Macro

Μέσα ενημέρωσης σε κρίση

Τίποτα δεν συμβολίζει καλύτερα τη σύγχυση που επικρατεί στον γαλλικό Τύπο, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με μείωση των κυκλοφοριών του. Σημείο αιχμής, η απόφαση της -κάποτε μαοϊκής- εφημερίδας «Libération» να δώσει το πράσινο φως για την εξαγορά του 37% του κεφαλαίου της από τον τραπεζίτη Εντουάρ ντε Ροτσίλντ…  Πριν από λίγο καιρό, ο όμιλος Socpresse, που εκδίδει περίπου 70 τίτλους, μεταξύ των οποίων η εφημερίδα «Le Figaro», τα περιοδικά «L’Express», «L’Expansion και δεκάδες τοπικές εφημερίδες, πέρασε στα χέρια ενός κατασκευαστή όπλων, του Σερζ Ντασό.  Γνωρίζουμε, επίσης, ότι ένας άλλος βιομήχανος όπλων, ο Αρνό Λαγκαρντέρ, κατέχει ήδη τον όμιλο Hachette (1), ο οποίος εκδίδει 47 περιοδικά (ανάμεσα στα οποία το «Elle», το «Parents», το «Première») και περιφερειακές εφημερίδες όπως οι «La Provence», «Nice-Matin» και «Corse-Presse». Αν συνεχιστεί η πτώση της κυκλοφορίας, ο ανεξάρτητος Τύπος κινδυνεύει να περάσει, σιγά-σιγά, υπό τον έλεγχο λίγων βιομηχάνων – Bouygues, Dassault, Lagardere, Pinault, Arnault, Bollore, Bertelsmann… – οι οποίοι συνεργάζονται μεταξύ τους και απειλούν τον πλουραλισμό.

Ο μεγαλύτερος ανεξάρτητος όμιλος τύπου, La Vie-Le Monde, γνώρισε πρόσφατα σημαντικές αναταράξεις, κυρίως από την παραίτηση του διευθυντή σύνταξης της «Le Monde». Εξαιτίας του σημαντικού ρόλου της εφημερίδας στην πνευματική ζωή της Γαλλίας, ευχόμαστε να μπορέσει να προστατευθεί από τα γεράκια που καραδοκούν. Να ευχηθούμε επίσης η νέα περίοδος που ξεκινάει να χαρακτηρίζεται λιγότερο από τη σκηνοθεσία της είδησης και περισσότερο από «την αναζήτηση της ακρίβειας», που θα επιτρέπει στους αναγνώστες «να βρουν μια αναφορά, μια σίγουρη απάντηση, μια επικύρωση», με λίγα λόγια «μια εφημερίδα όπου η ικανότητα θα κυριαρχεί, πάνω από κάθε είδους συνενοχή», όπως έγραψε ο Ζαν-Μαρί Κολομπανί στη «Le Monde», στις 16 Δεκεμβρίου 2004.

Η πτώση αγγίζει πλέον και τα έντυπα αναφοράς. Πρώτη φορά, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, αφορά και τη «Le Monde diplomatique»: η εφημερίδα μας, που από το 1990 αύξαινε συνεχώς την κυκλοφορία της, και η οποία, ανάμεσα στο 2001 και το 2003 είχε πωλήσεις που σημείωσαν ρεκόρ αύξησης -μεγαλύτερη από 25%- χωρίς αμφιβολία θα υποστεί το 2004 (οι τελικοί αριθμοί δεν έχουν καθοριστεί ακόμα) μείωση της κυκλοφορίας 12% (2). Οι περισσότερες από τις μεγάλες εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας θα υποστούν επίσης σημαντικές μειώσεις, οι οποίες συχνά θα έρθουν να προστεθούν στις κυκλοφοριακές μειώσεις του 2003.

Το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στη Γαλλία. Η αμερικανική εφημερίδα «International Herald Tribune», για παράδειγμα, μείωσε τις πωλήσεις της κατά 4,16% το 2003. Στην Αγγλία, η «Financial Times» έχασε το 6,6% των φύλλων της. Στη Γερμανία, τα πέντε τελευταία χρόνια η κυκλοφορία μειώθηκε κατά 7,7%, στη Δανία 9,5%, στην Αυστρία 9,9%, στο Βέλγιο 6,9%, ακόμα και στην Ιαπωνία, της οποίας οι κάτοικοι είναι πρώτοι στην κατάταξη αγοράς εφημερίδων, η μείωση έφτασε το 2,2%. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα τελευταία οκτώ χρόνια, ο αριθμός των φύλλων έπεσε κατά επτά εκατομμύρια αντίτυπα… Σε παγκόσμια κλίμακα, ο αριθμός των φύλλων που πωλούνται πέφτει, κατά μέσο όρο, 2% κάθε χρόνο. Σε σημείο που κάποιοι αναρωτιούνται μήπως ο Τύπος ανήκει στο παρελθόν, μήπως είναι ένα μέσο ενημέρωσης της βιομηχανικής εποχής που απειλείται με εξαφάνιση.

