Συνεντεύξεις

Θοδωρής Δρίτσας: Κατέρρευσε η σχεδιασμένη επιχείρηση σκευωρίας σε βάρος της κυβέρνησης

Τη συνέντευξη πήραν η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός

Η κυβέρνηση έχει συνεχώς μπροστά της πολλά σοβαρά ζητήματα να αντιμετωπίζει. Ωστόσο, η αντιπολίτευση προτάσσει αποσπασματικά άλλα ζητήματα, που δεν αφορούν το κυβερνητικό έργο, προκειμένου να εντοπίσει «σκάνδαλα», που θα θίξουν το κύρος της κυβέρνησης. Γιατί επιλέγει αυτό το δρόμο;
Τα πολύ δύσκολα προβλήματα που διαχειρίζεται αυτή η κυβέρνηση αφορούν το τώρα και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι μόνο προβλήματα της κυβέρνησης, αλλά προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που συμπυκνώνονται σε ένα κορυφαίο: πώς μια χρεοκοπημένη χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, θα βρει το βηματισμό της για να φύγει από τη χρεοκοπία και με ποιους όρους θα το κάνει αυτό. Απέναντι σε αυτό, πεδίο δόξης λαμπρό για οποιαδήποτε αντιπολίτευση στοιχειωδώς σοβαρή, θα ήταν να αναδείξει κριτικές προτάσεις και εναλλακτικά σχέδια και να τα διεκδικήσει. Αντ’ αυτού, έχουμε ένα φαινόμενο θλιβερό, επικίνδυνο, καταστροφικό. Είναι αδύνατο για τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ να παραδεχθούν ότι μπορεί να κυβερνά τη χώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Λες και δεν το επιτρέπει κάποια «θεία επιταγή». Έτσι, η πολιτική αντιπολίτευση, σε σύμπλευση και συνεργασία διαπλεκόμενων συμφερόντων με ισχυρούς επιχειρηματικούς κύκλους, και κυρίως με τα ΜΜΕ, δεν συγκλίνουν στη συγκρότηση μιας εναλλακτικής πολιτικής, αλλά, με κάθε τρόπο, στη φθορά και την πτώση της κυβέρνησης. Μονομανιακός στόχος. Ακόμα  και αν βλάπτονται σοβαρά τα συμφέροντα της κοινωνίας και τίθενται σε κίνδυνο κρίσιμες λειτουργίες. Γιατί όταν, για παράδειγμα, προτρέπεις τους πολίτες να πάρουν τα λεφτά τους από τις τράπεζες, το λιγότερο κακό που θα γίνει δεν είναι να πέσει η κυβέρνηση. Τόσο τυφλοί είναι. Θέλουν να πάρουν την κυβέρνηση μιας ακόμα πιο κατεστραμμένης χώρας; Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και η σχεδιασμένη επιχείρηση της σκευωρίας, σε βάρος της κυβέρνησης, με στόχο τον υπουργό Άμυνας.

Η διακρατική συμφωνία

 

