγικής της βάσης, στην τομεακή και κλαδική αναδιάρθρωση της αγροτικής, μεταποιητικής-βιομηχανικής παραγωγής, στην αύξηση των εξαγωγών διεθνώς εμπορεύσιμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και της αναβάθμισης του κοινωνικού κράτους.
Το ζήτημα της κατανάλωσης
Το κρίσιμο ερώτημα είναι να διακριβώσουμε τι περιθώρια ανάπτυξης επιτρέπει το πλαίσιο που καθορίστηκε, αυτά καθ’ εαυτά. Η κυβέρνηση μιλά για δυνατότητες που ανοίχθηκαν, σε ένα διάδρομο 10 – 15 ετών, να μπουν στέρεες βάσεις για να σταθεί στα πόδια της η οικονομία. Μπορεί να συμβεί αυτό; Ποια μέτρα πολιτικής θα το επαλήθευαν; Είναι εφικτά στο υπάρχον πλαίσιο εποπτείας και ορίων πολιτικής που ορίζονται;
Το πλαίσιο των όρων και των προϋποθέσεων που εμπεριέχονται στη συμφωνία, δεν ενεργοποιεί δύο κινητήριες δυνάμεις, μεταξύ των άλλων, της διαδικασίας ανάπτυξης: την αποταμίευση και την κατανάλωση, ώστε να δημιουργηθούν επενδυτικές συνθήκες μίας δυναμικής ανάπτυξης και αύξησης του ΑΕΠ -τουλάχιστον 3,5% κατά μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής- προκειμένου κατά το πρώτο μεσοπρόθεσμο διάστημα να μπορέσει η ελληνική οικονομία να απομακρυνθεί με βεβαιότητα από τις υφεσιακές επιπτώσεις της μνημονικής περιόδου. Στις συνθήκες αυτές η αναγκαία επενδυτική δυναμική επαφίεται στις άμεσες ξένες επενδύσεις, η στρατηγική των οποίων, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, δεν συνάδει πολλές φορές με τα αναπτυξιακά διακυβεύματα των χωρών υποδοχής. Γι΄ αυτό θεωρώ ότι το αναπτυξιακό μέλλον της ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο των περιορισμών και των δυνατοτήτων, αποτελεί την σοβαρότερη και κρισιμότερη, από άποψη πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πρόκληση των επόμενων δεκαετιών.
Ο μεγάλος κίνδυνος για την ελληνική οικονομία είναι να καθηλωθεί, για μακρό διάστημα, σε μια αναιμική ανάπτυξη και όχι δυναμική, που είναι απολύτως αναγκαίο αν θέλεις να καλύψεις την απώλεια του 25% του ΑΕΠ που έχει συμβεί. Εξάλλου οι μελέτες των δανειστών για την περίοδο 2020 – 2070 αυτό προβλέπουν και με βάση αυτό προτείνουν μέτρα και πολιτική! Πώς μπορεί να δραπετεύσουμε απ’ αυτό το φαύλο κύκλο;
Νομίζω ότι ο μεγάλος κίνδυνος για την ελληνική οικονομία είναι η επανάληψη της αναντιστοιχίας στόχου-αποτελέσματος των ασκούμενων πολιτικών των τριών μνημονίων (2010-2018), με την έννοια ότι στόχευαν στην εξισορρόπηση της ελληνικής οικονομίας και στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας των εξωτερικών πληρωμών της χώρας και αυτό επιτεύχθηκε μετά από οκτώ χρόνια με σημαντικές θυσίες της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, με παραγωγική, εισοδηματική και κοινωνική κατάρρευση και με επίπεδο χρέους από 123% του ΑΕΠ (280 δισ. ευρώ το 2009) να έχει αυξηθεί στο 185% του ΑΕΠ (330 δισ. ευρώ το 2018). Αυτό σημαίνει ότι εάν ο στόχος (δεκαετής διάρκεια ανάκτησης του απολεσθέντος εισοδήματος της χώρας και επιστροφής στο προ κρίσης βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού) του προγράμματος των δανειστών στεφθεί με αβεβαιότητα, τότε θα επιβεβαιωθεί στο μέλλον η μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε «αέναη αποικία χρέους».