Εδώ κι εκεί εφημερίδες κλείνουν: Στην Ουγγαρία, στις 5 Νοεμβρίου 2004, η εφημερίδα «Magyar Hirlap» (ιδιοκτησία του ελβετικού ομίλου Ringier) κατέβασε ρολά. Την προηγουμένη, 4 Νοεμβρίου, στο Χονγκ Κονγκ, το εβδομαδιαίο έντυπο αναφοράς «Eastern Economic Review» (ιδιοκτησία του αμερικανικού ομίλου Doen Jones) σταματούσε την κυκλοφορία του. Στη Γαλλία, στις 7 Δεκεμβρίου 2004, το μηνιαίο έντυπο «Nova Magazine» επίσης σταμάτησε να κυκλοφορεί. Στις ΗΠΑ, ανάμεσα στο 2000 και το 2004, περισσότερες από δύο χιλιάδες θέσεις εργασίας στον Τύπο -δηλαδή το 4%- χάθηκαν. Η κάμψη αγγίζει επίσης τα πρακτορεία Τύπου που τροφοδοτούν τις εφημερίδες με πληροφορίες. Το κυριότερο από αυτά, το Ρόιτερ, ανακοίνωσε πρόσφατα 4.500 απολύσεις προσωπικού.

Οι εξωτερικές αιτίες της κρίσης είναι γνωστές: Από τη μία, η καταστροφική επίθεση των δωρεάν εφημερίδων. Στη Γαλλία, με όρους αναγνωσιμότητας, η εφημερίδα «20 Minutes» βρίσκεται στην κορυφή και αγγίζει περισσότερα από δύο εκατομμύρια αναγνώστες τη μέρα, πολύ μπροστά από την «Le Parisien» (1,7 εκατομμύρια). Μία άλλη δωρεάν εφημερίδα, η «Metro», διαβάζεται κάθε μέρα από 1,6 εκατομμύρια άτομα. Τα έντυπα αυτά στραγγίζουν ένα σημαντικό μέρος των διαφημιστικών εσόδων, καθώς οι διαφημιζόμενοι δεν ξεχωρίζουν τον αναγνώστη που αγοράζει την εφημερίδα του από εκείνον που την παίρνει δωρεάν.

Για να αντισταθούν στον ανταγωνισμό, κάποιες εφημερίδες, κυρίως στην Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα και την Τουρκία, προτείνουν, με μικρή αύξηση της τιμής, DVD, περιοδικά κόμικς, CD, βιβλία, άτλαντες, εγκυκλοπαίδειες, ή ακόμα συλλογές γραμματοσήμων ή και σετ ποτηριών, παιχνίδια, σκάκι κ.λπ. Γεγονός που αυξάνει τη σύγχυση ανάμεσα σε πληροφόρηση και εμπορευματοποίηση.  Οι εφημερίδες χάνουν την ταυτότητά τους, το όνομά τους χάνει την αξία του και τίθεται σε κίνηση ένας διαβολικός μηχανισμός, του οποίου κανείς δεν γνωρίζει το αποτέλεσμα.

Η άλλη εξωτερική αιτία είναι φυσικά το Διαδίκτυο, το οποίο συνεχίζει την εξαιρετική του εξάπλωση. Μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2004, δημιουργήθηκαν περισσότερες από 4,7 εκατομμύρια καινούργιες ιστοσελίδες. Σ’ ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν σήμερα περίπου 70 εκατομμύρια ιστοσελίδες και οι χρήστες του Διαδικτύου φτάνουν τα 700 εκατομμύρια.

Στις αναπτυγμένες χώρες, πολύς κόσμος παρατάει την ανάγνωση των εφημερίδων, ακόμα και την τηλεόραση, για χάρη του υπολογιστή. Το ADSL είναι αυτό που κυρίως αλλάζει το σκηνικό. Με μια τιμή που κυμαίνεται από 10 έως 30 ευρώ το μήνα, μπορούμε να συνδεθούμε με το γρήγορο Ίντερνετ. Ήδη στη Γαλλία, περισσότερα από 5,5 εκ. σπίτια έχουν πρόσβαση με πολύ υψηλές ταχύτητες στον Τύπο του Διαδικτύου (το 79% των εφημερίδων παγκοσμίως διαθέτουν ιστοσελίδες), σε κάθε είδους κείμενα, στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, σε φωτογραφίες, μουσική, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, ταινίες, ηλεκτρονικά παιχνίδια κ.λπ.

 

Κατά συρροήν ψέματα

Υπάρχει επίσης το φαινόμενο των «blogs», ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της δικτυακής κουλτούρας, που γνώρισε πραγματική έκρηξη το δεύτερο τρίμηνο του 2004. Με ύφος προσωπικού ημερολογίου, ανακατεύουν χωρίς κανένα κόμπλεξ πληροφορία και γνώμη, επιβεβαιωμένα γεγονότα και φήμες, τεκμηριωμένες αναλύσεις και φαντεζί εντυπώσεις. Στην Ινδία, η Times Internet, θυγατρική εταιρεία πολυμέσων της εφημερίδας «Times of India», στέλνει κάθε μήνα 30 εκατομμύρια πληροφορίες στα κινητά των συνδρομητών της με SMS, μια τεχνολογία που προσφέρει γρήγορη (σε χρόνο), σύντομη (σε έκταση) και φθηνή επικοινωνία. Στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, όλο και περισσότερα άτομα πληροφορούνται μέσω του κινητού τους. Λαμβάνουν ραδιοφωνικές εκπομπές αλλά και τηλεοπτικά κανάλια. Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι οι τομείς της πληροφόρησης, εκτός από το Διαδίκτυο, χάνουν το κοινό τους εξαιτίας του πολύ μεγάλου ανταγωνισμού ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης (3).

Όμως η κρίση έχει και εσωτερικές αιτίες, που οφείλονται κυρίως στην απώλεια της αξιοπιστίας του Τύπου. Κατ’ αρχήν γιατί, όπως είδαμε, ο Τύπος ανήκει σε βιομηχανικούς ομίλους που ελέγχουν την οικονομική εξουσία και είναι συνένοχοι με την πολιτική εξουσία. Και, επίσης, γιατί η μεροληψία, η έλλειψη αντικειμενικότητας, τα ψέματα, η χειραγώγηση και ακόμα, πολύ απλά, τα «φτιαγμένα» ρεπορτάζ αυξάνουν συνεχώς. Ξέρουμε πως ποτέ δεν υπήρξε «χρυσός αιώνας» της πληροφόρησης, όμως οι παρεκκλίσεις αυτές αφορούν τώρα και ποιοτικές εφημερίδες. Στις ΗΠΑ, η υπόθεση Τζέισον Μπλερ, βεντέτας της δημοσιογραφίας, ο οποίος παραποιούσε τα γεγονότα, αντέγραφε κείμενα που έβρισκε στο Διαδίκτυο και επινοούσε δεκάδες ιστορίες, έκανε απίστευτη ζημιά στη «New York Times», η οποία συχνά δημοσίευε τα παραμύθια του στο πρωτοσέλιδό της (4). Η εφημερίδα, που θεωρείται από τους επαγγελματίες έντυπο αναφοράς, έζησε έναν πραγματικό σεισμό. Οι δύο επικεφαλής της σύνταξης, ο Χάουελ Ρέινς και ο Τζέραλντ Μπόιντ, υποχρεώθηκαν σε παραίτηση, ενώ πρώτη φορά δημιουργήθηκε η θέση του «ombudsman» (μεσολαβητή), την οποία κάλυψε ο Ντάνιελ Όκρεντ, δοκιμιογράφος και πρώην αρχισυντάκτης του περιοδικού «Time».

Λίγους μήνες πριν, είχε ξεσπάσει ένα ακόμα πιο παταγώδες σκάνδαλο. Αφορούσε την πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα στις ΗΠΑ, την «USA Today»: Οι αναγνώστες της έμειναν εμβρόντητοι ανακαλύπτοντας ότι ο πιο διάσημος ρεπόρτερ της, ο Τζακ Κέλεϊ, ένας διεθνής σταρ που είχε «οργώσει τον πλανήτη», είχε πάρει συνέντευξη από 36 αρχηγούς κρατών και είχε καλύψει πάνω από δέκα πολέμους, στην πραγματικότητα ήταν ένας ψυχαναγκαστικός απατεώνας, ένας κατά συρροήν «κατασκευαστής» ρεπορτάζ. Ανάμεσα στο 1993 και το 2003, ο Κέλεϊ εφηύρε εκατοντάδες ιστορίες που έκαναν πάταγο. Ως διά μαγείας, πάντα βρισκόταν στον τόπο όπου διαδραματίζονταν τα γεγονότα και έφερνε πίσω μαζί του εξαιρετικά ρεπορτάζ. Σε ένα από αυτά, υποστήριζε πως υπήρξε μάρτυρας τρομοκρατικής ενέργειας σε μια πιτσαρία στην Ιερουσαλήμ, και περιέγραφε τρεις άντρες που έτρωγαν δίπλα του και των οποίων τα πτώματα τινάχτηκαν ψηλά με την έκρηξη και ξανάπεσαν στο έδαφος με τα κεφάλια τους αποχωρισμένα από τον κορμό, να κυλούν στον δρόμο…

Το πιο χονδροειδές ρεπορτάζ δημοσιεύθηκε στις 10 Μαρτίου 2000 και αφορούσε την Κούβα: ο Κέλεϊ φωτογράφισε μια εργαζόμενη σ’ ένα ξενοδοχείο, τη «Jacqueline», και διηγήθηκε με λεπτομέρειες την προσπάθεια εξόδου της από τη χώρα μέσα σ’ ένα καρυδότσουφλο, και τον τραγικό πνιγμό της στο στενό της Φλόριντα. Στην πραγματικότητα, η γυναίκα, που ονομάζεται Γιαμιλέ Φερνάντεζ, είναι ζωντανή, ποτέ δεν έζησε τέτοια περιπέτεια, ενώ ένας άλλος δημοσιογράφος της «USA Today», ο Μπλέικ Μόρισον, την συνάντησε διαψεύδοντας τα παραμύθια του Κέλεϊ (5). Η αποκάλυψη της απάτης, που θεωρείται από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της αμερικανικής δημοσιογραφίας, στοίχισε τη θέση τους στη διευθύντρια σύνταξης, Κάρεν Γιούργκενσεν, και σε δύο άλλους σημαντικούς διευθυντές, τον Μπράιαν Γκάλαχερ, βοηθό της, και τον Χαλ Ρίτερ, υπεύθυνο πληροφόρησης (6).

Πρόσφατα, στη μέση της προεκλογικής καμπάνιας, ένας νέος δεοντολογικός σεισμός ταρακούνησε τον κόσμο των μέσων ενημέρωσης: ο Νταν Ράδερ, ο παρουσιαστής-βεντέτα του τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων του CBS και της εκπομπής κύρους Sixty Minutes, παραδέχτηκε ότι έδωσε στη δημοσιότητα, χωρίς να τα έχει ελέγξει, παραποιημένα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι ο πρόεδρος Μπους είχε χρησιμοποιήσει υψηλά μέσα για να γλιτώσει από τον πόλεμο του Βιετνάμ (7).  Ο Νταν Ράδερ ανακοίνωσε ότι θα αφήσει τη δουλειά του και θα βγει στη σύνταξη…

 

Το δηλητήριο για το Ιράκ

Σε όλες αυτές τις καταστροφές, πρέπει να προσθέσουμε την αναμετάδοση, από όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, τα οποία μετατράπηκαν σε όργανα προπαγάνδας, ιδιαίτερα το κανάλι Fox News (8), των ψεμάτων του Λευκού Οίκου σε σχέση με το Ιράκ.  Οι εφημερίδες δεν διασταύρωσαν -ούτε αμφισβήτησαν- τις δηλώσεις της κυβέρνησης Μπους. Αν το είχαν κάνει, το ντοκιμαντέρ «Fahrenheit 9/11» του Μάικλ Μουρ δεν θα είχε τέτοια επιτυχία. Οι πληροφορίες που παρουσιάζει η ταινία ήταν γνωστές από πολύ καιρό, όμως τα μίντια τις είχαν αποκρύψει.

Ακόμα και η «Washington Post» και η «New York Times» συμμετείχαν στην «πλύση εγκεφάλου», όπως κατέδειξε ο ειδικός στα μέσα ενημέρωσης Τζον Πίλγκερ: «Πριν από την εισβολή, οι δύο εφημερίδες φώναζαν βοήθεια για λογαριασμό του Λευκού Οίκου. Στο πρωτοσέλιδο της “New York Times” διαβάζαμε τίτλους όπως “Μυστικό οπλοστάσιο [στο Ιράκ]”, “Λιποτάκτης περιγράφει τις έρευνες για την ατομική βόμβα στο Ιράκ”, “Ιρακινός μιλάει για τις εργασίες ανακαίνισης στις τοποθεσίες χημικών και πυρηνικών όπλων” και “Λιποτάκτες εξετάζουν τους αμερικανικούς φακέλους για το Ιράκ”, λένε επίσημες πηγές. Ολα τα άρθρα αποδείχθηκαν καθαρή προπαγάνδα. Σε εσωτερικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (το οποίο δημοσίευσε η “Washington Post”), η διάσημη δημοσιογράφος της “New York Times” Τζούντιθ Μίλερ παραδέχεται ότι κύρια πηγή της υπήρξε ο Αχμέτ Σαλάμπι, εξόριστος Ιρακινός, απατεώνας, καταδικασμένος από το δικαστήριο, ο οποίος διηύθυνε το Εθνικό Ιρακινό Κογκρέσο (ΕΙΚ) με βάση την Ουάσιγκτον και χρηματοδότηση από τη CIA. Έρευνα του αμερικανικού Κογκρέσου έδειξε αργότερα ότι σχεδόν όλες οι πληροφορίες που έδωσε ο Σαλάμπι και άλλοι εξόριστοι ήταν αβάσιμες» (9).

