Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ιδίως μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η παγκόσμια κατάσταση πολέμου και ειρήνης μοιάζει λίγο με εκείνην ενός «καθωσπρέπει αστικού σπιτιού». Στο «εσωτερικό του σπιτιού» (στις κοινωνίες των ίδιων των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών) επικρατεί «ησυχία, τάξη και ασφάλεια», ενώ «στις λάσπες της αυλής» (στη Μέση Ανατολή και αλλού) αφήνονται ελεύθερα «τα παιδιά με τους φίλους τους» (οι δυτικές και οι εγχώριες ένοπλες δυνάμεις) να «παίζουν πολεμικά παιχνίδια». Και «αν ματώσουν λίγο», δεν πειράζει, ούτε χάθηκε ο κόσμος αν σκοτωθούν και μερικά από τα «αδέσποτα ζωάκια της γειτονιάς» (από τον άμαχο πληθυσμό των εμπόλεμων περιοχών).
Πρόσφατα φαίνεται όμως ότι και στο «εσωτερικό του σπιτιού» της Ευρώπης τα πράγματα δεν κρίνονται πλέον και τόσο «ήσυχα». Διάβασα στους New York Times πρωτοσέλιδο άρθρο ενός καθηγητή της Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, δημοσιευμένο δύο μέρες πριν από τις εκλογές στην Ουγγαρία, στο οποίο εκφράζεται έντονη ανησυχία για την προοπτική της σαρωτικής επανεκλογής του Όρμπαν. Από το άρθρο του καθηγητή απομονώνω μια πληροφορία που εμπεριέχεται και στον τίτλο του.
Το καθεστώς του Όρμπαν αυτο-αποκαλείται «μη φιλελεύθερη δημοκρατία» (αγγλικά: «illiberal democracy»). Ο παράδοξος αυτός όρος στηρίζεται στη διάκριση (την οποία επισημαίνει ο ίδιος ο αρθρογράφος, καταγράφοντας όμως τη διαφωνία του) μεταξύ αφ’ ενός «φιλελευθερισμού» ως «κράτους δικαίου» και αφ’ ετέρου «δημοκρατίας» ως «αρχής της πλειοψηφίας». Βέβαια, η τερατώδης σύλληψη της «δημοκρατίας» ως «αρχής της πλειοψηφίας» χωρίς το σεβασμό των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα, θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί ως ένας αποκαλυπτικότατος ορισμός του φασισμού. Και φαίνεται πως όντως προς τα εκεί οδεύουν αρκετές πολιτικές δυνάμεις και καθεστώτα των ευρωπαϊκών χωρών.
Στην Ελλάδα, ο ακραιφνής ναζισμός της Χρυσής Αυγής προέκυψε -εν μέρει, τουλάχιστον- επειδή η χώρα μας μάλλον ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα από όσες υπέστησαν ναζιστική κατοχή, στην οποία οι δωσίλογοι και τα τάγματα ασφαλείας όχι απλώς δεν τιμωρήθηκαν επαρκώς, αλλά επιβραβεύτηκαν κιόλας. Από τον Παπαδόπουλο έως και τον Κασιδιάρη, βιώνουμε ακόμη τις διαγενεακές συνέπειες της μετεμφυλιακής ατιμωρησίας και ανοχής απέναντι στους φιλοναζιστικούς θύλακες της ελληνικής κοινωνίας.
Ο εφιάλτης του φασισμού με «ήπιο πρόσωπο»
Ωστόσο, ο φασισμός «με δημοκρατική νομιμοποίηση» που παρατηρείται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ίσως μεσο-μακροπρόθεσμα αποδειχθεί πιο εφιαλτικός και από τον ακραιφνή ναζισμό της Χρυσής Αυγής. Το (συγκριτικά) «ήπιο πρόσωπο» των δυνάμεων που τον εκπροσωπούν, συνίσταται κατά βάσιν απλώς και μόνο στο ότι η (όποια) «δημοκρατική νομιμοποίησή τους» προϋποθέτει την τήρηση κάποιων «προσχημάτων» (πχ αποφυγή εγκληματικών ενεργειών, μείωση αντισημιτικής ρητορικής, «ανοίγματα» προς φεμινισμό και προς ΛΟΑΤ), που καθιστούν εφικτή την εκλογική τους ηγεμόνευση στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος και ανάλογα με τις ιδεολογικές συνθήκες της εκάστοτε χώρας.
Ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο του φασισμού «με ήπιο πρόσωπο», παρ’ ότι τώρα μπορεί να προβληματίζει τα καθεστώτα, στο βαθμό που άρχισε να κρίνεται πλέον ανεξέλεγκτος, είναι ότι επιτελούσε -και εξακολουθεί να επιτελεί- έναν κρίσιμο στρατηγικό ρόλο στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού συστήματος. Πρόκειται για μια συστημική «αντι-συστημικότητα». Ως προς το μακρόπνοο στρατηγικό πεδίο του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού καπιταλισμού, θα λέγαμε ότι βρίσκεται στον αντίποδα του στρατηγικού ρόλου που είχε επιτελέσει η σοσιαλδημοκρατία. Την εποχή του ενισχυμένου κοινωνικού κράτους και του κεϋνσιανισμού, ο ρόλος της τελευταίας ήταν η ομαλή στρατηγική ενσωμάτωση των μεσαίων και των κατώτερων κοινωνικών τάξεων στο καπιταλιστικό σύστημα, δια μέσου μιας ηγεμονίας που στηριζόταν όχι απλώς στην ηθικο-πολιτική συναίνεση, αλλά και σε μια κοινωνική συνοχή που εξασφαλίζεται, σύμφωνα με τα λόγια του Γκράμσι, και από το ότι «η ηγετική ομάδα […] κάνει θυσίες οικονομικού-εταιρικού είδους».
Η επικράτηση του ασυγκράτητου νεοφιλελευθερισμού, με την οποία σταδιακά ευθυγραμμίστηκε και η σοσιαλδημοκρατία, σήμαινε πως οι ηγετικές κοινωνικές ομάδες πήραν διαζύγιο από τη στρατηγική των «θυσιών» που στόχευε στην εξασφάλιση κοινωνικής συνοχής. Η εξαιρετικά ριψοκίνδυνη στρατηγική μετάθεση της ηγεμονίας στο αποκλειστικά ιδεολογικό επίπεδο είχε ως συνέπεια την ακόλουθη δυνάμει εκρηκτική κοινωνική κατάσταση: Η ανηλεής προώθηση των «ιδανικών» της ανταγωνιστικότητας και του ατομοκεντρισμού, σε όλους τους τομείς του κοινωνικού βίου, αφ’ ενός εξασφάλισε τη ραγδαία υποχώρηση, αλλά και τη μη επάνοδο των συλλογικών ιδεωδών της Αριστεράς. Αφ’ ετέρου, όμως, για τους «μη τυχερούς» ή «μη επαρκώς ανταγωνιστικούς» της κοινωνίας, δεν έμενε άλλη διέξοδος από τον ενστερνισμό των άκρως μισαλλόδοξων και μισάνθρωπων ιδεωδών του φασισμού. Για την ασφάλεια του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, η έντονη κοινωνικο-οικονομική δυσαρέσκεια κάπου έπρεπε να διοχετευθεί. Ο «ήπιος φασισμός» των ακροδεξιών ευρωπαϊκών κομμάτων ήταν ένας εξόχως κατάλληλος υποδοχέας.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Η Εποχή