Να δούμε, όμως, τι συνέβη με αυτή τη διακρατική συμφωνία;
Τα επίσημα στοιχεία, που γνωστοποιήθηκαν στην Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων της Βουλής, καταγράφουν ότι στις αποθήκες του Γενικού Επιτελείου Στρατού υπάρχει μια μεγάλη ποσότητα 300.000 βλημάτων 105 χιλιοστών, άχρηστα πλέον για τον ελληνικό στρατό και ενεργά κατά τα άλλα, που η τιμή τους ξεπερνά τα 60 εκατ. ευρώ. Αν αυτά μείνουν για μερικά χρόνια ακόμα στις αποθήκες, η μόνη λύση θα είναι να καταστραφούν. Έτσι, οι υπηρεσίες του ΓΕΣ εισηγήθηκαν τον περασμένο Ιανουάριο στην Επιτροπή την πώληση των πυρομαχικών. Τότε, όπως και ο Νίκος Φίλης και άλλοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουν από τον Φεβρουάριο του 2017 στην Επιτροπή, δεν ήμουν μέλος της. Γνωρίζω όμως ότι, τότε, η προς έγκριση πρόταση δεν ανέφερε δεσμευτικά τη Σαουδική Αραβία ως αγοράστρια χώρα. Αναφέρθηκε μόνο ενημερωτικά ότι έχει δείξει ενδιαφέρον η Σαουδική Αραβία, όπως και άλλες χώρες. Η Επιτροπή γνωμοδότησε θετικά ως προς την πώληση, πλην του ΚΚΕ, που ψήφισε «παρών», δηλώνοντας έτσι την επιφύλαξή του, αφού ακόμα δεν είχε οριστικοποιηθεί η χώρα – αγοράστρια, με δεδομένη βέβαια την αντίρρησή του για τη Σαουδική Αραβία. Μήνες μετά, «έκλεισε» η πώληση προς τη Σαουδική Αραβία. Είναι αδιαμφισβήτητο, από όλα τα στοιχεία, ότι πρόκειται για διακρατική συμφωνία. Το αν η άλλη συμβαλλόμενη χώρα ανέθεσε σε έναν ιδιώτη το δικαίωμα να την εκπροσωπήσει στην εφαρμογή της σύμβασης, δεν σημαίνει ότι παύει να είναι διακρατική η συμφωνία. Άλλωστε, με τον ορυμαγδό που ακολούθησε, αν ίσχυε το αντίθετο, η Σαουδική Αραβία θα διέψευδε ότι έχει συναφθεί συμφωνία. Αυτό δεν έχει συμβεί. Και αυτός ο ισχυρισμός της αντιπολίτευσης κατέρρευσε στη βουλή. Ο δεύτερος ισχυρισμός, που επίσης κατέρρευσε, είναι ότι υποκρύπτεται κάποια άνομη συναλλαγή. Η κατηγορία είναι πολύ βαριά. Δεν προέκυψαν όμως αποδείξεις ή ισχυρές ενδείξεις ή -έστω- αποχρώσες ενδείξεις, αλλά ούτε καν απλές ενδείξεις. Γι’ αυτό, σωστά χαρακτηρίστηκε αυτή η επιχείρηση ως σκευωρία.

Η αντιπολίτευση, πάντως, επιμένει.
Είναι όμως ήδη πολλαπλώς εκτεθειμένη. Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ διαχειρίστηκαν το θέμα με ακραία ανευθυνότητα και με στοιχεία παρακρατικής συμπεριφοράς, θεωρώντας, για μια ακόμη φορά, ότι το κράτος είναι ιδιοκτησία τους. Αυτό γίνεται αντιληπτό και στο εσωτερικό της. Νεοδημοκράτες, στον Πειραιά, μου είπαν ότι αισθάνονται πως η ηγεσία τους, τους εκθέτει, ενώ άνθρωποι από το στελεχιακό δυναμικό στη Βουλή μού είπαν «δεν είμαστε όλοι ίδιοι». Όσο επιμένουν, διαρκώς εκτίθενται.

Τα ανακλαστικά μας έπρεπε να είναι πιο άμεσα

Όσα απασχόλησαν τη βουλή αφορούσαν τη διαδικασία πώλησης των πυρομαχικών. Η συζήτηση δεν έφτασε στην ουσία του ζητήματος, δηλαδή την πώληση…
Όσα είπα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι υποτιμούμε αυτό το πάρα πολύ σοβαρό ζήτημα. Τα ανακλαστικά μας, όντως, έπρεπε να είναι πιο άμεσα από την αρχή. Είναι θετικό πάντως το γεγονός ότι, έστω, με κάποια σχετική καθυστέρηση, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ευαισθητοποιήθηκαν και ανάδειξαν το ζήτημα. Το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία είναι μια χώρα που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, γενικώς, αλλά και ειδικώς με την Υεμένη, επιβάλλει ότι η χώρα μας, με την πολυδιάστατη φιλειρηνική της εξωτερική πολιτική και με τις δημιουργικές της παρεμβάσεις στον αραβικό κόσμο και με την ανάγκη να κρατήσουμε αυτές τις συντεταγμένες ως κόρην οφθαλμού, δεν θα έπρεπε να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση, χωρίς να συνεκτιμήσουμε όλα τα δεδομένα, πέραν του οικονομικού οφέλους, που δεν το υποτιμώ. Ομόφωνα, πάντως,  προχθές, η Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων, μετά από πρόταση του Νίκου Φίλη και του Θανάση Παφίλη και ανάλογες παρεμβάσεις των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, αποφάσισε να συγκληθεί εκ νέου σε συνεδρίαση με θέμα ημερήσιας διάταξης την επαναδιατύπωση γνώμης για το αν πρέπει να γίνει ή όχι αυτή η πώληση. Ενισχυτικά, σε αυτή την απόφαση, λειτούργησε και η κατάθεση σχεδίου ψηφίσματος στο Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο τελικά υπερψηφίστηκε. Οι ευρωβουλευτές όμως της ΝΔ δεν το ψήφισαν!