Αξιωματούχος της CIA, ο Ρόμπερτ Μπάερ, αποκάλυψε τον μηχανισμό του συστήματος προπαγάνδας. «Το ΕΙΚ έπαιρνε πληροφορίες από ψευτο-λιποτάκτες και τις έδινε στο Πεντάγωνο. Έπειτα το ΕΙΚ έδινε τις ίδιες πληροφορίες στους δημοσιογράφους, λέγοντάς τους “Αν δεν το πιστεύετε, τηλεφωνήστε στο Πεντάγωνο”. Οι πληροφορίες κυκλοφορούσαν έτσι σε κύκλο και η “New York Times” μπορούσε να λέει ότι είχε δύο πηγές για τα όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ. Το ίδιο και η “Washington Post”. Οι δημοσιογράφοι δεν έψαχναν περισσότερο. Άλλωστε, συχνά, οι αρχισυντάκτες τους ζητούσαν να υποστηρίξουν την κυβέρνηση. Από πατριωτισμό» (10).

Ο αρχισυντάκτης της «Washington Post» Στιβ Κολ αναγκάστηκε να παραιτηθεί, στις 25 Αυγούστου 2004, μετά από έρευνα η οποία αποκάλυπτε το πόσο ελάχιστος χώρος δόθηκε σε άρθρα που αμφισβητούσαν την κυβερνητική θέση, την περίοδο πριν από την εισβολή στο Ιράκ (11). «Η New York Times» αναγκάστηκε επίσης να ζητήσει συγγνώμη. Στο εντιτόριαλ της 26ης Μαΐου 2004, αναγνώρισε την έλλειψη ακρίβειας που επέδειξε στην παρουσίαση των γεγονότων που οδήγησαν στον πόλεμο και δήλωσε τη λύπη της για το γεγονός ότι μετέδωσε «λανθασμένες πληροφορίες».

Στη Γαλλία, οι μιντιακές καταστροφές δεν είναι μικρότερες, όπως έδειξε ο χειρισμός των υποθέσεων Πατρίς Αλέγκρ, του νεαρού που κουβαλούσε βαλίτσες στο αεροδρόμιο Ορλί, της ομάδας παιδόφιλων στο Ουτρό και της Μαρί Λ., που υποστήριξε ότι δέχτηκε αντισημιτική επίθεση στο RER D (12). Το φαινόμενο είναι το ίδιο και σε άλλες χώρες. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις, στις 11 Μαρτίου 2004, τα μέσα ενημέρωσης που ήλεγχε η κυβέρνηση του Χοσέ Μαρία Αθνάρ επιδόθηκαν σε χειραγώγηση, προσπαθώντας να επιβάλουν την «επίσημη αλήθεια», για να εξυπηρετήσουν τα εκλογικά τους συμφέροντα, κρύβοντας την ευθύνη της Αλ Κάιντα και φορτώνοντας το έγκλημα στη βασκική οργάνωση ΕΤΑ. Όλες αυτές οι υποθέσεις, όπως και η όλο και πιο στενή σχέση με την οικονομική και πολιτική εξουσία, έχουν προκαλέσει πολύ μεγάλη κάμψη της αξιοπιστίας των μέσων. Αποκαλύπτουν ένα ανησυχητικό δημοκρατικό έλλειμμα. Κυριαρχεί η δημοσιογραφία της ευμένειας, ενώ η κριτική δημοσιογραφία υποχωρεί. Πρέπει, μάλιστα, να αναρωτηθούμε, αν, την ώρα της παγκοσμιοποίησης και των τεράστιων ομίλων των μέσων ενημέρωσης, η έννοια του ελεύθερου Τύπου δεν κινδυνεύει να εξαφανιστεί.

