Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια πολύ σημαντική διάσταση της τρομακτικά επικίνδυνης αποθράσυνσης της Ακροδεξιάς που παρατηρούμε αυτές τις μέρες έχει να κάνει –όπως επισημαίνεται από πολλούς, και ιδίως από τις στήλες τούτης της εφημερίδας– με τις λυσσαλέες προσπάθειες του κόμματος της Δεξιάς να ρίξει την κυβέρνηση με κάθε μέσο.
Είτε ωθώντας πολλαχώς τους βουλευτές των ΑΝ.ΕΛΛ. σε αποστασία είτε ενθαρρύνοντας και καλλιεργώντας ένα κλίμα «λαϊκής αγανάκτησης» απέναντι στην κυβέρνηση των «εθνοπροδοτών», η βιασύνη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία, ενώ είναι κάτι που εμφανώς χαρακτήριζε σχεδόν εξαρχής την αντιπολιτευτική της τακτική, τώρα, με τα συλλαλητήρια «για τη Μακεδονία», την πρόταση δυσπιστίας, τη βίαιη τρομοκράτηση υπουργών, βουλευτών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, έχει προσλάβει «σάρκα και οστά».
Με άλλα λόγια, δεν εξαντλείται πλέον σε ένα επίπεδο πολιτικής ρητορείας, αλλά εκδηλώνεται με συγκεκριμένες πράξεις – είτε άμεσα, με ενέργειες θεσμικού χαρακτήρα, είτε έμμεσα, προκαλώντας ή τηρώντας μια «ένοχη σιωπή» απέναντι σε πράξεις εξωθεσμικού ή ακόμη και πασιφανώς βίαιου και παράνομου χαρακτήρα.
Αλλά υπάρχει και μια βαθύτερη πλευρά του ζητήματος – που όμως κατά καμία έννοια δεν αναιρεί τη σημασία των παραπάνω. Ας διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση: Αν το ιδεολογικό «κλίμα» γύρω από το Μακεδονικό ήταν διαφορετικό –αν δηλαδή ο κόσμος στην Ελλάδα στη συντριπτική του πλειονότητα ήθελε να λυθεί το πρόβλημα περίπου με τον τρόπο που συμφωνήθηκε στις Πρέσπες–, τότε είναι περίπου βέβαιο ότι, με εξαίρεση τη Χρυσή Αυγή, σύσσωμη η αντιπολίτευση θα ασκούσε μια διαμετρικά αντίθετη κριτική: ότι η συμφωνία δεν ήταν αρκετά τολμηρή, ότι καθυστέρησε, ότι στηρίχτηκε σε βήματα που είχαν ούτως ή άλλως επιτευχθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις κ.ο.κ.
Τούτο δεν το επισημαίνω για να θυμίσω τον –προφανή, άλλωστε– καιροσκοπισμό της Ν.Δ., που διαφάνηκε και στην αλλαγή της στάσης της μετά το πρώτο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Αλλά για να εστιάσω την προσοχή μας στην άλλη πλευρά της συγκεκριμένης σχέσης αιτίου – αιτιατού. Ητοι, στις ιδεολογικές και κοινωνικές εκείνες συνθήκες που αποτελούν ακριβώς την αιτία για να εκδηλωθεί ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός της Δεξιάς.
Εστω και αν «δεν συγκρίνονται» σε μέγεθος τα συλλαλητήρια του 2018 με τα αντίστοιχα του 1992, είναι βέβαιο ότι ο φανατισμός στο εν λόγω ζήτημα αναβίωσε, σε κλίμακα αρκούντως μαζική ώστε να είναι και ανησυχητική, και με μια ακροδεξιά επιθετικότητα που παλαιότερα δεν υπήρξε τόσο έντονη. Ισως κιόλας επειδή τότε η καθολική συναίνεση στο συγκεκριμένο ζήτημα ήταν σχεδόν αδιαμφισβήτητη.
Σε αυτήν ακριβώς την «παλαιά συναίνεση» θέλω να αναφερθώ εδώ. Τόσο σε βιβλία μου (αναλυτικά) στο μακρινό (1995) και πιο πρόσφατο (2016) παρελθόν όσο και σε άρθρα μου (συνοπτικά) κατά τους τελευταίους μήνες, έχω κατ’ επανάληψη επισημάνει τον καθοριστικό ρόλο που επιτέλεσαν τα νεοσύστατα τότε (αρχές δεκαετίας 1990) ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια στη δημιουργία εθνικιστικού κλίματος που σταδιακά συμπαρέσυρε σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας.
Γίνομαι κουραστικός σε αυτό, διότι τείνουμε να λησμονούμε ότι ο εθνικισμός του Mega, του ANT1, του Σαμαρά και του Παπαθεμελή προϋπήρχε του εθνικισμού του Γκρούεφσκι.
Οταν σήμερα ακροδεξιοί δημοσιογράφοι έχουν το θράσος να δηλώνουν ότι «η υπεράσπιση των Μακεδόνων δεν είναι άκρο, είναι το κέντρο», αυτό ακριβώς εννοούν. Ηταν όντως μια –κατασκευασμένη από τα ΜΜΕ, έστω– συναίνεση τότε ο ακραίος εθνικισμός στο συγκεκριμένο ζήτημα, στην οποία συμμετείχε κατά μέγα μέρος δυστυχώς και η Αριστερά. Συναίνεση που έχει αφήσει ανεξίτηλα τα χνάρια της. «Παλιές αμαρτίες» πληρώνουμε τώρα, αναμφίβολα – ως κοινωνία αλλά και ως Αριστερά.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα. Οσο και αν οι αριστεροί δημοσιογράφοι προσπαθούν να ανακαλύψουν διχόνοιες στη δεξιά παράταξη μεταξύ «καραμανλικών» ή «φιλελεύθερων» αφενός και ακροδεξιών αφετέρου, φοβάμαι πως η ενότητα της ελληνικής Δεξιάς σε αυτό το ζήτημα είναι πολύ πιο αρραγής απ’ όσο θα θέλαμε ως αριστεροί.
Εξ ου και η εύκολη μετατόπιση της ηγεσίας της Δεξιάς προς τα ακροδεξιά. Πότε η ελληνική Δεξιά και οι κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί, τουλάχιστον από τη δικτατορία του Μεταξά κι έπειτα, είχαν απόψεις που τη διαφοροποιούσαν ριζικά από την Ακροδεξιά, με πιθανή εξαίρεση τα λίγα χρόνια μετά την πτώση της χούντας το 1974; Πότε οι κυρίαρχες ταξικές δυνάμεις στη σύγχρονη Ελλάδα αποπειράθηκαν να ασκήσουν ηγεμονία με όρους δημοκρατίας και Διαφωτισμού;
Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη χαίρεται με τα φαινόμενα τύπου Σώρρα, δεν δυσανασχετεί. Αλλωστε, ο νεοφιλελεύθερος παράδεισος της ευέλικτης εργασίας και των πειθαρχημένων καταναλωτών ουδόλως ασύμβατος είναι με τον σκοταδισμό.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών