(…) Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο*
Δεν ξέρω πόσοι έχουν ζήσει αυτή την κοινωνική αποξένωση στα επτά χρόνια της τυραννίας.
Δεν ξέρω πόσοι ζουν από όσους ένιωσαν το «χάδι του νόμου» και τη βίαιη αποκοπή από τους δικούς τους με αποφάσεις κομπλεξικών και φασιστοθρεμμένων στρατοδικών ή καθωσπρέπει δικαστών και εισαγγελέων.
Δεν ξέρω πόσοι ακόμη μετρούν πληγές και άλλα σακατιλίκια που απέκτησαν από τους ψυχασθενείς και άκρως ιδιοτελείς ασφαλίτες, ΕΣΑτζήδες ή ΚΥΠίτες.
Ξέρω ότι αυτό που σήμερα δοξάζουν εν πλήρη ελευθερία οι χρυσαυγίτες και υπηρετούσαν μεταδικτατορικά τύποι σαν τον Βορίδη, τον Πλεύρη ή τον Γεωργιάδη είναι μια πληγή που θα κλείσει μόνο με τη δική μας βιολογική εξαφάνιση. Αυτοί ουδέποτε ένιωσαν την ανάγκη έστω για μια συγγνώμη.
Ξέρω ότι εκείνο το πρωινό που τρέχαμε σαν παλαβοί όπου μπορούσε ο καθένας, εικοσάχρονα παιδιά ήμασταν, σαν τσεκουριά κόπηκε ο Απρίλης. Μεγαλώσαμε πριν την ώρα μας.
Ξέρω ότι χάσαμε πρόωρα ένα σωρό συντρόφους, δολοφονημένους αλλά και από αρρώστιες απροσδόκητες ή από γενναία αυτόβουλη αποχώρηση.
Έπειτα από μια σύλληψη που ουδέποτε κατάλαβα γιατί έγινε, έχασα αρκετούς φίλους, φίλες (κάποιους με δική μου πρωτοβουλία), με απέρριψαν συγγενείς ή οικογενειακοί φίλοι.
Ακριβώς τα ίδια συνέβαιναν και με άλλους συντρόφους, όχι κατ’ ανάγκην του ίδιου χώρου, και έτσι καταλήξαμε στο τέλος σαν τους απόκληρους του Όργουελ στο «1984». Μαζευόμασταν στα ίδια μαγαζιά (που ελέγχονταν εύκολα από την Ασφάλεια), πηγαίναμε στις ίδιες ταβέρνες, στο ίδιο θέατρο. Έτσι, όποτε έμεναν άπρακτοι οι ψυχάκηδες ασφαλίτες, πέρναγαν ας πούμε από του «Γκιγκιλίνη», μάζευαν τον Νίκο ή τον Θωμά ή τον Λάκη, τους έριχναν ένα χέρι ξύλο και τους παρατούσαν όταν τέλειωνε το ωράριό τους.
Ενδιαμέσως, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι δίκες, οι καταδίκες. Με την πρώτη αμνηστία βγήκαν και οι πρώτοι ανυπότακτοι, αλλά σύντομα ξαναβρέθηκαν στα νέα κελιά που εγκαινίασε το καθεστώς.
Η πλειονότητα της κοινωνίας σιωπούσε ή (οι δεξιοί που είχαν χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους το ’64) χειροκροτούσε μανιωδώς τον αποχαλινωμένο φασίστα και τους τζουτζέδες του. Έπειτα από την εκκαθάριση του ’68, οι υπόλοιποι καθηγητές μας στέκονταν κλαρίνο μπροστά στον πιο γελοίο (μεταπολεμικά) ένστολο που είχε αναλάβει «αυτόκλητος» τις τύχες μας, με την ολόθερμη συμπαράσταση της οικονομικής ελίτ, του δικαστικού σώματος και της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Τι κι αν ζήτησε συγγνώμη χρόνια μετά ο Κλίντον; Οι αναθεωρητές της Ιστορίας αρνούνται την αμερικανική επέμβαση, αγνοούν τα στοιχεία που αποχαρακτηρίζονται από την αμερικανική κυβέρνηση και παίζουν με τα νεύρα μας διότι, απλούστατα, όσα ελληνικά στοιχεία υπήρχαν χαντακώθηκαν ή καταστράφηκαν είτε κάηκαν μαζί με τους φακέλους μας στο colpo grosso της συγκυβέρνησης του ’89.
Η Ιστορία της Αντίστασης στη χούντα στέκεται -και σωστά- στα παλικάρια που δολοφονήθηκαν από τους φασίστες, στους επώνυμους και τους κορυφαίους, όπως ο Αλέκος Παναγούλης.
Αυτό που δεν θέλει να παραδεχτεί και αυτή η Ιστορία είναι ότι υπήρξε αποδοχή της χούντας από το σύνολο σχεδόν των δεξιών (τρεις ή δέκα εξαιρέσεις δεν μετράνε), η ενσωμάτωση στην υποκουλτούρα των ημιμαθών στρατιωτικών ενός ικανού τμήματος του κρατικού μηχανισμού, η ευλογία από την Ιεραρχία και η έμπρακτη στήριξη της οικονομικής ελίτ.
Το βαθύ κράτος της εποχής ενισχύθηκε, έμεινε στο απυρόβλητο στη Μεταπολίτευση και πέρασε άνετα την «ιδεολογία» του στους επίγονους. Όποιος διαφωνεί ας επιχειρήσει μια συζήτηση με έναν αξιωματικό του στρατού ή της αστυνομίας, έναν δικαστικό, βιομήχανο ή μητροπολίτη. Οι πλείστοι θα ισχυριστούν πως το πραξικόπημα στηρίχτηκε από μια μειοψηφία του κλάδου τους. Και, δυστυχώς, αυτό ακούμε και από επίσημα χείλη. Κούνια που μας κούναγε…
(…) Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο*
* Από το «Φοβάμαι» του Μανόλη Αναγνωστάκη. Νοέμβρης του 1983 στην «Αυγή»
Κλέαρχος Τσαουσίδης
Πηγή: Η Αυγή