Macro

Η εθνικιστική εκτροπή και η μιζέρια της αντιπολίτευσης

Η συμφωνία που υπογράφηκε στις Πρέσπες επιλύει την 25ετή διαφορά με τον βόρειο γείτονά μας. Με τη λύση αυτή απελευθερώνεται η εξωτερική πολιτική μας: η Ελλάδα θα μπορεί να παίξει τον πρωτεύοντα ρόλο που της αρμόζει στα Βαλκάνια, ενώ θα μπορεί να ασχοληθεί απερίσπαστα με τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει στην οικονομία και με τον ανατολικό μας γείτονα.

Η επίλυση του Μακεδονικού αποτελεί και μείζονα συμβολή στη σταθερότητα της περιοχής, όπου συσσωρεύονται σύννεφα γεωπολιτικών ανταγωνισμών, εθνικιστικών διαιρέσεων και υποχωρήσεων της δημοκρατίας. Η συμφωνία είναι μία από τις λίγες σήμερα θετικές εξελίξεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εξ ου και οι πανηγυρισμοί από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας και από όλες τις πολιτικές παρατάξεις στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια.

Οι πάντες γνωρίζουν ότι η συμφωνία αυτή είναι καλύτερη με διαφορά για την ελληνική πλευρά σε σχέση με όσα θα μπορούσε να πετύχει τις τελευταίες δύο και πλέον δεκαετίες. Αυτό οφείλεται βέβαια στο «παράθυρο ευκαιρίας» που άνοιξαν η δημοκρατική αλλαγή στη γείτονα και η διεθνής συγκυρία, αλλά ασφαλώς και στο θάρρος που επέδειξε η κυβέρνηση Τσίπρα, παραμερίζοντας το βέβαιο πολιτικό κόστος και τις αντιρρήσεις του κυβερνητικού εταίρου.

Με τη συμφωνία ικανοποιούνται όλες οι λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» μας: σύνθετη ονομασία, erga omnes και για εσωτερική χρήση, συνταγματική κατοχύρωση. Ικανοποιείται δε και ένας άλλος όρος που ορθά τόνισε ο πρωθυπουργός ως θεμελιώδη και για το δικό μας συμφέρον: ο σεβασμός της ταυτότητας και της αξιοπρέπειας του γείτονά μας. Διότι αποβλέπουμε σε μια στρατηγική σχέση φιλίας και συνεργασίας. Αν ταπεινώναμε τον γειτονικό λαό, μια τέτοια σχέση θα ήταν αδύνατη. Αντίθετα, θα τον ρίχναμε στην αγκαλιά του εθνικισμού και του κάθε αντιπάλου μας.

Αντίρρηση στη συμφωνία είναι αναμενόμενο να έχουν η Χρυσή Αυγή, οι ΑΝ.ΕΛΛ., η Ενωση Κεντρώων, καθώς και πατριδοκάπηλοι που εμφιλοχωρούν στη Ν.Δ. και στο ΠΑΣΟΚ. Δεν θα περίμενα εξάλλου η αντιπολίτευση να συγχαρεί -όπως τους αξίζει- Τσίπρα και Κοτζιά. Θα περίμενα όμως η επίσημη θέση της Ν.Δ. και του ΚΙΝ.ΑΛΛ. να είναι υπέρ της συμφωνίας, έστω και με κάποιες επιφυλάξεις. Ομως η στάση της ηγεσίας των κομμάτων αυτών ξεπερνάει κάθε όριο εξαλλοσύνης και μιζέριας και μαρτυρεί ένα πολιτικό σύστημα που νοσεί βαριά.

Η ηγεσία της Ν.Δ. έχει προσχωρήσει πλήρως στις ακραίες θέσεις της ακροδεξιάς της πτέρυγας, ενώ καταφεύγει και σε απίθανες διαδικαστικές και θεσμικές ακροβασίες:

– Ως προς την ουσία, υπαναχωρεί από τη σύνθετη ονομασία που η ίδια είχε εισαγάγει ως «εθνική θέση», χρησιμοποιώντας μάλιστα ακραίες εκφράσεις περί «εθνικής υποχώρησης», «μειοδοσίας», ακόμη και «προδοσίας». Κατηγορεί την κυβέρνηση πως δεν ακούει το «μήνυμα» των συλλαλητηρίων του μίσους, «μήνυμα» που συνίσταται ακριβώς στην απόρριψη της σύνθετης ονομασίας, δηλαδή κάθε λύσης. Καταγγέλλει πως «δώσαμε» γλώσσα και εθνότητα στην άλλη πλευρά, την ώρα που γνωρίζει ότι δεν θα μπορούσαμε να «δώσουμε» κάτι που οι γείτονες είχαν ήδη. Πως η Ελλάδα δεν διεκδικεί ούτε μακεδονική γλώσσα ούτε μακεδονικό έθνος και πως τη μακεδονική γλώσσα είχαν αποδεχτεί κυβερνήσεις της Δεξιάς ήδη πριν από δεκαετίες.