 

«Υγιείς ιδέες»

Υπό αυτήν την οπτική, οι δηλώσεις του Σερζ Ντασό επιβεβαιώνουν τους χειρότερους φόβους. Μόλις ανέλαβε καθήκοντα, ο νέος ιδιοκτήτης της «Figaro» δήλωσε στους συντάκτες: «Θα ήθελα, στο μέτρο του δυνατού, να προβάλλει η εφημερίδα τις επιχειρήσεις μας. Εκτιμώ ότι, μερικές φορές, υπάρχουν πληροφορίες που απαιτούν προσοχή. Αυτό συμβαίνει με τα άρθρα που αναφέρονται σε συμβόλαια υπό διαπραγμάτευση. Υπάρχουν πληροφορίες που κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Υπάρχει φόβος να βάλουμε σε κίνδυνο τα εμπορικά ή βιομηχανικά συμφέροντα της χώρας μας» (13).

Αυτό που ο Ντασό ονομάζει «η χώρα μας», καταλάβατε, φαντάζομαι, ότι είναι η εταιρεία κατασκευής όπλων ιδιοκτησίας του, η Dassault Aviation. Και, χωρίς αμφιβολία, λογόκρινε μια συνέντευξη για τη δόλια πώληση αεροπλάνων Μιράζ στην Ταϊβάν, για να την προστατέψει. Όπως λογόκρινε και μια πληροφορία για τις συνομιλίες του Ζακ Σιράκ και του Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα με θέμα το σχέδιο πώλησης αεροπλάνων Ραφάλ στην Αλγερία (14).

Οι πρόσφατες εξηγήσεις του για τις αιτίες που τον οδήγησαν να αγοράσει το περιοδικό «L’Express» και την εφημερίδα «Le Figaro» – «η εφημερίδα επιτρέπει να περάσουν κάποιες υγιείς ιδέες» δήλωσε- ενίσχυσαν την ανησυχία των δημοσιογράφων (15).

Αν συνδυάσουμε τις δηλώσεις αυτές με τις δηλώσεις του Πατρίκ λε Λε, αφεντικού του TF1 (16), για τον πραγματικό ρόλο του καναλιού του, γίγαντα των γαλλικών μίντια («Η δουλειά του TF1 είναι να βοηθήσει την Κόκα Κόλα να πουλήσει το προϊόν της. Εμείς πουλάμε στην Κόκα Κόλα διαθέσιμο χρόνο του ανθρώπινου εγκεφάλου (17)»), βλέπουμε σε ποιους κινδύνους μπορεί να οδηγήσει η ανάμειξη των ειδών, όπως μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την αντίφαση ανάμεσα στη μανία του εμπορίου και την ηθική της πληροφόρησης.

Η ανάμειξη των ειδών μπορεί να φτάσει πολύ μακριά εν αγνοία των αναγνωστών. Ο Ουόλτερ Ουέλς, διευθυντής της «International Herald Tribune» -ανήκει στον όμιλο New York Times, που είναι καταχωρισμένος στο χρηματιστήριο- πρόσφατα προειδοποίησε για τις συνέπειες της εισόδου στο χρηματιστήριο των επιχειρήσεων Τύπου: «Συχνά, εκείνοι που πρέπει να πάρουν μια δημοσιογραφική απόφαση αναρωτιούνται αν αυτή θα μειώσει ή θα αυξήσει κατά λίγα σεντς τη χρηματιστηριακή αξία της μετοχής της εκδοτικής εταιρείας. Αυτού του είδους οι σκέψεις έχουν γίνει κεφαλαιώδεις, οι διευθυντές των εφημερίδων λαμβάνουν συνεχώς οδηγίες από τους ιδιοκτήτες. Πρόκειται για ένα νέο δεδομένο στη σύγχρονη δημοσιογραφία. Πριν, δεν ήταν έτσι τα πράγματα» (18).

Στο Διαδίκτυο, η σύγχυση αυτή, που τελικά παγιδεύει τους αναγνώστες, είναι ακόμα μεγαλύτερη. Έτσι, η ιστοσελίδα Forbes.com, του αμερικανικού οικονομικού περιοδικού «Forbes», χρησιμοποιεί ένα νέο εργαλείο διαφήμισης, το οποίο την ενσωματώνει στο κείμενο του άρθρου. Οι διαφημιζόμενοι αγοράζουν λέξεις-κλειδιά και, όταν περάσει από πάνω τους το «ποντίκι» του υπολογιστή, ανοίγει ένα παράθυρο με το διαφημιστικό μήνυμα. Οι δημοσιογράφοι δεν γνωρίζουν από πριν ποιες είναι οι λέξεις που αγοράζουν οι διαφημιζόμενοι, αλλά κάποιοι αναρωτιούνται αν σε λίγο καιρό δεν θα τους ζητηθεί να γράφουν κείμενα χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες λέξεις, οι οποίες θα φέρνουν χρήματα στην εκδοτική εταιρεία.

