Οτιδήποτε επιχειρηθεί ν΄ αλλάξει στην εργασιακή ζούγκλα που θεμελιώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης και των μνημονίων προκαλεί αμέσως οξύτατες αντιδράσεις και δέσμη επικρίσεων από «σοβαρούς» αναλυτές ότι έτσι «χαλάει το επενδυτικό κλίμα» και «διώχνει τις επενδύσεις». Αυτό ζήσαμε και την προηγούμενη εβδομάδα με αφορμή την κατάθεση από το υπουργείο Εργασίας ενός νομοσχεδίου–σκούπα που ρυθμίζει πολλά «μικρά» πράγματα, που είναι όμως πολύ «μεγάλα» για την ζωή και τις συνθήκες εργασίας των πιο ακραία εκμεταλλευομένων εργαζομένων στο σύγχρονο αχαλίνωτο καπιταλισμό. Αυτών που έχουν εφευρεθεί για να εργάζονται χωρίς δικαιώματα (καθαρίστριες/ες, φύλακες, υπάλληλοι κ. ά.)
Στο νομοσχέδιο με τον τίτλο «Ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις – αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας – ενίσχυση της πρότασης των εργαζομένων – επιτροπεία ασυνόδευτων ανηλίκων και άλλες διατάξεις» μια διάταξη συγκέντρωσε τα περισσότερα πυρά: αυτή που ρυθμίζει το καθεστώς των εργαζομένων σε εργολαβικές εταιρείες. Προβλέπεται η «συνευθύνη» των «εργολάβων» με τους κανονικούς εργοδότες, δηλαδή των μεγάλων εταιρειών που ο εργολάβος προμηθεύει εργαζόμενους. Αυτό είναι όμως μια ανατροπή.
Ως τώρα η αυθαιρεσία και η υπερεκμετάλλευση γινόταν, διότι η ανάδοχος εταιρεία κρυβόταν πίσω από τον εργολάβο που έκανε ότι ήθελε, ενώ στην πραγματικότητα τα υπερκέρδη από αυτές τις πρακτικές ήταν γι΄ αυτήν. Τώρα προβλέπεται ότι «η επιχείρηση που αναθέτει ένα έργο σε μία τρίτη εταιρεία, θα ευθύνεται εξίσου για ό,τι έχει να κάνει με τους εργαζόμενους που θα απασχολήσει η εταιρεία αυτή. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να καταβάλει (η επιχείρηση που ανέθεσε το έργο) μισθούς, ασφαλιστικές εισφορές, αποζημίωση απόλυσης σε περίπτωση που η εργολαβική εταιρεία αθετήσει τις υποχρεώσεις της. Πράγμα πάρα πολύ συνηθισμένο ακόμη και από «αξιοσέβαστες» εταιρείες που, ενώ επαίρονται, διαπνέονται από αισθήματα «εταιρικής ευθύνης».
Η αντίδραση ήταν άμεση, σκληρή και συντονισμένη. Μιλάμε, βέβαια, για μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Υπολογίζεται, π.χ. ότι στο χρηματοπιστωτικό τομέα αποτελούν το 10%. Στην πραγματικότητα αυτοί οι εργαζόμενοι εργάζονται ως ενοικιαζόμενοι, αλλά χωρίς τα δικαιώματά τους. Δύο απ΄ αυτά είναι: η ίση αμοιβή του δανειζόμενου προσωπικού με το τακτικό προσωπικό και η υποχρέωση πρόσληψης του εργαζόμενου από τον έμμεσο εργοδότη μετά από χρονικό διάστημα 36 μηνών.
Ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, οι εργοδότες να αντιδράσουν. Με κοινή τους επιστολή, οι ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ και ΣΕΤΕ ζητούν την απόσυρση της διάταξης που ρυθμίζει τα θέματα των εργολαβιών και υπεργολαβιών. Υπήρξε το ανάλογο, ξεχωριστό αίτημα του ΣΕΒ, τον οποίο το υπουργείο Εργασίας κατηγόρησε ότι «είναι αντίθετος στην επιβολή κανόνων για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων». Ο ΣΕΒ με κομψό τρόπο υποστήριξε ότι «χρειάζεται μία πιο προσεκτική προσέγγιση στο πρόβλημα, ώστε να μη δημιουργείται πρόσθετο βάρος στις επιχειρήσεις».
Την απάντηση σ΄ αυτά τα εξ αρχής ταξικά επιχειρήματα έδωσαν οι εργαζόμενοι όταν παρενέβησαν στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής. Η Βασιλική Χριστοπούλου, πρόεδρος του Συλλόγου Δανειζομένων Προσωπικού Τραπεζικού Τομέα, αποκάλυψε το τέχνασμα. Υποστήριξε ότι «με το πρόσχημα του “έργου”, οι τράπεζες δανείζονται προσωπικό από εταιρείες, ικανοποιώντας τον διακαή τους πόθο να απασχολούν εργαζόμενους που δεν ανήκουν σε σωματείο, δεν καλύπτονται από συλλογική σύμβαση, μετατρέπονται εύκολα σε μερικής απασχόλησης, απολύονται πανεύκολα και ξαναπροσλαμβάνονται με χειρότερους όρους, αν χρειαστεί». Γι΄ αυτό, ασφαλώς, αντέδρασαν.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή