Τι καινούργιο έφερε το ΚΚΕ εσωτερικού στην αριστερά και στην πολιτική ζωή της χώρας; Το ερώτημα αυτό έθεταν αρκετοί μετά την 12η Ολομέλεια και ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση. Όχι μόνον όσοι αμφισβητούσαν, έμμεσα, την ανάγκη ρήξης και τη χάραξη μιας νέας πολιτικής για το κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα της χώρας μας, και την ίδρυση του νέου φορέα του ΚΚΕ εσωτερικού.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δοθεί παρά μόνο αν ανατρέξουμε, έστω πολύ σύντομα, στα γεγονότα μετά τη διάσπαση, στις θεωρητικές αναλύσεις και πολιτικές τοποθετήσεις των συλλογικών σωμάτων του νέου φορέα.
Δεν θα σταθούμε στις αιτίες και τις καταστάσεις που οδήγησαν στη διάσπαση. Η διάσπαση μετά την 12η Ολομέλεια ήταν καθολική και αγκάλιασε ολόκληρο το κόμμα, όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις.
Μέσα στις συνθήκες της δικτατορίας η προσπάθεια συγκρότησης ενός φορέα της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς με νέες αρχές, αξίες και πρακτικές, που έθεταν στο κέντρο της προσοχής τον σεβασμό στη διαφορετική άποψη, την ενθάρρυνση της αναζήτησης και του προβληματισμού, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Τη στιγμή μάλιστα όπου ο κόσμος της αριστεράς δεν είχε ξεπεράσει τις αρχικές, οδυνηρές επιπτώσεις από την επιβολή της δικτατορίας.
Πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να σημειωθεί -και αυτό το ανακάλεσε στη μνήμη ο ονομαστικός κατάλογος των κρατουμένων στις Φυλακές Κορυδαλλού που είχε συντάξει η Ασφάλεια, και ο οποίος δημοσιεύτηκε πρόσφατα, Σάββατο 10 Φεβρουαρίου, στην «Εφημερίδα των Συντακτών»- ότι η ανανεωτική αριστερά από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας και στη συνέχεια υπήρξε μια από τις βασικότερες δυνάμεις που κράτησε το νήμα της οργανωμένης αντίστασης στη διάρκεια της επταετίας, χωρίς οικονομικά μέσα, χωρίς επαρκή διεθνή στηρίγματα και με μια ιστορικά ασύμβατη με την αριστερά συμπεριφορά εκ μέρους της «άλλης πλευράς», που συνεχίστηκε και διαρκεί μέχρι σήμερα, ξεπερνώντας κατά περιόδους τα όρια της αντιπαράθεσης με όρους πολιτικής.
Με δημοκρατία και ελευθερία
Το ΚΚΕ εσωτερικού, μετά την πτώση της δικτατορίας δεν μπόρεσε να συσπειρώσει όλες τις δυνάμεις της αριστεράς που είχαν διαφωνήσει με την 12η Ολομέλεια, ούτε τις νέες δυνάμεις με τις οποίες είχε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμπορευθεί στη διάρκεια της δικτατορίας, όπως, π.χ., η Δημοκρατική Άμυνα. Τα εκλογικά του αποτελέσματα κυμάνθηκαν πάντα σε χαμηλά ποσοστά. Ωστόσο, καταγράφηκε σαν μια πολιτική δύναμη της αριστεράς που έφερνε καινούργιες ιδέες με τη στρατηγική του για τον σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία, ώστε να καταξιώνεται ως μια υπεύθυνη πολιτική δύναμη. Η στρατηγική του αυτή σε συνδυασμό με το σταθερό προσανατολισμό προς την Ευρώπη -«Για μια Ευρώπη των λαών», μια «Ευρώπη με ευρύτερο πεδίο αντίληψης των ταξικών αγώνων των εργαζομένων και των λαών»- είχε προκαλέσει ευρύτερο ενδιαφέρον και συζητήσεις σε πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Η νέα στρατηγική για την οικοδόμηση ενός ανανεωτικού κομμουνιστικού κόμματος συνδεόταν με μια σειρά νέες αντιλήψεις για την ίδια τη λειτουργία και τη δράση του, μακριά από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και αντιδημοκρατικές πρακτικές. Σύμφωνα με αυτήν, όλα τα κομματικά όργανα, ανώτερα και κατώτερα, θα έπρεπε αποκτήσουν ουσιαστική λειτουργία, δηλαδή «να είναι όργανα πολιτικής ευθύνης». Γιατί «μόνο έτσι μπορούν να έχουν ουσιαστική συμμετοχή όλα τα μέλη και οι οργανώσεις». «Το κόμμα οφείλει να υπάρχει πραγματικά στο χώρο του». Αυτό όφειλε να είναι και το ζητούμενο: να προγραμματίζει και να ελέγχει.