Όλο και περισσότερο, οι πολίτες συνειδητοποιούν τους νέους κινδύνους. Δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία προς τη μιντιακή χειραγώγηση και μοιάζουν πεπεισμένοι ότι στην, υπερβολικά μιντιακή κοινωνία μας, ζούμε, παραδόξως, σε κατάσταση πληροφοριακής ανασφάλειας. Η πληροφορία είναι άφθονη, όμως έχει μηδενική εγγύηση πιστότητας. Συχνά διαψεύδεται. Παρακολουθούμε τον θρίαμβο της δημοσιογραφίας της κερδοσκοπίας και του θεάματος, εις βάρος της δημοσιογραφίας της πληροφορίας.  Η σκηνοθεσία (η συσκευασία) είναι πιο σημαντική από τη διασταύρωση των γεγονότων.

Αντί να υψώνονται ως τελευταίο ανάχωμα ενάντια στην παρέκκλιση που οφείλεται στην ταχύτητα και την αμεσότητα, πολλές εφημερίδες αποτυγχάνουν στην αποστολή τους, και μερικές φορές συμβάλλουν, στο όνομα μιας τεμπέλικης ή αστυνομικής αντίληψης (19) της δημοσιογραφίας της έρευνας, στο να απαξιώνεται αυτό που κάποτε ονομάζαμε «τέταρτη εξουσία». Ο ιδρυτής μας, ο Ιμπέρ Μπεβ-Μερί, έλεγε πάντα: «Τα γεγονότα είναι ιερά, η γνώμη είναι ελεύθερη». Όμως η τάση που εξαπλώνεται στα μίντια φαίνεται να αντιστρέφει τη ρήση αυτή. Όλο και περισσότερο, οι δημοσιογράφοι θεωρούν ότι η γνώμη τους, σπάνια τεκμηριωμένη, είναι ιερή, ενώ δεν διστάζουν να παραποιούν τα γεγονότα, ώστε να τα προσαρμόζουν στην επιβεβαίωση της γνώμης τους.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, με τον ενθουσιασμό να υποχωρεί, ενώ εξαπλώνεται ένα απαισιόδοξο όραμα για το μέλλον, η σύνταξη της «Le Monde diplomatique» δουλεύει σκληρά για να βελτιώσει το περιεχόμενό της και θεωρεί ότι τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από το να μην προδώσει την εμπιστοσύνη των αναγνωστών της. Υπολογίζουμε στην ενεργοποίησή τους και την αλληλεγγύη τους, για να υπερασπίσουμε την ανεξαρτησία του εντύπου μας και την ελευθερία που μας εγγυάται (20). Ο καλύτερος τρόπος να μας υποστηρίξουν είναι να γραφτούν οι ίδιοι συνδρομητές και να γράψουν και τους φίλους τους.

Θέλουμε να είμαστε η εφημερίδα της κοινωνίας που βρίσκεται σε κίνηση, εκείνων που θέλουν να αλλάξει ο κόσμος. Και προσπαθούμε να μένουμε πιστοί στις βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν τον τρόπο που αξιολογούμε τις πληροφορίες.  Μειώνοντας την ταχύτητα της ενημέρωσης, στοιχηματίζοντας στη δημοσιογραφία του διαφωτισμού για να διαλύσουμε τις σκιές της επικαιρότητας, ενδιαφερόμενοι για καταστάσεις που δεν συγκεντρώνουν τους προβολείς της επικαιρότητας αλλά μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα το διεθνές πεδίο, προτείνοντας αφιερώματα ακόμα πιο ολοκληρωμένα, πιο βαθιά και καλύτερα τεκμηριωμένα για τα μεγάλα σύγχρονα ζητήματα, πηγαίνοντας στο βάθος των προβλημάτων με μέθοδο, ακρίβεια και σοβαρότητα, παρουσιάζοντας πρωτότυπες πληροφορίες και αναλύσεις που συχνά έχουν αποσιωπηθεί, προσπαθώντας να πάμε ενάντια στο ρεύμα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η ποιότητα της πληροφορίας εξαρτάται από τον διάλογο των πολιτών. Η φύση του διαλόγου καθορίζει, στο υψηλότερο στάδιο, τον πλούτο της δημοκρατίας.

