Tο ’χουμε κι εμείς, χρόνια τώρα: Αντί ν’ ακούμε με ψυχραιμία όσα κριτικά και επικριτικά λένε κάποια στιγμή για την Ελλάδα και τους Ελληνες οι ξένοι, όποιοι κι αν είναι, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, πολιτικοί, επιχειρηματίες, τουρίστες· αντί να αναρωτιόμαστε τίμια μήπως έχουν κι αυτοί ένα κομματάκι δίκιο, ακόμα κι αν ενδέχεται να εκφράζονται με κάποιον τόνο υπερβολής· αντί να παραδεχόμαστε ότι δεν είναι δα απίθανο να μην είμαστε οι πάντες ενάρετοι στα πάντα και πάντοτε, μόνο και μόνο επειδή είμαστε Ελληνες, κληρονόμοι, εκ Θεού ευλογημένοι κ.τ.λ., βγάζουμε από τη θήκη τη σπάθα της ιερής οργής δίχως δεύτερη σκέψη, ούτε καν πρώτη. Και καταγγέλλουμε δριμύτατα σαν ανθέλληνες, τι άλλο, όποιους διανοηθούν να μας ασκήσουν έστω και επιδερμικό έλεγχο.
Σπεύδουμε μάλιστα κουτοπόνηρα να δώσουμε στον «ανθελληνισμό» των επικριτών μας ηθικολογικό περιεχόμενο – δηλαδή ανήθικο. Ωστε να μηδενίσουμε εξαρχής τη σημασία των λεγομένων τους. Και να τους ενοχοποιήσουμε. Να τους αναγκάσουμε να απολογηθούν αυτοί, συντετριμμένοι από το βάρος της «ανηθικότητάς» τους, ή τέλος πάντων να αισθανθούν απολογούμενοι. Για να ξεγλιστρήσουμε εμείς από την υποχρέωσή μας να δώσουμε κάποιες εξηγήσεις. «Μα τολμάτε, ανιστόρητοι και αχάριστοι, και υβρίζετε αυτούς που έσωσαν την Ευρώπη από την περσική τυραννία;».
Ακόμα κι αν κάποιος καημένος καλοκαιρινός επισκέπτης μας τολμήσει να διαμαρτυρηθεί με επιστολή του σε εφημερίδα της πατρίδας του ότι έπεφτε από «μερίδα ξου» σε «μερίδα ξου» στα εστιατόριά μας, ή ότι δεν βρήκε στο νησί του πόθου του εκείνο ακριβώς το λιμπιστικό δωμάτιο που έβλεπε να διαφημίζεται στο Ιντερνετ, εμείς τον αναθεματίζουμε σαν σατανικό συνωμότη. Κι αν του κάνουμε τη χάρη να αναγνωρίσουμε ότι δεν παραπέφτει έξω στις διαπιστώσεις του, δεν υπάρχει ενδεχόμενο να του αναγνωρίσουμε ότι δικαιούται να χρησιμοποιεί επιτιμητικές διατυπώσεις εις βάρος μας, εις βάρος των ευεργετών του. Γιατί είμαστε βέβαιοι ότι στις αρτηρίες του κυκλοφορεί ο κακοήθης Εντμόν Αμπού και στις φλέβες του ο κακοηθέστατος Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ.
Επίσης, ηθικολογικό (δηλαδή ανήθικο) περιεχόμενο, και όχι πολιτικό, έδιναν επί δεκαετίες στην κατηγορία του «αντικομμουνισμού» τα φιλοσοβιετικά κομμουνιστικά κόμματα: όσοι εναντιώνονταν λόγω ή έργω στη δεσποτεία του Στάλιν, των επιγόνων του και των κατά χώρα κακεκτύπων του κηρύσσονταν αποσυνάγωγοι και λιπόψυχοι, και διαβάλλονταν σαν «αντικειμενικά εχθροί της επανάστασης». Τη δυσφορία, άλλωστε, που προκαλεί στους δογματικούς ο έλεγχος των πεπραγμένων, τη μονότονα αυτοεπαναλαμβανόμενη ηθική τους εξανάσταση μάλλον, τη διαπιστώνουμε και τώρα, διαβάζοντας όσα καταλογίζει το ΚΚΕ σε όποιον τολμήσει να αμφισβητήσει το αλάθητό του και το αυτονόητο της υπεροχής του. Εν συντομία, η κριτική εννοείται σαν αμαρτία, περίπου όπως συμβαίνει και στις κανονικές θρησκείες.
Γενικά, όσοι πάσχουν από δυσανεξία στην κριτική ανακαλύπτουν σκοτεινά συμφέροντα και στον διαυγέστερο λόγο. Και κραυγάζουν «συνωμοσία! σκευωρία! πλεκτάνη!», ακόμα κι αν τους υποδείξεις ευγενικά ένα ορθογραφικό σφάλμα σε κάποια ανακοίνωσή τους ή ένα λάθος σε μια ημερομηνία.
Και ο «αντισημιτισμός», το πάγιο «αντεπιχείρημα» της ισραηλινής πλευράς, της ίδιας γενεαλογίας κατηγορία είναι, και της ίδιας σκόπευσης: ηθικολογεί λογοκριτικά και ενοχοποιεί αδιακρίτως. Είναι μια ασπίδα που τη χρησιμοποιούν οι Ισραηλινοί επίσημοι, αλλά και μεγάλη μερίδα των Ισραηλινών πολιτών και των Εβραίων της διασποράς, για να αμυνθούν σε κάθε έλεγχο, ιδίως αν αφορά τη δράση του στρατού τους εναντίον των Παλαιστινίων, δράση φονική και συχνά, όπως την περασμένη Δευτέρα στη Λωρίδα της Γάζας, ωμά δολοφονική. Ακόμα και ο τελικά ουδέτερα και αμέτοχα περιγραφικός όρος «χρήση δυσανάλογης βίας» που υιοθετεί ο ΟΗΕ, στ’ αυτιά τους έχει βαριά «αντισημιτική» χροιά. Είναι λοιπόν καταδικαστέος εκ προοιμίου – και πάντα με ηθικολογικούς όρους.
Η ασπίδα του «αντισημιτισμού» εντούτοις, κι ας μην το παραδέχονται όσοι ασπάζονται τη λογική τού υπό δικαστική διερεύνηση Μπέντζαμιν Νετανιάχου, είναι διάτρητη. Τις τρύπες πάνω της τις έχει ανοίξει η υπεύθυνη φωνή όσων Ισραηλινών μετέχουν στο Κίνημα Ειρήνης. Φωνή που, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο να καταγγελθεί σαν αντεθνική και προδοτική, απαιτεί την αναγνώριση του κράτους των Παλαιστινίων. Αντισημίτες κι αυτοί;
Φυσικά και υπάρχει αντισημιτισμός. Και στις ισλαμικές χώρες αλλά και στην Ευρώπη, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Τον βλέπουμε ντροπιασμένοι να δρα κάθε που βεβηλώνει εβραϊκά νεκροταφεία ή μνημεία· κάθε που υποστυλώνει πρωτοσέλιδους τίτλους σε κιτρινοφυλλάδες γεμάτους μίσος για ό,τι εβραϊκό· κάθε που κατασκευάζει και εμπορεύεται βιβλία που ο βλακώδης αναθεωρητισμός τους μηδενίζει τη σημασία του Αουσβιτς, αν δεν αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξή του.
Ας το ξαναπούμε. Φυσικά και υπάρχει αντισημιτισμός, και είναι τεράστιες οι ευθύνες του χριστιανισμού για τη στερέωση και τη διαιώνισή του, ακόμα και κορυφαίων Πατέρων, που συναγωνίστηκαν στην εξαπόλυση μύδρων κατά των «χριστοκτόνων» και των «προφητοκτόνων». Οπως ορθά έγραψε, όμως, ο Τάσος Κωστόπουλος στην «Εφημερίδα των Συντακτών», στις 15 Μαΐου, «η διεύρυνση της έννοιας του αντισημιτισμού ώστε να περιλαμβάνει κάθε (οξύτατη, έστω) πολεμική κατά του Ισραήλ θα σήμαινε την αναγνώριση μιας ιδιάζουσας κληρονομικής πολιτικής ασυλίας, τρεις γενιές μετά το Ολοκαύτωμα, σε ανθρώπους η συντριπτική πλειονότητα των οποίων στην καλύτερη περίπτωση γενεαλογική μόνο σχέση έχει με τα θύματα της χιτλερικής “Τελικής Λύσης”. Οπως, όμως, η τραγωδία των Ποντίων δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για κανέναν Κασιδιάρη ή Φραγκούλη Φράγκο, έτσι και το Αουσβιτς είναι ανεπίτρεπτο να χρησιμοποιείται ως ηθική προστασία των ελεύθερων σκοπευτών της Γάζας και των πολιτικών προϊσταμένων τους».
Αντισημιτισμός, αρρωστημένος και νοσηρός, ήταν η «συκοφαντία αίματος», μια «δοξασία καθ’ ην οι Εβραίοι μεταλαμβάνουσιν αίματος χριστιανού παιδός κατά το Πάσχα», όπως συνοψίζει ο Νικόλαος Πολίτης την άθλια, κατασκευασμένη κατηγορία που οδήγησε σε πάμπολλες διώξεις του εβραϊκού πληθυσμού σε όλη την Ευρώπη, και στην Ελλάδα, για παράδειγμα στην Κέρκυρα του 1891. Τάχα οι Εβραίοι θυσίαζαν παιδιά χριστιανών και χρησιμοποιούσαν το αίμα τους για να παρασκευάσουν τον άζυμο άρτο τους, στη γιορτή του Πάσχα· ο Δημήτρης Χατζής, στον «Σαμπεθάι Καμπιλή», ξηλώνει σαρκαστικά την ανόητη συκοφαντία.
Δυστυχώς, το τωρινό αίμα, αυτό που πλημμυρίζει για πολλοστή φορά τη μεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή του κόσμου, τη Λωρίδα της Γάζας, είναι αληθινό, όχι υλικό συκοφαντίας. Κι αφήνει ένα στίγμα πολύ βαθύ για να μπορούν να το ξεβάψουν οι θλιβερές δικαιολογίες του Μπέντζαμιν Νετανιάχου και του Ντόναλντ Τραμπ.
Παντελής Μπουκάλας
Πηγή: Καθημερινή