Ταιριάζει η ελευθερία με τη σιγουριά; Για να δούμε.
Ο Μάης του ’68 εξέφρασε ένα επαναστατικό φαντασιακό, φόρου υποτελές στις κομμουνιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα, συνδυασμένο όμως με μια πρακτική που αρνούνταν να απεμπολήσει το δημοκρατικό κεκτημένο των δυτικών κοινωνιών. Όλοι ήθελαν τον κομμουνισμό, αλλά κανείς δεν ήθελε να ζήσει εκτός δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό ο Μάης μπορεί να ιδωθεί ως ένα προσωρινό τέλος της επαναστατικής παράδοσης στις ανεπτυγμένες δυτικές δημοκρατίες και η αρχή των μη επαναστατικών κινημάτων.
Ήταν το τέλος του κινήματος στον ενικό και η αρχή των κινημάτων στον πληθυντικό. Ήταν η γενέθλια πράξη του διαχωρισμού του εργατικού κινήματος από τα νεολαιίστικα κινήματα και vice versa. Ήταν η επιβεβαίωση του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, που εφεξής θα κρατούσε την πλειονότητα των εργαζομένων ευχαριστημένους και θα επέτρεπε στους γιους και τις κόρες τους να ασχολούνται με μονοθεματικά κινήματα. Ήταν η «αναπτυξιακή κρίση» της δημοκρατίας που γέννησε τα αιτήματα για περισσότερη αυτονομία, δημοκρατική συμμετοχή και λιγότερη γραφειοκρατία.
Ήταν η γενέθλια πράξη του μη επαναστατικού αριστερισμού, η μήτρα του. Από τότε κυρίως νεανικές πρωτοπορίες, βασικά αποκομμένες από την κοινωνία, την καλούσαν να απαρνηθεί το σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο και να συμμετάσχει σε μια σοσιαλιστική επανάσταση. Και είχαν δίκιο: ό,τι δεν προχωρά, οπισθοδρομεί. Η πλειονότητα των εργαζομένων δεν ήθελε τις περιπέτειες του σοσιαλισμού, με αποτέλεσμα η γερασμένη σοσιαλδημοκρατία να νικηθεί σταδιακά από τον ρωμαλέο νεοφιλελευθερισμό.
Εν τέλει ο Ραλφ Ντάρεντορφ είχε δίκιο: η σοσιαλδημοκρατία απέτυχε, γιατί πέτυχε. Όμως δεν είχε άλλα να δώσει, θα προσθέσουμε εμείς. Αλλά και οι εξεγερμένοι του ’68 δεν πλανήθηκαν λιγότερο. Μπέρδεψαν το κίνημα με τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Οι γαλλικές ταινίες τύπου Γκοντάρ νομίζω πως αποδίδουν εύληπτα αυτή την πραγματικότητα. Ή η φιγούρα του Λουί Γκαρέλ, στην ταινία του Φιλίπ Γκαρέλ Les amants reguliers, που καπνίζει μπάφο στο οδόφραγμα κοιτάζοντας τη νύχτα.
Μια επανάσταση του ελεύθερου χρόνου χωρίς μέριμνες, πειθαρχίες και κόστη δεν είναι η πάλη των τάξεων! Είναι η πάλη των γενεών, ηλίθιε! Ο Χομπσμπάουμ είχε δίκιο, όταν έγραφε την καλύτερη ανάλυση για τον Μάη λίγους μήνες μετά τα γεγονότα: «Τον αστό πιο εύκολα τον σοκάρεις από ότι τον ανατρέπεις».
Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Μάης άλλαξε τις σχέσεις των γενεών και των φύλων και γενικώς τα συντηρητικά ήθη. Όπως το ευρωπαϊκό 1848, το παγκόσμιο 1968, αν και ηττήθηκε, μετασχημάτισε τον κόσμο (Wallerstein). Πρώτη φορά οι νέοι άνθρωποι ήρθαν στο προσκήνιο ως αυτόνομη γενιά. Το μαζικό πανεπιστήμιο, η παρατεταμένη ζωή εκτός οικογενειακών υποχρεώσεων, η νεανική διασκέδαση και κατανάλωση ήταν παράγοντες που συνέτειναν στην αυτονομία τους από τη γενιά των γονέων τους.
Οι νέοι αυτοί ήθελαν να μείνουν για πάντα νέοι, να φτιάξουν τον κόσμο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους, όχι το αντίστροφο. Αυτό δεν είναι άλλωστε και το όνειρο της ανθρωπότητας; Πολύς ελεύθερος χρόνος, χωρίς υποχρεώσεις, με αντι-αυταρχικές σχέσεις; Για να καταλάβουμε τι ήθελαν οι νέοι, το καλύτερο πράγμα είναι να αναλογιστούμε τι έκαναν κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ταραγμένων χρόνων (ατέρμονες συζητήσεις, σεξ, μπάφους, τέχνη, αταξία κ.λπ.), αλλά και μετά (ατέρμονες συζητήσεις, σεξ, μπάφους, τέχνη, αταξία κ.λπ.). Γιατί οι άνθρωποι είμαστε ό,τι κάνουμε και όχι ό,τι δηλώνουμε ότι κάνουμε. Έτσι η πιο πολυπληθής γενιά της Δύσης, οι baby boomers, έπλασαν τη δυτική κοινωνία κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους. Τους ευχαριστούμε γι’ αυτό.