Έχεις μελετήσει, στο παρελθόν, τους όρους που θα μπορούσε ο τουρισμός να αποτελέσει την αφετηρία για την ανάπτυξη της πρωτογενούς και εν μέρει της δευτερογενούς παραγωγής. Αυτούς τους τομείς θεωρείς στις μελέτες σου, ούτως ή άλλως, κινητήριες δυνάμεις για την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, αντιμετώπισης της ανεργίας και επανασύστασης του κοινωνικού κράτους, για να ξεφύγουμε από το μοντέλο το οποίο σχεδιάζουν άλλοι για μας και στηρίζεται στις υπηρεσίες, όχι την παραγωγή. Βλέπεις να επιδρά ήδη ο τουρισμός σ’ αυτή την κατεύθυνση; Πώς θα έπρεπε να σχεδιασθεί η πολιτική που συνδέει όλα αυτά;
Είναι γνωστό ότι η ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα δεν αξιοποίησε επαρκώς την αναβάθμιση της αναπτυξιακής του διάστασης με τη σύζευξη του, μέσω της δημιουργίας σε περιφερειακό επίπεδο ολοκληρωμένων συμπλεγμάτων δραστηριοτήτων (clusters), με τους άλλους τομείς και κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, το παρατηρούμενο αναπτυξιακό έλλειμμα αποτελεί πρόκληση αντιμετώπισης του κατά τα επόμενα χρόνια, αυξάνοντας, μεταξύ των άλλων, ακόμα περισσότερο από 20% του ΑΕΠ, από ποσοτική και ποιοτική άποψη, τη συμμετοχή του τουρισμού στο σχηματισμό του ΑΕΠ της χώρας μας. Στην κατεύθυνση αυτής της προώθησης των επιδράσεων του τουρισμού, μέσω των πολλαπλασιαστών, στη δυναμική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, επιβάλλεται κατά προτεραιότητα να αφορά όχι μόνο την προσέλκυση του αλλοδαπού τουριστικού ρεύματος, μέσω της βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας (χαμηλές τιμές, υψηλή ποιότητα), αλλά και την αύξηση του εγχώριου τουριστικού ρεύματος, το οποίο κατά την οκταετή περίοδο των μνημονίων μειώθηκε κατά 66%.
Ποιες οι παρατηρήσεις σου για την πορεία της απασχόλησης στην Ελλάδα; Τι προβλέπεις για το άμεσο και το απώτερο μέλλον της; Μια παρέμβαση εδώ της πολιτικής, τι μέτρα θα προέκρινε και στο επίπεδο της οικονομίας και στο επίπεδο της διαχείρισης του πολύ υψηλού, πάντοτε, ποσοστού ανεργίας;
Είναι φανερό ότι η στρατηγική καταπολέμησης της ανεργίας και προώθησης της απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη-μέλη, ιδιαίτερα μετά το 1990, κυριαρχείται από τις πολιτικές ευελιξίας, κάθε μορφής και περιεχομένου, στην αγορά εργασίας (αμοιβές, χρόνος εργασίας, κοινωνική ασφάλιση, μορφές απασχόλησης, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, κ.λ.π.). Το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών στα κράτη-μέλη συνίσταται στη στατιστική μείωση του επιπέδου της ανεργίας, μέσω της θεσμικής αποδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας, της εξατομίκευσης και της συρρίκνωσης των εργασιακών, κοινωνικο-ασφαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Στις συνθήκες αυτές το μέσο επίπεδο της ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 9% του εργατικού δυναμικού, με την ποσοτική και ποιοτική διεύρυνση των ανισοτήτων και της φτωχοποίησης των εργαζομένων. Στην Ελλάδα ιδιαίτερα κατά την οκταετή μνημονιακή περίοδο παρατηρούμε μία πλήρη αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας και μία εκτόξευση του επιπέδου της στατιστικής ανεργίας στο 28,5% (2013) και σταδιακή μείωση της στο 21,2% το Α’ τρίμηνο του 2018. Παράλληλα, η μερική απασχόληση και γενικότερα οι ευέλικτες μορφές εργασίας καταλαμβάνουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς εργασίας. Έτσι, το 2017 από τις νέες προσλήψεις το 54,9% ήταν με συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, ενώ οι προσλήψεις με συμβάσεις πλήρους απασχόλησης αποτελούσαν το 45,1% του συνόλου των εργαζομένων. Με αφετηρία αυτά τα δεδομένα υψηλού κόστους και μικρής απόδοσης για τους εργαζόμενους και τους ανέργους, επιβάλλεται η άσκηση πολιτικών αποτελεσματικής καταπολέμησης της ανεργίας στην κατεύθυνση της εναλλακτικής στρατηγικής «σταθεροποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας με αναβάθμιση της εργασίας και ρύθμιση της αγοράς εργασίας».