 

  1. Η Hachette Filipacchi Medias, θυγατρική της εταιρίας Lagardere Media, είναι ο μεγαλύτερος εκδοτικός οίκος περιοδικών στον κόσμο, με 245 τίτλους σε 36 χώρες. Βλ. την ιστοσελίδα www.observatoire-medias.info. Στον όμιλο Le Monde Α.Ε. -κύριο μέτοχο (51%) της Monde diplomatique Α.Ε. – ο όμιλος Lagardère είναι μέτοχος (10 %) της εφημερίδας «Midi libre» και της «Monde interactif».
  2. Αντίθετα, ο αριθμός των άρθρων που διαβάζονται (δωρεάν) στην ιστοσελίδα μας www.monde-diplomatique.fr, υπερδιπλασιάστηκε το 2004. Το διεθνές μας κοινό συνεχίζει επίσης να μεγαλώνει. Οι διεθνείς μας εκδόσεις φτάνουν σήμερα τις 45, σε 20 γλώσσες, και η αθροιστική κυκλοφορία τους ξεπερνά το 1,1 εκατ. αντίτυπα.
  3. Στις ΗΠΑ, η καθημερινή τηλεθέαση των τηλεοπτικών δελτίων των μεγάλων καναλιών μειώθηκε, κατά μέσο όρο, από 36,3 εκατ. το 1994 σε 26,3 εκατ. το 2004.
  4. Βλ. «Le Monde», 21 Μαΐου 2003, και «Time», 16 Ιουνίου 2003.
  5. Woman who died in Cuba story alive in USA, www.usatoday.com/news/2004-03-19-2004-03-19-kelley-cuba_x.htm
  6. «Le Monde», 30 Απριλίου 2004.
  7. «Le Monde», 28 Σεπτεμβρίου 2004.
  8. Βλ. το ντοκιμαντέρ του Ρόμπερτ Γκρίνγουολντ «Outfoxed» (2004).
  9. John Pilger, «Fabriquer des citoyens consommateurs, mal informes et bien-pensants », «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 2004.
  10. Στο ντοκιμαντέρ του Ρόμπερτ Γκρίνγουολντ «Uncovered» (2003).
  11. «The Washington Post», 12 Αυγούστου 2004.
  12. Βλ. Gilles Balbastre, «Les faits divers, ou le tribunal implacable des medias», «Le Monde diplomatique», Δεκέμβριος 2004.ΣτΕ: Patrice Alegre, δολοφόνος κατά συρροήν. Παραδέχτηκε πέντε φόνους και έξι βιασμούς. Το 2002 καταδικάστηκε σε ισόβια. Ο Αμπντελραζάκ Μπεσεγκίρ, 27 ετών, καταδικάστηκε για εμπορία όπλων, τα οποία βρέθηκαν στη βαλίτσα που κουβαλούσε. Αθωώθηκε με την ομολογία του ατόμου που είχε «κατασκευάσει» την κατηγορία με τη συνέργεια της οικογένειας της συζύγου του Μπεσεγκίρ. Ο ιερέας Ντομινίκ Βιέλ και η φουρνάρισσα Ροζλύν Νορμά αθωώθηκαν από τις κατηγορίες της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων στην πόλη Ουτρώ. Το RER είναι η γραμμή του μετρό για τα προάστια και τις κοντινές πόλεις. Η γραμμή D θεωρείται «επικίνδυνη», μια που οδηγεί και σε πόλεις-γκέτο.
  13. «Le Monde», 9 Σεπτεμβρίου 2004.
  14. «Le Canard enchaine», 8 Σεπτεμβρίου 2004.
  15. Μετά από την εξαγορά της Socpresse από τον Serge Dassault, 268 δημοσιογράφοι του ομίλου, δηλαδή περίπου το 10% του προσωπικού, έκαναν χρήση της ρήτρας μεταβίβασης και ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους.
  16. ΣτΜ: Το κανάλι TF1, η πρώτη συχνότητα που ιδιωτικοποιήθηκε στη Γαλλία, ανήκει στον γνωστό κατασκευαστικό κολοσσό Bouygues.
  17. Στο βιβλίο «Les Dirigeants face au changement», Editions du Huitieme Jour, Παρίσι, 2004.
  18. «El Mundo», Μαδρίτη, 12 Νοεμβρίου 2004.
  19. Οπου συχνά μπερδεύονται πηγές και πληροφοριοδότες, πραγματικές έρευνες και δημοσίευση ψεμάτων.
  20. ΣτΜ: Η Α.Ε. Le Monde diplomatique ανήκει σε δύο συλλόγους, τον σύλλογο των εργαζομένων και τον σύλλογο των φίλων της, καθώς και στην Α.Ε. Le Monde (κατά 51%). Χάρη σε ειδικό όρο, η Α.Ε. Le Monde δεν έχει δικαίωμα να επέμβει στην εκδοτική γραμμή, ούτε να τοποθετήσει διευθυντή στη «Le Monde diplomatique».

Ignacio Ramonet

Πηγή: Le Monde Diplomatique