Όμως, τελικά οι baby boomers, που εμείς σήμερα πληρώνουμε τις συντάξεις τους, ήθελαν μόνο περισσότερη ελευθερία; Δεν ήθελαν τη σιγουριά που -από ό,τι φάνηκε- ήθελε η πλειονότητα των δυτικών κοινωνιών; Η ουτοπία της ελευθερίας (των νέων) προσέκρουσε πάνω στην ανάγκη για σιγουριά (των μεγαλυτέρων); Δεν νομίζω. Οι φοιτητές ήθελαν να σιγουρευτούν ότι το σύστημα θα τους απορροφήσει. Ζητούσαν τον εκδημοκρατισμό των κοινωνικών συστημάτων, ώστε να δεχθούν τις μάζες των μορφωμένων με τις μεγάλες προσδοκίες.
Στο πλαίσιο αυτό, το αίτημα για περισσότερη ελευθερία συμβαδίζει με το αίτημα για περισσότερη σιγουριά. Η συγκαιρινή νεολαία στην Ελλάδα ζητούσε το ίδιο. Η σημερινή νεολαία στις αραβικές χώρες επίσης. Το ζητούμενο ήταν ποιος θα προλάβει να ικανοποιήσει αυτό το αίτημα της απελευθέρωσης των κοινωνικών συστημάτων, η Αριστερά ή η Δεξιά.
Λιγότερο γραφειοκρατική ζωή μπορούσε να σημαίνει αυτοδιαχείριση, μπορούσε να σημαίνει και νεοφιλελευθερισμός. Η κραταιά σοσιαλδημοκρατία δεν κινήθηκε προς την πρώτη, η Δεξιά όμως κινήθηκε αποφασιστικά προς τον δεύτερο. Μόνο τα νεανικά «νέα κοινωνικά κινήματα» συνέχισαν να πρεσβεύουν στην πράξη το αίτημα της αυτονομίας και της απελευθέρωσης των κοινωνικών συστημάτων.
Η νεοφιλελεύθερη επικράτηση και η οικονομική κρίση του 2007-08 σημείωσε τη λήξη του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου και απελευθέρωσε τις μάζες των εργαζομένων προσφέροντας τη δυνατότητα επανένωσης του (εργατικού) κινήματος με τα (νεανικά) κινήματα ύστερα από μισό αιώνα.
Το παγκόσμιο 2011 έδειξε ότι είναι πιθανό η πάλη των τάξεων και η πάλη των γενεών να ξανασυναντηθούν, όπως έκαναν στον παρισινό Μάη, με το ίδιο ακριβώς αίτημα: την κατάκτηση της σιγουριάς μέσα από την απελευθέρωση των κοινωνικών συστημάτων. Τα κινήματα του ’60 βέβαια είναι «κινήματα της αφθονίας», ενώ αυτά του 21ου αιώνα «κινήματα της κρίσης».
Ίσως όμως οι πιθανότητες να είναι με το μέρος μας, καθώς τότε νεανικοί πληθυσμοί απειλούσαν το σύστημα ότι θα κάνουν «ντου», αν δεν ανοίξει τις πόρτες της συναυλίας, ενώ τώρα οι πλεονάζοντες πληθυσμοί είναι στρατιές ολόκληρες. Είναι, λοιπόν, απορίας άξιον αν αυτό που λέμε «σύστημα» θα μπορέσει να αναπροσαρμοστεί για να τους χωρέσει ή αν αυτοί οι πληθυσμοί θα το αλλάξουν εκ βάθρων για να τους χωρέσει.
Στο πλαίσιο αυτό, η πάλη των γενεών και η πάλη των τάξεων τείνουν να ταυτιστούν, αφού πλέον οι πλεονάζοντες πληθυσμοί που διαταράσσουν συνεχώς την ισορροπία του συστήματος είναι νέοι. Ήδη πάντως διαφαίνεται η στρατηγική που προκρίνουν οι κρατούντες: η πάλη μεταξύ πλεοναζόντων πληθυσμών, των εγχώριων νέων και των νέων μεταναστών. Και σε αυτό το πρόβλημα ο παρισινός Μάης δεν έχει τίποτα να μας διδάξει. Αν είχε, ίσως να μη χρειαζόταν ο Μάης των παρισινών προαστίων το 2005.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης
Πηγή: Η Αυγή