Από τον Σεπτέμβρη θα αποκατασταθούν κάποια κρίσιμα εργασιακά δικαιώματα και αυτό ήδη, μαζί με ρυθμίσεις που προστατεύουν ακραία εκτεθειμένους στην εκμετάλλευση εργαζόμενους, ωθούν όχι μόνο τον ΣΕΒ αλλά ευρύτερα τις συστημικές δυνάμεις στην επίθεση, να προστατεύσουν το μνημονιακό κεκτημένο τους, ως πολιτικές της «flexi – ανασφάλειας της απασχόλησης», όπως σημειώνεις σε ένα άρθρο και μαζί με τον υποψήφιο διδάκτορα Β. Μπέτση. Πώς βλέπεις να εξελίσσεται η αντιπαράθεση; Πώς μπορεί να ενισχυθεί η πολιτική στήριξης της συλλογικής θέσης των εργαζομένων;
Εκτιμώ ότι η αντιπαράθεση θα εξελιχθεί έντονα δεδομένου ότι η σταδιακή επέκταση των πολιτικών της flexi-ανασφάλειας της απασχόλησης ικανοποιούν μονομερώς και σε σημαντικό βαθμό τις ανάγκες των επιχειρήσεων και τη βελτίωση του επιπέδου της κερδοφορίας τους, υποβαθμίζοντας παράλληλα το βιοτικό επίπεδο (385 ευρώ μεικτά αμείβονται 629.687 εργαζόμενοι με ευέλικτη απασχόληση το 2017) σημαντικού τμήματος του εργατικού δυναμικού. Η στρατηγική που μπορεί να αποκαταστήσει τη θέση και το ρόλο της εργασίας στην παραγωγική διαδικασία, είναι η συσπείρωση των εργαζομένων στα συνδικάτα και η διεκδίκηση από μέρους τους της θεσμικής αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Το φαινόμενο της ουμπεροποίησης
Έχεις αναφερθεί στο φαινόμενο της ουμπεροποίησης (uberisation) της οικονομίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και των όσων συνεπάγεται για τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, στις διακρίσεις πάσης φύσεως και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζόμενων. Υπάρχει τρόπος αντιμετώπισής του; Δραστηριοποιούνται, εδώ, τα ευρωπαϊκά συνδικάτα;
Το φαινόμενο της ουμπεροποίησης της αγοράς εργασίας εγκαθιδρύθηκε και διευρύνεται με τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες εργασίας, καθώς και τις πλατφόρμες επαγγελματικής και οικονομικής δραστηριότητας. Η σταδιακή διεύρυνσή του συμβάλλει στην ανατροπή του μοντέλου του κοινωνικού κορπορατισμού και της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, εγκαθιδρύοντας στη θέση του το μοντέλο του εξατομικευμένου κορπορατισμού (λόμπυ εξατομικευμένων συμφερόντων), υπονομεύοντας την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική αλληλεγγύη. Οι συνέπειές του δεν περιορίζονται μόνο στη διεύρυνση των οικονομικών και των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά επεκτείνονται ανησυχητικά και στη διεύρυνση των διακρίσεων με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, το φύλο, τον τόπο γέννησης και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων, σε βαθμό που να ακυρώνονται οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις συγκρότησης δημοκρατικών κοινωνικών κινημάτων παρεμπόδισης, της εγκαθίδρυσης των συγκεκριμένων συνθηκών στην ευρωπαϊκή και διεθνή οικονομία. Έτσι, εάν κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια, οι διεθνείς και ευρωπαϊκές δημοκρατικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις δεν ανατρέψουν τις συνθήκες αυτές, τότε η επικρατούσα στρατηγική επιλογή ανάπτυξης της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας θα είναι τεχνολογικο-οικονομικά κατατμημένη, κοινωνικά κατακερματισμένη και εργασιακά υποβαθμισμένη.