Το συνδικαλιστικό κίνημα
Η νέα στρατηγική προϋπέθετε νέες επεξεργασίες και προτάσεις, για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στους θεσμούς και το κράτος. Η διαδικασία αυτή, ασφαλώς, δεν θα μπορούσε να είναι ευθύγραμμη, χωρίς δυσκολίες και συγκρούσεις. Ήταν και θα είναι μια πορεία δύσκολη, με αντιφάσεις και ανατροπές. Μια πορεία «μακρά, μέσω των θεσμών», στην οποία καθοριστικό ρόλο θα έχει «το μαζικό κίνημα, ένα κίνημα από τη φύση του πολύμορφο, πολυδιάστατο, πολυαξονικό, συναποτελούμενο από πλήθος επιμέρους κινημάτων».
Η ραχοκοκαλιά ενός τέτοιου πλατιού κινήματος δεν μπορεί παρά να είναι «ένα ισχυρό εργατικό κίνημα». Από εδώ ξεπηδάει και η ανάγκη ενός μαζικού αυτοδύναμου, ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος. Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας δεν έχει μόνο να επιδείξει πλούσια δράση και προσφορά. Είχε ταυτόχρονα την ατυχία να εκπροσωπείται από δοτές αντιδημοκρατικές ηγεσίες.
Για το ΚΚΕ εσωτερικού και τις ανανεωτικές συνδικαλιστικές δυνάμεις στο χώρο (ΑΕΜ), η έξοδος από τη δικτατορία ήταν μια σημαντική ιστορική στιγμή για το συνδικαλιστικό κίνημα, με πολλές δυνατότητες για μια πορεία ενωτική, δημοκρατική, με στόχο την αποκατάσταση της συνδικαλιστικής δημοκρατίας. Δυστυχώς, οι αριστερές δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν. Ενώ συμφωνούσαν επί της αρχής, διαφωνούσαν στο διά ταύτα, έχοντας επιλέξει ως απώτερο στόχο τους την αριθμητική επικράτηση. Έτσι, η συνδικαλιστική ηγεσία που είχε βρεθεί στην ΓΣΕΕ με τις ευλογίες του τότε υπουργού Εργασίας Κ. Λάσκαρη, παρέμεινε στη θέση της μέχρι το 1982, οπότε αποπέμφθηκε με δικαστική απόφαση και διορίσθηκε νέα, προσωρινή διοίκηση, με πρόεδρο τον Ορέστη Χατζηβασιλείου, ο οποίος παραιτήθηκε μετά από ένα χρόνο, εκφράζοντας την αντίθεσή του στο άρθρο 4. Το συνδικαλιστικό κίνημα, όμως, δεν απέφυγε τον συντεχνιασμό, την κομματική εξάρτηση και τα φαινόμενα γραφειοκρατίας.
Οι αγώνες των εργαζομένων
Μεταδικτατορικά αναπτύχθηκαν σημαντικοί εργατικοί αγώνες, εμπνεόμενοι από ένα καινούργιο πνεύμα. Το ΚΚΕ εσωτερικού, με βάση τις καινοτόμες αντιλήψεις του για τη διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου που θα εξέφραζε την αγωνιστική διάθεση των εργαζομένων και το διευρυμένο ρόλο των συνδικάτων, πρότεινε μια σειρά από νομοθετικές προτάσεις για:
– Την επικύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας και την σύσταση εργασίας 143, και την κατοχύρωση και διασφάλιση των συνδικαλιστών ελευθεριών στους χώρους δουλειάς.
