Οταν πρόκειται να κρίνουμε επιλογές τής ηγεσίας της ΝΔ, οφείλουμε, για να είναι ορθή η δική μας κρίση, να παραδεχόμαστε εκ προοιμίου ότι οποιαδήποτε ηγεσία στη θέση της θα ήταν δύσκολο να επιλέξει μια αποδοτική για το κόμμα της πολιτική. Όλες οι προβλέψεις της, που στηριζόταν στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα άντεχε μόνο μερικούς μήνες και εκφραζόταν συνθηματολογικά με την απαίτηση να γίνουν άμεσα εκλογές, για να «μην πάει η χώρα στα βράχια», διαψεύστηκαν ή μία μετά την άλλη.
Ο εγκλωβισμός σε μια στρατηγική που στηριζόταν σε μια επιθυμία μεταμφιεσμένη σε πρόβλεψη, φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανατραπεί από μια ηγεσία, η οποία δεν διαθέτει τις αντοχές να το παραδεχτεί και την ικανότητα να μετατρέψει αυτή την παραδοχή σε νέο πολιτικό σχέδιο. Το αποτέλεσμα είναι να βλέπουμε σήμερα τη ΝΔ, που πολιτευόταν εδώ και χρόνια ως κόμμα με σταθερή και προβλέψιμη βασικά τροχιά, να έχει χάσει τις σταθερές της και να παρουσιάζει την εικόνα κόμματος που δεν πείθει ούτε τους πάγιους υποστηρικτές του.
Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα…
Στο πολυνομοσχέδιο για το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης τήρησε μάλλον αλλοπρόσαλλη στάση. Αφενός, για να δικαιολογήσει την αρνητική ψήφο της, εμφάνισε ένα πρόσωπο σούπερ νεοφιλελεύθερο υπερακοντίζοντας, για παράδειγμα, τις θέσεις του ΣΕΒ και του ΔΝΤ στο ζήτημα της κήρυξης εργατικής απεργίας. Έδωσε έτσι την εικόνα ενός κόμματος που τις τοποθετήσεις του χαρακτηρίζει η ιδεοληψία, για την οποία η ίδια η ΝΔ καταγγέλλει την κυβέρνηση.
Αφετέρου, παρότι διαφαίνεται το τέλος του προγράμματος προσαρμογής χωρίς ουρές και ήδη ανοίγει η συζήτηση για τη ρύθμιση του χρέους, επιμένει να μιλάει για «τέταρτο μνημόνιο» και να καταστροφολογεί. Αρνείται να ακούσει ακόμα και τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της. Ο Μιχ. Τσιντσίνης, για παράδειγμα, από τις στήλες της «Καθημερινής» της θυμίζει ότι η τρίτη αξιολόγηση είναι «η πρώτη μνημονιακή δοκιμασία από την οποία η κυβερνητική πλειοψηφία βγήκε ενισχυμένη αντί λαβωμένη· ότι το βάρος της «το σήκωσε αρραγής μια συμπολίτευση ηλικίας ήδη τριών ετών –και το μέτρημα δεν έχει τελειώσει»· ότι «ο Τσίπρας ξεκινάει το 2018 χωρίς να τον εμποδίζει κάτι να το εξαντλήσει και να παρατείνει το βίο της κυβέρνησής του μέχρι τις ευρωεκλογές, τον Μάιο του 2019»· ότι δεν θα χρειαστεί προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης· ότι «οι δανειστές θα ήθελαν να αποφύγουν οτιδήποτε μοιάζει με νέα πίστωση»· ότι τον Αύγουστο του 2018 η κυβέρνηση «μπορεί να πάρει κάτι προπαγανδιστικά εκμεταλλεύσιμο», ώστε κι αν ακόμα δεν έχει «βάσιμη ελπίδα να κερδίσει τις εκλογές, να έχει την ελπίδα να χάσει τόσο, ώστε να μην τις έχει κερδίσει ούτε ο αντίπαλος»…
Κατά συνείδηση στα συλλαλητήρια
Σ’ ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα της επικαιρότητας η ηγεσία της ΝΔ παρουσίασε, επίσης, αλλοπρόσαλλη εικόνα. Πριν καλά καλά επανέλθει στο προσκήνιο το μακεδονικό ζήτημα, η ηγεσία τής ΝΔ, αρνούμενη ξανά να δει την πραγματικότητα, πίστεψε ότι βρήκε ευκαιρία να διαλύσει την κυβερνητική συνεργασία. Συνέλαβε, τότε, τη φαεινή ιδέα να αποφανθεί ότι δεν πρόκειται να συναινέσει σε οποιαδήποτε λύση προκύψει από τις διαπραγματεύσεις με την πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία της Μακεδονίας, αν δεν έχουν κοινή θέση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
Την εξέλιξη των πραγμάτων από εκείνη την ημέρα και ύστερα την έχουμε παρακολουθήσει όλοι: όπως φαίνεται, το εύρημα αυτό δεν έχει αφετηρία την εκμετάλλευση της διαφοράς μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ στο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά η συγκάλυψη πίσω από το προπέτασμα αυτό της έλλειψης συμφωνίας στο εσωτερικό της ΝΔ. Αποτέλεσμα: από τη μια η ηγεσία της ΝΔ να λέει ότι η γραμμή της στο ζήτημα αυτό είναι σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων, κι από την άλλη να επιτρέπει στους βουλευτές της να συμμετάσχουν σε συγκεντρώσεις που καταγγέλλουν ως προδοσία ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Είναι φανερό ότι η ΝΔ, είτε λόγω αντικειμενικών δυσκολιών στα ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, είτε λόγω υποκειμενικών προβλημάτων στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εξαιτίας της αδυναμίας της ηγεσίας της να επιλύσει αυτές τις αντιφάσεις, πελαγοδρομεί. Κι ένα κόμμα που πελαγοδρομεί, μπορεί να φανεί, και να είναι υπό ορισμένες συνθήκες, ευκολότερος αντίπαλος.