Ξανά στην επικαιρότητα το συνταξιοδοτικό που τόσο καλά γνωρίζεις. Πού βρίσκεται σήμερα ως ζήτημα το ασφαλιστικό; Οι υπάρχουσες τάσεις σε τι μέλλον οδηγούν;
Δεδομένου ότι το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα αποτελεί υποσύστημα του ευρύτερου οικονομικού συστήματος, ήταν αναμενόμενο ότι οι συνέπειες των ασκούμενων περιοριστικών και υφεσιακών πολιτικών των μνημονίων θα έπλητταν από πολλές πλευρές (ανεργία, ευελιξία, χαμηλοί μισθοί, γήρανση του πληθυσμού, απομείωση του αποθεματικού κεφαλαίου, κ.λ.π.) το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας μας. Στις συνθήκες αυτές αναδεικνύεται η αναγκαιότητα επαναπροσέγγισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προκειμένου να ανακοπεί η τάση των περαιτέρω μειώσεων των συντάξεων και επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων. Ταυτόχρονα, απαιτείται να ενεργοποιηθούν τα αναπτυξιακά και κοινωνικο-ασφαλιστικά στοιχεία της κοινωνικής αποταμίευσης, στο πλαίσιο της στρατηγικής επιλογής της δυναμικής ανάπτυξης και μίας αντίληψης διανεμητικότητας και όχι εξατομίκευσης και ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης ή ιδιοποίησης του αποθεματικού της κεφαλαίου από το κράτος. Από την άποψη αυτή, αποτέλεσε σοβαρό επιστημονικό και πολιτικό λάθος από το 2010 και μετά, η σύνδεση των οικονομικών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους και με τα πλεονάσματα, παραγνωρίζοντας την οικονομική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η ιδιοκτησία των καταβαλλόμενων εισφορών δεν ανήκει στο κράτος, όπως οι φόροι, αλλά ανήκει στους ασφαλισμένους, τους συνταξιούχους και τις νέες γενεές.
Οι συντάξεις δεν πρέπει να κοπούν
Έχεις πρόσφατα επιχειρηματολογήσει –μαζί με τον Β. Μπέτση– γιατί δεν πρέπει να μειωθούν οι συντάξεις. Να συνοψίσουμε την επιχειρηματολογία σας; Το θέμα είναι τραγικά ανοιχτό.