Πρέπει να μας απασχολήσει, όμως, και το γεγονός ότι βρέθηκαν σε αχρηστία τόσα φυσίγγια. Μήπως οι εξοπλιστικές δαπάνες γίνονται χωρίς πρόγραμμα;
Τα ζητήματα των εξοπλισμών αναδείχθηκαν αρκετά τα προηγούμενα χρόνια. Επί χρόνια κάναμε παρεμβάσεις ως προς τον τρόπο που σχεδιάζονταν και εκτελούνταν τα εξοπλιστικά προγράμματα. Τώρα πια, με τη συμβολή της δικής μας Αριστεράς από την περίοδο που ήμασταν αντιπολίτευση, και –οφείλω να το μνημονεύσω- με την επιμονή τότε του Γιάννη Μπανιά, έχουμε τη νομοθετημένη πρόβλεψη ότι σε κάθε εξοπλιστικό πρόγραμμα συνυπολογίζεται, ως κόστος, το σύνολο του χρόνου ζωής του, συμπεριλαμβάνοντας τα πυρομαχικά, τα ανταλλακτικά, τη συντήρηση, την αναβάθμιση κ.λπ. Επίσης, έχει νομοθετηθεί ότι καμιά προμήθεια πολεμικού υλικού δεν μπορεί να γίνεται αν δεν εντάσσεται σε έναν 15ετή σχεδιασμό εξοπλιστικών αναγκών, ο οποίος επικαιροποιείται ανά τριετία. Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος της νομοθεσίας που προανέφερα, μέχρι στιγμής δεν έχει έκτοτε αποφασιστεί ένα μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα, ώστε να τεθεί σε εφαρμογή. Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος, ακόμα δεν έχει πάρει την τελική έγκριση, επομένως μένει ανενεργό. Πιστεύω ότι σύντομα θα ολοκληρωθεί. Όμως, θέλω να σταθώ σε ένα ερώτημα που γεννάται. Όταν πριν πολλά χρόνια έπαψε ο ελληνικός στρατός να χρησιμοποιεί αυτόν τον τύπο όπλων, δεν θα έπρεπε τότε να μεριμνήσει το υπουργείο για τη διάθεση των άχρηστων πλέον βλημάτων; Τέλος, μείζον θεσμικό ζήτημα είναι η Επιτροπή να αναβαθμιστεί και να έχει το κύρος και τις τεχνικές δυνατότητες, για να μπορεί να αξιολογεί την προτεραιοποίηση, τη χρησιμότητα και το κόστος κάθε  εξοπλιστικού προγράμματος. Να μετεξελιχθεί, δηλαδή, σε μια κοινοβουλευτική επιτροπή «μπαμπούλας» για κάθε υπουργό Άμυνας. Πρόκειται για προγραμματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ και επιμένουμε για την ορθότητά της.

Ένα ακόμα ζήτημα που ανακύπτει είναι πώς οργανώθηκε αυτή η σκανδαλολογία. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να την ονομάσουμε «θεσμική ανταρσία». Είναι σαν να λειτούργησε το παρακράτος, το οποίο τροφοδότησε την αντιπολίτευση και –σε ένα βαθμό- την ώθησε. Μήπως υπήρχε ένα σχέδιο να φανεί ότι η κυβέρνηση δεν έχει τον έλεγχο των υπηρεσιών;
Εύστοχη η ερώτηση. Εύστοχος και ο όρος «θεσμική ανταρσία». Αναφέρθηκα, άλλωστε, ήδη στο ιδιότυπο παρακράτος. Η καμπάνια, με την οποία επιδιώχθηκε συστηματικά να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ «αριστερή παρένθεση» ως κυβέρνηση, απέτυχε. Παραμένει, όμως, η στόχευση των πολιτικών μας αντιπάλων, αλλά και ισχυρών δυνάμεων στο κράτος και στην οικονομία, ώστε να μην ολοκληρώσουμε εμείς την έξοδο από το πρόγραμμα και να μην παραδώσει αυτή η κυβέρνηση στον ελληνικό λαό την εξουσία, για να κρίνει αυτός κυρίαρχα. Προσπαθούν, με κάθε τρόπο, να μην ανοίξει η συζήτηση για το τι θα γίνει μετά το 2018 και πώς θα βγούμε από τα μνημόνια. Είναι βέβαιο ότι θα επινοούν συνεχώς νέες απίστευτες μεθόδους, για να το κάνουν αυτό. Όσο απαξιώνουν την πολιτική, τόσο θα επιλέγουν τη σκανδαλοθηρία και την υπονόμευση.

Ο «οδικός χάρτης» εξόδου

Να πάμε, όμως, παρακάτω. Η διαπραγμάτευση για την τρίτη αξιολόγηση είναι σε εξέλιξη. Ποια η ενημέρωσή σου και ποια η εκτίμησή σου για την έκβασή της;
Μέχρι να συνεδριάσει η Κεντρική Επιτροπή, γνωρίζω όσα είναι λίγο –πολύ δημοσίως γνωστά. Με βάση και την απόφαση  της τελευταίας Κ.Ε., θεωρώ ως επιτακτικά αναγκαίο  οι κρίσιμες αποφάσεις, οι συνθέσεις ή οι συμβιβασμοί να λαμβάνονται με συλλογικό τρόπο και με συλλογική ευθύνη. Η πορεία της τρίτης διαπραγμάτευσης αλλά και ο «οδικός χάρτης» για το 2018, πρέπει άμεσα να τεθούν στην κρίση της Κ.Ε.

Μετά την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, αλλά και μετά το καλοκαίρι του 2018 και την έξοδο από το μνημόνιο, ανοίγει ένα τεράστιο έργο μπροστά στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ. Πώς θα το υπηρετήσει;
Το πλαίσιο μέχρι να λήξει το πρόγραμμα είναι προδιαγεγραμμένο ως προς τους στόχους, αλλά και σε μεγάλο βαθμό ως προς τα μέσα για την εξυπηρέτηση των στόχων. Από τα τέλη του 2018 και μετά, η περίφημη εποπτεία που προβλέπεται να συνεχιστεί, πρέπει να έχει σημαντικές διαφορές. Μία από αυτές είναι ότι οι στόχοι θα είναι μεν συμφωνημένοι, αλλά όχι μονομερείς, κάτι που συμβαίνει άλλωστε και σε όλες τις οικονομίες της Ευρώπης. Τα μέσα, όμως, θα ανατίθενται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι απόλυτα, στη διακριτική επιλογή της εκλεγμένης κυβέρνησης και των εσωτερικών συσχετισμών. Σε αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να προετοιμαστούμε πολύ καλά για το τι σημαίνει για την κυβέρνηση και το κόμμα ο «οδικός χάρτης» εξόδου από το μνημόνιο. Έχουμε τη θετική και αρνητική εμπειρία τριών ετών. Δεν είναι δυνατόν να πετάξουμε αυτή την οδυνηρή εμπειρία στα σκουπίδια. Έχουμε υποχρέωση να την αξιοποιήσουμε με ρεαλισμό, αλλά ταυτόχρονα κρατώντας ανοιχτούς εκείνους τους διαδρόμους, ώστε η αριστερή πολιτική να είναι πάντα ζητούμενο και να μην είναι κάτι που ξεχάστηκε από το συμβιβασμό του 2015. Η δημοκρατική πολιτική λειτουργία πρέπει να αποκατασταθεί. Όπως και η κοινωνική συμμετοχή.

Όλο και συχνότερα λένε κυβερνητικά στελέχη, αλλά και ο πρωθυπουργός ότι η σύγκρουση το επόμενο διάστημα θα είναι μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Αυτό, όμως, θέλει περιεχόμενο. Τι σχέδιο υπάρχει, ώστε να πετύχει η κυβέρνηση αυτό που υποσχέθηκε, τη θεμελίωση του μετασχηματισμού της κοινωνίας;
Όντως, το πιστεύω και εγώ,  η πολιτική αντίθεση που κυρίαρχα επαναδιαμορφώνεται είναι η αντίθεση αριστεράς-δεξιάς. Θέλει, βέβαια, ακριβέστερο προσδιορισμό, ως προς το περιεχόμενο, αλλά πρέπει να γίνει κυρίαρχη θεώρηση ότι η αντίθεση αυτή δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά όλη την Ευρώπη ή και τον κόσμο όλο. Εάν το θέσουμε έτσι θα μπορούμε να είμαστε σαφέστεροι και αποτελεσματικότεροι.

Επομένως, πρέπει να είναι προετοιμασμένη η κυβέρνηση, αλλά και το κόμμα για το τι θα αντιμετωπίσει από το 2019 και ύστερα, μετά την έξοδο από το μνημόνιο. Υπάρχει τέτοιος σχεδιασμός;
Σε συσχετισμό με τα όσα είπα πριν για την περίοδο στην οποία μπαίνουμε και με το πώς θα διανύσουμε την πορεία για την ολοκλήρωση του προγράμματος, θα καθοριστούν, πιστεύω, αναλόγως και τα δεδομένα για τη συνέχεια. Για όσα, δηλαδή, έχουν συμφωνηθεί και νομοθετηθεί για το 2019 και το 2020. Δεν μπορούμε από τώρα να προβλέψουμε τα πάντα, αλλά μια επιτυχής έκβαση όλων αυτών των δεδομένων, ενδεχομένως -και το εύχομαι- να μας δώσουν νέες δυνατότητες επανακαθορισμού των όσων έχουν συμφωνηθεί ήδη για το 2019 και το 2020. Αυτό το κεφάλαιο πρέπει να παραμείνει ανοιχτό! Χωρίς μεγαλοστομίες, που φέρνουν «αυτογκόλ», πρέπει να παραμείνει όμως ανοιχτό.

Ένα ιδιότυπο δημοκρατικό «αντάρτικο πόλης»
Με τις πλημμύρες στη Δυτική Αττική βλέπουμε μια καθυστέρηση στην υλοποίηση των σχεδιασμών για τη στήριξη των πλημμυροπαθών και την αποκατάσταση της περιοχής. Δεν θα έπρεπε η κυβέρνηση να είναι περισσότερο προβλεπτική και αποτελεσματική;
Όπου μου δόθηκε η ευκαιρία, υπερασπίστηκα την Περιφέρεια και την κυβέρνηση, κυρίως για ένα δεδομένο που το γνώριζα πριν συμβεί η καταστροφή στη Δυτική Αττική. Ότι στον προγραμματισμό και το σχεδιασμό της Περιφέρειας και του αρμόδιου υπουργείου για το 2016 και για το 2017 και προετοιμαστικά για το 2018, τα αντιπλημμυρικά έργα είχαν αναβαθμιστεί όσο ποτέ άλλοτε, ως προτεραιότητα. Αυτό είναι καταγεγραμμένο γεγονός και μπορεί να τεκμηριωθεί. Ακόμα και για τον δύσπιστο πολίτη είναι μια τίμια απάντηση. Και δεν είναι λίγο. Όμως, φυσικά, δεν είναι αρκετό. Η καταστροφή ήταν ανείπωτη. Το ότι οι χρόνοι δεν συνέπεσαν ώστε εγκαίρως και εύστοχα να την προλάβουμε αυτήν την καταστροφή είναι επίσης σοβαρό ζήτημα. Δε μειώνει το προηγούμενο, αλλά την ευθύνη για το παρόν οφείλουμε να τη σηκώσουμε. Είναι υποχρέωσή μας.