– Ως προς τη διαδικασία: Η Ν.Δ. δηλώνει αρχικά πως εξαρτά την ψήφο της από την ψήφο του Πάνου Καμμένου. Στη συνέχεια, ζητά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παρέμβει για να εμποδίσει τη συμφωνία, κατά κατάφωρα αντισυνταγματικό τρόπο. Αμφισβητεί το δικαίωμα της εκλεγμένης κυβέρνησης να συνάψει συμφωνία, ζητώντας μάλιστα ψηφοφορία στη Βουλή πριν από την υπογραφή της, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία μας, ούτε με την προσχώρηση της χώρας στην ΕΟΚ. Κάτι τέτοιο θα μας στερούσε εξάλλου την ασφαλιστική δικλίδα όσον αφορά την υλοποίηση των υποχρεώσεων της άλλης πλευράς. Μιλάει για «μυστική διπλωματία», λες και η διαπραγμάτευση διακρατικών συμφωνιών γίνεται ποτέ στο φως της δημοσιότητας.

Ο κ. Μητσοτάκης καταγγέλλει την κυβέρνηση ότι επιδιώκει να «διεμβολίσει» την αντιπολίτευση με το Μακεδονικό. Με την ίδια λογική, η κυβέρνηση θα έπρεπε να κατηγορήσει τη Ν.Δ. ότι προσπαθεί να «διεμβολίσει» τον κυβερνητικό συνασπισμό. Πρόκειται για μια νοοτροπία που κρίνει τα πάντα με βάση μικροκομματικά κριτήρια και όχι με το συμφέρον της χώρας.

Ομως αν Ν.Δ., ΚΙΝ.ΑΛΛ. και κυβέρνηση διχάζονται στο Μακεδονικό, αυτό δεν οφείλεται στις όποιες κινήσεις Τσίπρα ή Μητσοτάκη, αλλά στην προϋπάρχουσα κρίση ταυτότητας των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης και στο παράταιρο της συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. Ο δε ισχυρισμός πως αν ο Τσίπρας είχε ενημερώσει Μητσοτάκη και Γεννηματά μερικές βδομάδες νωρίτερα (κάτι που θα έπρεπε να είχε κάνει), ο διχασμός σε Ν.Δ. και ΚΙΝ.ΑΛΛ. θα είχε αρθεί και η συμφωνία θα υπογραφόταν με εθνική συναίνεση, στερείται σοβαρότητας.

Τα κόμματα καλούνται σήμερα να πάρουν θέση σε ένα μείζον εθνικό θέμα: ο ΣΥΡΙΖΑ το έκανε και προχώρησε χωρίς τους ΑΝ.ΕΛΛ. Η Ν.Δ. υπαναχώρησε από τις φιλελεύθερες διακηρύξεις της για να ικανοποιήσει την Ακροδεξιά της. Η στάση της Ν.Δ. είναι το αποκορύφωμα του οπορτουνισμού και του λαϊκισμού. Είναι όμως και επικίνδυνη διότι «νομιμοποιεί» με τη σφραγίδα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον ακραίο και διχαστικό εθνικισμό που τόσα δεινά έχει φέρει στον τόπο.

Θλίψη δυστυχώς προκαλούν η στάση και οι διαμάχες στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. Κατ’ αρχήν, αν κρίνει κανείς από τις δηλώσεις της Φώφης Γεννηματά, στο ΠΑΣΟΚ φαίνεται να επικρατεί το σκουριασμένο «πατριωτικό» του σκέλος: το ΠΑΣΟΚ τού «βυθίσατε το Χόρα», του εμπάργκο κατά των Σκοπίων, της πλειοδοσίας για το Βουκουρέστι. Και όχι αυτό της άρσης του εμπολέμου με την Αλβανία, της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, της προσέγγισης με την Τουρκία, της στήριξης του Ανάν και της Βαλκανικής Διάσκεψης της Θεσσαλονίκης.

Κυρίως, όμως, η αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ – Ν.Δ. στο Μακεδονικό δοκιμάζει τον ακραίο αντι-ΣΥΡΙΖΑϊσμό της Κεντροαριστεράς και ιδιαίτερα όσους προσβλέπουν σε κυβερνητική συμπόρευση με τη Ν.Δ. Ετσι, αναζητούνται τα πιο απίθανα προσχήματα για να απορριφθεί η συμφωνία ή για να αποφευχθεί μία σαφής τοποθέτηση, ώστε να διατηρηθεί η ετοιμόρροπη ενότητα του χώρου.