Σε αντίθεση με την άποψη του ΔΝΤ, ορισμένων φορέων και σχολιαστών στη χώρα μας, για την αναγκαιότητα περικοπής των συντάξεων (κύριων και επικουρικών), από σχετική πρόσφατη μελέτη μας προκύπτει, με ποσοτικά τεκμηριωμένο τρόπο, ότι η μη περικοπή των συντάξεων την 1/1/2019: πρώτον, δεν απειλεί τη μνημονιακή δέσμευση της χώρα μας για διατήρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριες και επικουρικές συντάξεις) κάτω του 16% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, δεδομένου ότι από 17,1% του ΑΕΠ το 2017, προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 10,6% του ΑΕΠ το 2070, ενώ ο μέσος όρος της συνταξιοδοτικής δαπάνης των χωρών της ΕΕ των 27 θα διαμορφωθεί στο επίπεδο του 11,4% του ΑΕΠ. Δεύτερον, δεν παρεμποδίζει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα, μέσω του πολλαπλασιαστή των συντάξεων συμβάλλει στην ώθηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Τρίτον, δεν ανατρέπει τη μακροχρόνια (2018-2060) βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) και, τέταρτον, δεν καταστρατηγεί την αρχή της αλληλεγγύης των γενεών στο ΣΚΑ στη χώρα μας. Επιπλέον, αποτρέπει τη διατήρηση του λάθους, ανακόπτει τη διεύρυνση της φτωχοποίησης του συνταξιοδοτικού πληθυσμού, του οποίου το μοναδικό εισόδημα είναι η σύνταξη και διασώζει την κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, με ό,τι αυτό θετικά συνεπάγεται για την κοινωνικο-οικονομική και πολιτική σταθερότητα.
Ανακατανομή των πόρων αντί των ανθρώπων
Όλο και περισσότερο στη συζήτηση για το ασφαλιστικό, υπεισέρχεται και το δημογραφικό. Τι τάσεις διαμορφώνονται στην Ελλάδα; Θα πρότεινες κάποια μέτρα πολιτικής;
Καταρχάς κατά τη μνημονιακή περίοδο μειώθηκε ο πληθυσμός της χώρας μας κατά 3,2% (355.000 άτομα), δηλαδή από 11.123.000 άτομα το 2011 σε 10.768.000 άτομα το 2017. Παράλληλα, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πληθυσμός της χώρας μας το 2070 προβλέπεται ότι θα είναι 7.660.000 άτομα, το εργατικό δυναμικό προβλέπεται ότι θα είναι 3,1 εκατ. άτομα και ο αριθμός των συνταξιούχων θα είναι 3,05 εκατ. άτομα. Οι δυσμενείς αυτές δημογραφικές εξελίξεις στη χώρα μας, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη μας, επηρεάζουν αρνητικά το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ. Πράγματι, εάν η επιδίωξη της ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ είναι 2%, τότε λόγω της αρνητικής επίδρασης της γήρανσης του πληθυσμού στην αύξηση του ΑΕΠ, στην πραγματικότητα θα απαιτείται ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ κατά 4%. Το εύρημα αυτό αναδεικνύει πόσο δύσκολη θα είναι στο μέλλον η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στην Ελλάδα, λόγω μεταξύ των άλλων του γηρασμένου εργατικού δυναμικού. Επιπλέον, η γήρανση του εργατικού δυναμικού και η αρνητική επίδραση στον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) μόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ορίου ζωής κατά 1,3 δισ. ευρώ το έτος για την περίοδο 2017-2057. Στη δημογραφική αυτή προοπτική, επιβάλλεται στην Ευρώπη και την Ελλάδα η έγκαιρη και έγκυρη διαμόρφωση και υλοποίηση μίας ολοκληρωμένης δημογραφικής πολιτικής, προκειμένου να ανακοπούν αποτελεσματικά και έγκαιρα, μεταξύ των άλλων, η μείωση των γεννήσεων, η μετανάστευση, η γήρανση του πληθυσμού και οι συνέπειες τους στην εγκαθίδρυση συνθηκών μίας δυναμικής ανάπτυξης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομία οι στρατηγικές επιλογές ανάπτυξης και δημογραφίας των οικονομικών και κοινωνικών σχηματισμών είναι σαφείς και καθαρές. ΄Η επιλέγεται η ανακατανομή των πόρων, επιδιώκοντας με τον ένα ή άλλο τρόπο την ευημερία των πληθυσμών, ή επιλέγεται η ανακατανομή των ανθρώπων, προκαλώντας την προσφυγιά, τη μετανάστευση, τη φτωχοποίηση των πληθυσμών και τη διεύρυνση του χάσματος πλουσίων και φτωχών χωρίς, ουσιαστικά, να επιλύεται η επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος.
Πηγή: Η Εποχή