Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πολιτικές συμμαχίες που να εδράζονται στοιχειωδώς σε ιδεολογικές τομές στρατηγικών στόχων. Αντίθετα, υποστηρίζεται κοινοβουλευτικά από μια πλειοψηφία που βασίζεται σε μια σύμπραξη ανάγκης με μια πολιτική δύναμη, που απέχει παρασάγγας από τις θεωρητικές του καταβολές και παραδόσεις.
Παρά την ειλικρινή συμπεριφορά των συμμάχων, εν τούτοις η αταίριαστη με τις αριστερές παραδόσεις πραγματικότητα της συγκυβέρνησης δύσκολα κρύβεται. Πολλές κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ είτε στηρίχτηκαν και έγιναν νόμοι του ελληνικού κράτους από αντιπολιτευτικές δυνάμεις, είτε παραμένουν στα υπουργικά συρτάρια λόγω αδυναμίας συγκρότησης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στα συγκεκριμένα ζητήματα.
Οι κοινωνικές συμμαχίες σε δοκιμασία
Από πού, όμως, άντλησε τότε αυτήν την εκλογική επιρροή που τον ανέδειξε πρώτο κόμμα σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και, κυρίως, πώς κατάφερε παρόλα αυτά να είναι η μακροβιότερη κυβέρνηση των μνημονιακών χρόνων;
Ο ΣΥΡΙΖΑ -κατά τον γράφοντα- στήριξε την εκλογική έκρηξη της πολιτικής του επιρροής αποκλειστικά στις κοινωνικές του συμμαχίες.
Στους μισθωτούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, στους διαθέσιμους εκπαιδευτικούς του τότε υπουργού της ΝΔ Κ. Μητσοτάκη, στους συνταξιούχους, στους ιδιωτικούς και στους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, στους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες, στους δοκιμαζόμενους αγρότες, στους γονείς των μαθητών και μαθητριών, αλλά και των πτυχιούχων που εγκατέλειψαν την πατρίδα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό.
Σήμερα υπό το βάρος των μνημονιακών απαιτήσεων, αλλά και των αναπόφευκτων για κάθε κυβέρνηση σφαλμάτων και αδυναμιών, οι κοινωνικές μας συμμαχίες δοκιμάζονται. Και εδώ προβάλλει αμείλικτο το ερώτημα: Ποιος θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι ο ρόλος του κόμματος στη διατήρηση, αλλά και στην ανάπτυξη αυτών και άλλων κοινωνικών συμμαχιών;
Η βασική απάντηση εκτιμώ πως βρίσκεται πριν απ’ όλα στη συνεδριακή μας απόφαση: «Οι οργανώσεις του κόμματος και τα όργανά του πρέπει να αποκτήσουν καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση του πλαισίου της κυβερνητικής πολιτικής σε κάθε πτυχή της. Έτσι, θα μπορέσουν να στηρίζουν αποτελεσματικά την κυβέρνηση, να την τροφοδοτούν με τα αιτήματα της κοινωνίας, να την κρίνουν και να διορθώνουν, ως «αριστερή συνείδηση», λάθη και αστοχίες».
Η ανάγκη αυτόνομης πορείας
Όμως για να είναι δυνατή η επιτέλεση αυτού του ρόλου, που το συνέδριο περιγράφει, προαπαιτείται η αυτόνομη πορεία του κόμματος και των στελεχών του από την κυβερνητική δραστηριότητα. Δεν είναι δυνατόν τα ίδια πρόσωπα να συμμετέχουν θεσμικά στο στενό πυρήνα κυβερνητικών επιτελείων και ταυτόχρονα να δρουν ως κομματικά στελέχη και μάλιστα στον ίδιο τομέα δράσης κυβέρνησης και κόμματος. Πώς θα μπορέσει το κόμμα να παίξει το ρόλο του ως αυτόνομη δύναμη στήριξης, αλλά και αναγκαίου ελέγχου όταν τα ίδια πρόσωπα καλούνται να ενσαρκώσουν ταυτόχρονα και τους δύο ρόλους;
Το φαινόμενο το τελευταίο διάστημα έχει πάρει διαστάσεις και αν δεν αναχαιτιστεί από τις κομματικές μας δομές, θα επιδράσει παραλυτικά τόσο για το κόμμα όσο και για την κυβέρνηση.
Σε γενικές γραμμές το οργανωτικό μοντέλο μιας αριστερής οργάνωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει την απεμπλοκή από την αντίληψη της μονολιθικότητας, την υιοθέτηση μορφών άμεσης δημοκρατίας με αιρετούς και τακτικά εναλλασσόμενους αντιπροσώπους, την παγιωμένη αναγνώριση των τάσεων, τη δημοσιοποίηση των απόψεων της μειοψηφίας, την πληροφόρηση και τη θεωρητική κατάρτιση των μελών σε όλα τα επίπεδα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να εξεταστεί και η μέθοδος που σχετίζεται με τις διαδικασίες λήψης υπουργικών αποφάσεων. Και επιβάλλεται να γίνει, διότι ο τρόπος που λαμβάνονται αυτές συμβάλλουν στην πρόσληψη μιας ματαιότητας συμμετοχής στη ζωή του κόμματος σαν αποτέλεσμα της απαξίωσης όλων εκείνων των θέσεων που συνδιαμορφώσαμε στα τμήματα, στις νομαρχιακές επιτροπές και στις οργανώσεις μελών του κόμματος με μεγάλο κόπο και προσπάθεια τις τελευταίες δεκαετίες. Και αυτά γράφονται έχοντας συνυπολογίσει πλήρως τους περιορισμούς που έχουμε ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής των θέσεων μας στις σημερινές συνθήκες των μνημονίων. Οφείλουμε, όμως, να αντισταθούμε στην «εύκολη» αμφισβήτησή τους.
Με το βλέμμα στο κοινωνικό σώμα
Το κόμμα υπήρχε πριν την ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης από την Αριστερά και θα υπάρχει και στο μέλλον. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να έχει στραμμένο το βλέμμα αποκλειστικά προς την κυβέρνηση, αλλά κυρίως προς το κοινωνικό σώμα. Οφείλει να οργανώσει την κοινωνική συμμαχία μαζί του. Απαιτείται στροφή προς την κοινωνία, με στρατηγική συγκρότησης κοινωνικών μετώπων και ανάδειξη στελεχών μέσα από τα σπλάχνα της. Και τότε η επίδραση προς την κυβέρνηση θα είναι πολύ πιο σημαντική. Γιατί έτσι δεν θα είναι ένα εξάρτημα του κράτους, αλλά κόμμα όλης της κοινωνίας.
Ανάγκη, λοιπόν, να βαδίσουμε προς ένα μαζικό, δημοκρατικό κόμμα, με διακριτό ρόλο απέναντι στην κυβέρνηση, με το δικό του ειδικό βάρος στη διαμόρφωση των πραγμάτων. Ένα κόμμα που στηρίζει τη κυβέρνηση, τη γειώνει κοινωνικά, αλλά και αποτελεί τη συνείδησή της.
Ο Γιώργος Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.
Πηγή: Η Εποχή