– Την καθιέρωση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής -που ίσχυε τότε στις ευρωπαϊκές χώρες και που σήμερα διασώζεται μόνο στο Βέλγιο.
– Τη σύσταση συμβουλίων «προσωπικού επιχειρήσεων» για τη συμμετοχή των εργαζομένων στη λύση των προβλημάτων.
Η αντίστροφη πορεία
Οι προτάσεις αυτές σηματοδότησαν μια πορεία με προοδευτική κατεύθυνση, η οποία όμως πολύ γρήγορα αμφισβητήθηκε, ως αποτέλεσμα της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που κυβερνούσαν στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης τη δεκαετία του ’80 άρχισαν να προσαρμόζονται στις νεοφιλελεύθερες επιταγές της λιτότητας και της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους.
Την πολιτική αυτή επικύρωσε η συνθήκη του Μάαστριχτ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο ευρωκομμουνισμός -με πρώτο το ΚΚ Ιταλίας- είχε ήδη μεταλλαχθεί. Το γιατί θα μπορέσουμε να το μάθουμε αν ο Ντ’ Αλέμα ή άλλος από την τότε ηγεσία αποφασίσει να γράψει κάποτε την αυτοβιογραφία του…
Το σοσιαλιστικό στρατόπεδο δεν υπήρχε πλέον, είχε έρθει το «τέλος της ιστορίας»… Οι δυνάμεις της ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς, κομμουνιστές, οικολόγοι κ.λπ., μετά από μικρές και μεγάλες διασπάσεις, βρέθηκαν σε διάφορα σχήματα -ΑΚΟΑ, Συνασπισμός, ανένταχτοι- άρχισαν να ανιχνεύουν και να ζητούν διέξοδο, με κοινές και παράλληλες προσπάθειες, αντλώντας από μια κοινή παρακαταθήκη ανησυχιών και αναζητήσεων. Έτσι βρέθηκαν στους ίδιους δρόμους στη Γένοβα, στο Άμστερνταμ και αλλού, με όλους αυτούς που αγωνίζονταν στην Ευρώπη κατά της λιτότητας και των αντικοινωνικών μέτρων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αντιμέτωπες, στη συνέχεια, με την ανάγκη να αποκρούσουν τις συνέπειες της χρηματοοικονομικής κρίσης που ξέσπασε με ολέθριες συνέπειες για τις χώρες του Νότου.
Υπολογίσιμη πολιτική δύναμη
Από τότε η ελληνική ανανεωτική ριζοσπαστική αριστερά αναδείχθηκε και παραμένει μια υπολογίσιμη πολιτική δύναμη που τόλμησε να αναλάβει ευθύνες. Την τόλμη αυτή δεν επέδειξε ο Πρόντι, όταν σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις, αναδείχθηκε πρωθυπουργός στην Ιταλία με τη στήριξη ολόκληρης της Αριστεράς. Μέσα σε δύο χρόνια απέτυχε και παραιτήθηκε, με ολέθριο αποτέλεσμα την κονιορτοποίηση της ιταλικής αριστεράς. Το ίδιο και ο Λιονέλ Ζοσπέν στη Γαλλία, όταν μετά τις μεγάλες απεργίες των Γάλλων σιδηροδρομικών, κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε την κυβέρνηση της «πληθυντικής αριστεράς». Μετά την ψήφιση μερικών προοδευτικών μέτρων, μεταξύ αυτών και το εμβληματικό 35ωρο, άρχισε να προσαρμόζεται και τελικά ηττήθηκε στις εκλογές.
Εδώ ακριβώς η ελληνική ριζοσπαστική αριστερά διαφοροποιείται από τη σοσιαλδημοκρατία. Γιατί μέσα σε δύσκολες συνθήκες χρεοκοπίας φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα να βγει η Ελλάδα από την μνημονιακή επιτήρηση. Το επόμενο βήμα είναι να πετύχει και στην μεταμνημονιακή εποχή, κινητοποιώντας τα μαζικά κινήματα.
Μπάμπης Κοβάνης
Πηγή: Η Αυγή