Όσοι, όμως, σπεύσουν να τρίψουν τα χέρια τους, θα πρέπει να σκεφτούν ότι ποτέ δεν κερδήθηκε μάχη μόνο και μόνο επειδή ήταν εύκολος ο αντίπαλος. Ιδίως οι εκλογικές, οι πολιτικές και κοινωνικές μάχες κερδίζονται όταν αυτός που τις δίνει κριθεί ικανός να ανταποκριθεί στην εκπλήρωση του δικού του προγράμματος και όχι μόνο στην απαξίωση του προγράμματος των αντιπάλων.
Ο μόνος μαξιμαλισμός που επιτρέπεται
Από αυτή την άποψη, οι προφανείς δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ΝΔ συνιστούν και ένα κίνδυνο για την κυβέρνηση και του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι, αν ισχύει η επισήμανση του Μιχ. Τσιντσίνη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην χάσει τόσο πολύ ώστε να κερδίσει ο αντίπαλός του, ισχύει, επίσης, ότι και η ΝΔ μπορεί να μη χάσει τόσο, ώστε να κερδίσουν οι αντίπαλοί της. Ο μόνος μαξιμαλισμός που επιτρέπεται αυτή τη στιγμή στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι η μεγιστοποίηση της προσπάθειάς τους, ώστε να πετύχουν όλους τους στόχους που έχουν τεθεί ή χρειάζεται τώρα να τεθούν.
Πρώτα πρώτα, πρέπει να αποτρέψουν τον κίνδυνο να επικρατήσει η εικόνα που φιλοτεχνεί η ΝΔ, όταν ισχυρίζεται ότι οι δανειστές ευνοούν την κυβέρνηση γιατί, απλώς, τους κάνει τη δουλειά. Κι αυτό δεν γίνεται με την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, ούτε μόνο με την άρνηση της οικειοποίησης των μνημονίων. Γίνεται με την έμπρακτη απόδειξη, στα μάτια ιδίως των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, ότι η κυβέρνηση είναι εδώ για να τα υπερασπιστεί και να ευνοήσει τη βελτίωση της θέσης τους. Ότι στο μίγμα της εφαρμοσμένης πολιτικής της θα μεγαλώνει η δόση που αντιπροσωπεύει το δικό της πρόγραμμα.
Ένα κρίσιμο, επίσης, ζήτημα είναι η επίτευξη των οικονομικών στόχων, η βελτίωση των οικονομικών μεγεθών. Και κυρίως η ταχύτερη δυνατή αντανάκλαση αυτής της βελτίωσης στην καλυτέρευση της θέσης των εργαζομένων και στη μείωση της ανεργίας και της ημιαπασχόλησης.
Πέρα, όμως, από την οικονομία υπάρχει και η κοινωνία και η πολιτεία, οι θεσμοί των οποίων απαιτούν ενίσχυση και εκσυγχρονισμό προς όφελος των πολιτών και ιδίως εκείνων που δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σ’ αυτούς. Και σ’ αυτόν τον τομέα είναι παραπάνω από απαραίτητη η ανάδειξη της ιδιαιτερότητας του κυβερνητικού έργου, της διαφοράς μεταξύ μιας κυβέρνησης της αριστεράς και μιας οποιασδήποτε άλλης.
Με λίγα λόγια, δεν αρκεί ο αντίπαλος να είναι μη επιλέξιμος. Χρειάζεται εσύ να εμπνέεις εμπιστοσύνη, ότι μπορείς να παλέψεις αποτελεσματικά γι’ αυτά που υπόσχεσαι, ότι αυτά που, τελικά, πράττεις είναι σε θέση να σου συγχωρέσουν και όσα δεν μπόρεσες να πράξεις. Αν αρκεστείς να σε προτιμήσουν γιατί είσαι το «μη χείρον», δίνεις πολλές και αδικαιολόγητες ελπίδες στον αντίπαλο.
Χαράλαμπος Γεωργούλας