Ευτυχώς οι περισσότερες εκτός ΠΑΣΟΚ συνιστώσες και πολλές προσωπικότητες του χώρου έχουν πάρει υπεύθυνη θέση, άλλοι σαφώς, άλλοι λιγότερο. Λυπεί βέβαια η σιωπή του Σημίτη. Ομως αυτό που θλίβει περισσότερο είναι η μιζέρια των περισσότερων τοποθετήσεων (με μείζονα εξαίρεση τον Σταύρο Θεοδωράκη). Χάνεται η μεγάλη εικόνα πως έχουμε εδώ μια ιστορική εξέλιξη που χρειάζεται τη στήριξη όλων για να ολοκληρωθεί και να υποστηριχτεί από την κοινή γνώμη.

Πιάνονται από δευτερεύοντα θέματα ή λεπτομέρειες, προτείνουν πράγματα που γνωρίζουν πως δεν γίνονται, για να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα στον χώρο τους:

Οι περισσότεροι συμπλέουν με τη Ν.Δ. στο ότι κακώς «δώσαμε» γλώσσα και εθνότητα, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι, αν ζητούσαμε την κατάργηση των δύο αυτών, δηλαδή της ουσίας της ταυτότητας των γειτόνων μας, κάθε συμφωνία θα ήταν αδύνατη. Ζητούν «βελτίωση» της συμφωνίας, ενώ γνωρίζουν ότι μονογραφημένη συμφωνία δεν αλλάζει και πολύ περισσότερο δεν αλλάζει σε θέματα ουσιώδη για την άλλη πλευρά.

Ανακαλύπτουν ανύπαρκτα ζητήματα, όπως το άρθρο περί «περίκλειστης χώρας» (Μανιάτης στη Βουλή), ενώ γνωρίζουν (ελπίζω) πως το ίδιο ακριβώς άρθρο υπάρχει στην Ενδιάμεση Συμφωνία που υπέγραψε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Επινοούν τον κίνδυνο οι γείτονες να μας «ξεγελάσουν» κατά τη διαδικασία κύρωσης και να εισέλθουν λάθρα σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε., ενώ γνωρίζουν πως δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση, αφού η Ελλάδα κατέχει πλήθος κλειδιών που τη διασφαλίζουν σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και στους δύο οργανισμούς.

Ενώνονται με τη Ν.Δ. στον παράλογο ισχυρισμό πως το εμπόδιο στη συναίνεση ήταν η καθυστέρηση του Τσίπρα να τους ενημερώσει κι όχι ο βαθύς δικός τους διχασμός επί της ουσίας. Προτείνουν την αναβολή της τοποθέτησης του κόμματός τους ώς το φθινόπωρο, επιλέγοντας έτσι τον ρόλο του παρατηρητή σε μια μείζονα σύγκρουση ανάμεσα στον εθνικισμό και τις δυνάμεις της λογικής.

Είμαι βέβαιος πως πολλοί φιλελεύθεροι πολίτες που ψηφίζουν τη Ν.Δ. δεν συμμερίζονται τις ακραίες θέσεις στις οποίες έχει διολισθήσει. Είναι δικό τους θέμα πώς η φωνή τους θα ακουστεί στο κόμμα τους και στην κοινωνία. Ο κ. Μητσοτάκης ας θέσει τουλάχιστον φραγμό σε ένα κλίμα διχασμού και εθνικιστικής υστερίας που μπορεί τελικά να καταστρέψει και αυτόν και τη δημοκρατία μας. Το πρόσφατο επεισόδιο στη Βουλή με τις εκκλήσεις των νεοναζί για στρατιωτικό πραξικόπημα είναι μια προειδοποίηση που δεν πρέπει να αγνοήσουμε.

Οσον αφορά την Κεντροαριστερά, με την εξαίρεση των υπερπατριωτών του βαθέος ΠΑΣΟΚ, η «ψυχή» των στελεχών της είναι, πιστεύω, υπέρ της συμφωνίας. Οχι όποιας συμφωνίας, αλλά αυτής της συμφωνίας, καθώς γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι καλή. Θέλω να ελπίζω πως δεν θα παρασυρθούν από το μένος τους κατά του Τσίπρα και από το δέλεαρ μιας κυβερνητικής συνεργασίας με τη Ν.Δ. σε μια στάση που θα είναι ενάντια στα «πιστεύω» τους και θα ζημιώσει τη χώρα. Αλλά και ας μη βυθιστούν σε ένα παιχνίδι μικροκομματικών ισορροπιών, την ώρα που χρειάζεται ενεργός συμβολή στον κρίσιμο αγώνα που δίνεται σήμερα. Θα έπλητταν έτσι παραπέρα την αξιοπιστία τους.

Ο Σωτήρης Βαλντέν διδάσκει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών