Macro

Ανάπτυξη και αριστερή στρατηγική: νέα αναγκαία βήματα

Δεν αρνείται κανείς τις επιτυχίες της κυβέρνησης, τόσο σχετικά με την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, όσο και στο διπλωματικό επίπεδο, αν επισημάνει ότι χρειάζεται να επαναπροσδιοριστεί η αναπτυξιακή στρατηγική. Για να αξιολογηθεί, βέβαια, η πορεία της κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα, πρέπει να ξεκινήσει κανείς από τα τεράστια εμπόδια που αντιμετώπισε. Τη δυνατότητα, αφενός, των δανειστών να ασκήσουν ανυπέρβλητες πιέσεις απέναντι σε μια κυβέρνηση, αλλά και μια Αριστερά, που δεν είχε στη διάθεσή της, ούτε μπορούσε να επεξεργαστεί, ένα διαφορετικό προσανατολισμό, πέρα από ένα συμβιβασμό. Στη συνέχεια βρέθηκε αντιμέτωπη η κυβέρνηση αυτή, όχι μόνο με τις δραματικές επιπτώσεις των δύο μνημονίων αλλά και με τα κατάλοιπα των διαχειρίσεων του παρελθόντος: ένα τοπίο σε όλη τη χώρα ανολοκλήρωτων και πολλές φορές άχρηστων έργων, ένα πλήθος καταστροφών του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, ένα θεσμικό πλαίσιο σημαδεμένο από το γενικευμένο πελατειακό σύστημα, μια διοίκηση διαβρωμένη από συμφέροντα και νησίδες κορπορατισμών. Αυτά τα εμπόδια, ήταν και παραμένουν ισχυρά μέτωπα αντίστασης του παλαιού καθεστώτος, που για να αντιμετωπιστούν χρειάζεται χρόνος, εφευρετικότητα και σκληρή κάθε φορά μάχη σε πολλά μέτωπα. Πρόκειται εξάλλου για προβλήματα που θα βρει μπροστά της οποιαδήποτε αριστερή κυβέρνηση σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα.

Οι εκκρεμότητες είναι επομένως πολλές. Μετά τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών και τη δημιουργία κάποιου χώρου για την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, μετά μια διαχείριση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που κουβαλάει αδυναμίες του κληρονομημένου συστήματος, αλλά είναι έντιμη και ευαίσθητη ως προς τις ανάγκες των υποδομών και των κοινωνικών υπηρεσιών, έχει κάνει την εμφάνισή της η πρόκληση της ανάπτυξης και επομένως της αύξησης της απασχόλησης, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση πολύ σοβαρών περιβαλλοντικών και κοινωνικών προκλήσεων. Είναι η στιγμή που πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η κάλυψη ενός παραγωγικού κενού της τάξης του 25 με 30% του ΑΕΠ και η δραστική μείωση μιας πραγματικής ανεργίας που υπερβαίνει αισθητά το 20%, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν με μερικές ξένες επενδύσεις και αλλαγή του «επιχειρηματικού κλίματος». Δεν υπάρχει παράδειγμα αναγέννησης με τέτοια εμβέλεια μιας καπιταλιστικής οικονομίας, από τη στιγμή μάλιστα που το θεσμικό πλαίσιο άσκησης αναπτυξιακών πολιτικών είναι σε καθοριστικό βαθμό το ίδιο που οδήγησε στην κατάρρευση. Έχει έρθει δηλαδή η στιγμή να απορριφθεί η λογική της χρηματοδότησης πληθώρας μεμονωμένων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, κατά κύριο λόγο μεσαίων, μικρών και πολύ μικρών, και πληθώρας απομονωμένων έργων, και να εισαχθεί μια αποφασιστική αλλαγή κουλτούρας, με την υιοθέτηση της πρακτικής του Αναπτυξιακού Σχεδιασμού με στόχους, και συνδυασμούς παρεμβάσεων, δράσεων και θεσμικών ενεργειών και με κατάλληλες δομές υποστήριξης των παραγωγικών πρωτοβουλιών. Μια αλλαγή που θα έχει πριν απ’ όλα ως αποτέλεσμα την ουσιαστική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων.