Ο χρόνος, όμως, είναι μακρύς και παρατηρείται μια αργοπορία.
Έχεις δίκιο. Επειδή το ζήτημα δεν αναδείχθηκε μόνο στην περίπτωση των καταστροφικών πλημμυρών, αλλά αναδεικνύεται σε πολλούς τομείς της κρατικής λειτουργίας, εκεί, εκτός από ένα άμεσο σχεδιασμό εκσυγχρονισμού του κράτους, νομίζω ότι απαιτείται μια συλλογική και ατομική συναπόφαση ότι για κάθε θέμα πρέπει να επινοούμε λύσεις τώρα, εξαντλώντας και οριακά τη νομιμότητα. Θυμάμαι, όταν ξεκινήσαμε το Λιμάνι της Αγωνίας, το 1998, μια από τις δημοφιλέστερες από τις «16 θέσεις» μας, ήταν αυτή που έλεγε ότι «η αυτοδιοίκηση πρέπει να γίνει χώρος υπέρβασης της τυπικής νομιμότητας». Είναι ανάγκη, όταν σχεδιάζουμε στα υπουργεία και στον κρατικό μηχανισμό, να βρίσκουμε τρόπους να ξεπερνάμε κάθε θεσμικό εμπόδιο, επιτέλους για χάρη του δημοσίου συμφέροντος και όχι για χάρη του ιδιωτικού, όπως συμβαίνει δεκαετίες τώρα. Πρέπει ως κυβέρνηση, δηλαδή, να οργανώσουμε ένα ιδιότυπο δημοκρατικό «αντάρτικο πόλης». Δεν γίνεται διαφορετικά. Εννοείται, βέβαια, πως μέρος αυτού «αντάρτικου» είναι η συνεργασία και ο συντονισμός.

Την Τετάρτη έγιναν δύο περιστατικά αστυνομικής βίας. Στον Ειρηνοδικείο, με αφορμή τους πλειστηριασμούς και στο υπουργείο Παιδείας, σε φοιτητές που διαμαρτύρονταν για τις εστίες. Πώς σχολιάζεις αυτά τα περιστατικά;
Οι πλειστηριασμοί έχουν δύο πλευρές. Η μία είναι τι γίνεται και πώς διαχειρίζεται κανείς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών. Αυτό δεν μπορεί να διαφεύγει του ενδιαφέροντος κανενός. Η άλλη είναι ότι πρέπει να περιφρουρηθεί η πρώτη κατοικία, να προστατευθούν τα λαϊκά στρώματα και όσοι βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι αναγκαία και χρήσιμη η κοινωνική κινητοποίηση. Προσωπικά  πάντα, και όταν το 2014 συμμετείχα σε τέτοιες κινητοποιήσεις, ήμουν της άποψης ότι αυτές οι κοινωνικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι στοχευμένες αναφορικά με την περιφρούρηση της λαϊκής στέγης και των λαϊκών εισοδημάτων και μάλιστα -κατά το δυνατόν- με τη δική τους συμμετοχή και όχι δι’ αντιπροσώπων. Αυτή η άποψη ήταν μειοψηφική και τότε, γιατί θεωρείτο ότι αποδυνάμωνε το συνολικό αίτημα. Κατά τη γνώμη μου, ισχύει το αντίθετο. Πέραν, όμως, αυτών, δεν είναι παραδεκτό να γίνεται χρήση χημικών, και πολύ περισσότερο σε κλειστούς χώρους. Ο σχεδιασμός της αστυνομίας θα έπρεπε να είναι τέτοιος, ώστε να μην φτάσει ως εκεί. Και αυτό δεν είναι κριτική αιχμή στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου. Επίσης, δεν ήταν καθόλου παραδεκτή η εικόνα της χρήσης χημικών απέναντι στους φοιτητές που διαμαρτυρήθηκαν για τις φοιτητικές εστίες στο υπουργείο Παιδείας. Και εκεί ήταν άστοχη η αστυνομική επιχείρηση. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται έτσι οι κοινωνικές κινητοποιήσεις, ακόμα και όταν έχουν άκριτη πολιτική και παραταξιακή σκοπιμότητα εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, όπως πράγματι συμβαίνει τις πιο πολλές φορές.

Πηγή: Η Εποχή