Σχεδιασμένη διαχείριση του περιβάλλοντος

Το ζήτημα του σχεδιασμού δεν αφορά μόνο την αποτελεσματικότητα των αναπτυξιακών πολιτικών, καθώς αποτελεί τη μόνη δυνατή προσέγγιση απέναντι σε στρατηγικές προκλήσεις, οι οποίες θέτουν με νέους όρους τα ζητήματα της βιωσιμότητας, πολύ μακριά πλέον από τη νοσταλγία της 30ετούς ανάπτυξης στον ευρωπαϊκό φορντιστικό πυρήνα. Η ανάπτυξη σε διεθνές, και πόσο μάλλον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βρίσκεται πολύ κοντά στη στασιμότητα και η συνεχιζόμενη υπερχρέωση θα οδηγήσει σε νέα διεθνή τραπεζική κρίση, αργά ή γρήγορα. Η περιβαλλοντική κρίση, δεν περιορίζεται στην ορατή απειλή των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά περιλαμβάνει και συσσωρεύσεις προβλημάτων που αφορούν λ.χ. το νερό ή τα απόβλητα. Με αποτέλεσμα η σχεδιασμένη διαχείριση του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων να αποτελεί κορυφαία προϋπόθεση πολιτικών προστασίας της κοινωνίας, καταπολέμησης των ανισοτήτων και ανάπτυξης της υλικής παραγωγής. Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, είτε ως πρακτική των ελληνικών τραπεζών, είτε ως διαχείριση της χρηματοπιστωτικής κρίσης από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή στενότητα πόρων. Εξαιτίας της απομύζησης πόρων από τους δανειστές, αλλά και της αδυναμίας των ελληνικών συστημικών τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την οικονομική δραστηριότητα. Η αξιοποίηση των χαμηλών επιτοκίων που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, δεν παύει να είναι δανεισμός, η διαχείριση του οποίου εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από την αποτελεσματικότητα των αναπτυξιακών πολιτικών.

Αλλαγή προσέγγισης των αναπτυξιακών εργαλείων

Σε αυτές τις συνθήκες και σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, ο αναπτυξιακός σχεδιασμός πρέπει να υιοθετήσει νέες κατευθύνσεις που πρέπει να μας απομακρύνουν από την επικίνδυνη ψευδαίσθηση ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας «κανονικής» αναπτυξιακής πορείας. Χρειάζεται, αφενός, να πραγματοποιηθεί μια αλλαγή προσέγγισης των αναπτυξιακών εργαλείων πολιτικής, ώστε να βασιστούν σε τοπικούς και περιφερειακούς σχεδιασμούς και να κατευθυνθούν κατά προτεραιότητα στην υποστήριξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, αλλά και συλλογικών μορφών οργάνωσης της παραγωγής στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Η αύξηση της απασχόλησης και η ανασυγκρότηση ενός κοινωνικού ιστού μέσω της πολύπλευρης αναβάθμισης του κόσμου της εργασίας, πρέπει να αποτελέσει βασικό άξονα. Χρειάζεται επίσης να στραφεί σε μεγάλο βαθμό η αναπτυξιακή στρατηγική και προς την εσωστρεφή ανάπτυξη ώστε να πραγματοποιηθεί σε εκτεταμένη κλίμακα υποκατάσταση εισαγωγών και κάλυψη τοπικών καταναλωτικών αναγκών. Η υιοθέτηση το συντομότερο δυνατό συμπληρωματικών μέσων πληρωμής, που θα εκδίδονται από δημόσιες αρχές και θα επιστρέφουν σε αυτές μέσω της φορολογίας, θα ευνοούσε με πρωτοφανή τρόπο το σχεδιασμό της τοπικής ανάπτυξης, και θα αποτελούσε ένα ισχυρό εργαλείο άμυνας απέναντι στις συνεχιζόμενες πιέσεις των δανειστών, και τη στενότητα χρηματικών πόρων.
Οι πολιτικές που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, των φυσικών πόρων, αλλά και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να εγκαταλείψουν τις λογικές της αργής «προόδου» και να υιοθετήσουν σχέδια με συγκεκριμένους στόχους και χρονοδιαγράμματα, βασισμένα σε αξιόπιστες προβολές. Τα ζητήματα του περιβάλλοντος είναι σήμερα ζωτικής και πρωτεύουσας σημασίας σε ό,τι αφορά την κοινωνική συνοχή και τη βιωσιμότητα της υλικής παραγωγής. Οι θεσμοί που σχεδιάζουν, υιοθετούν και υλοποιούν τις σχετικές πολιτικές, πρέπει να αποκτήσουν τις κατάλληλες γνώσεις και εργαλεία. Εξάλλου έχει παρέλθει η εποχή που ο «ευαίσθητος μεσοαστός» πίστευε ειλικρινά ότι η ανάπτυξη, δηλαδή η μεγέθυνση του προϊόντος της οικονομίας χωρίς όρια, είναι το κλειδί της ευημερίας και για τους φτωχότερους. Σήμερα, οι περιορισμοί που θέτουν τα περιβαλλοντικά ζητήματα, η ανάγκη να αναδιοργανωθεί η παραγωγή με ορίζοντα τη βιωσιμότητα, η άμεση ανάγκη να εξαλειφθούν οι κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες, θέτουν τα όρια μέσα στα οποία πρέπει να σχεδιαστούν οι αναπτυξιακές πολιτικές. Οι πολιτικές για μια ανάπτυξη που μπορεί τότε να ονομαστεί και «δίκαιη».

Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν

Πηγή: Η Εποχή