Ο υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ κ. Αντύπας Καρίπογλου ανάρτησε πριν λίγες ημέρες στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook ένα γράφημα που υποτίθεται πως αποτύπωνε την αναλογία περικοπών εξόδων του δημοσίου και φόρων σε κάθε ένα από τα τρία μνημόνια. Το σκανδαλώδες στην υπόθεση είναι πως ενώ το γράφημα αυτό το είχε παρουσιάσει στη Βουλή ο βουλευτής της ΝΔ κ. Χρίστος Δήμας πριν από περίπου έξι μήνες – ισχυριζόμενος ότι η συλλογή των στοιχείων προέρχεται από το Υπουργείο Οικονομικών- ο κ. Καρίπογλου δε δίστασε να αναρτήσει το γράφημα με το λογότυπο της Κομισιόν. Τελικά ο εν λόγω πολιτευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέβασε την ανάρτηση του, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, όχι όμως για να απολογηθεί για το καταφανές της διαστρέβλωσης στην οποία προέβη. Η ανάρτηση που ακολούθησε επιμένει στο ακριβές των στοιχείων του κ. Δήμα.
Fake news; Φυσικά. Στις εποχές μετα-αλήθειας που ζούμε δεν έχει πλέον σημασία να τεκμηριώνεις, να αναλύεις σε βάθος, να διασταυρώνεις τα επιχειρήματά που μεταχειρίζεσαι. Το ζήτημα είναι ο θόρυβος που πρέπει να δημιουργηθεί γύρω από την ηλεκτρονική περσόνα του πολιτευτή της δεξιάς έτσι ώστε να καταστεί ακόμα περισσότερο γνωστός, επιλέξιμος, εκλέξιμος. Σημασία δεν έχει η υπευθυνότητα των λόγων και των πράξεων που πρέπει να έχει ένα δημόσιο πρόσωπο και που συνεπάγεται να μην λέει αρλούμπες. Η κοινωνία του θεάματος επιτάσσει τέτοιες μεταμοντέρνες εκδοχές πολιτικής επικοινωνίας όπου η γλώσσα είναι παιχνίδι που ακολουθεί σκληρούς κανόνες: αν δεν πεις μια απίστευτη υπερβολή τότε δεν υπάρχεις διαδικτυακά. Το φαινόμενο επιτείνεται σε τέτοιο ακραίο βαθμό που η παρέμβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από την πλευρά της αριστεράς χρειάζεται να επανεξεταστεί μιας και το φαινόμενο της παραποίησης της αλήθειας, τους εκχυδαϊσμού και των προσωπικών επιθέσεων είναι άθλημα στο οποίο δυστυχώς διαγωνίζονται και ουκ ολίγοι/ες και από την «δική μας» πλευρά.
Υπάρχει όμως μια πιο σημαντική πτυχή που χρειάζεται να εξεταστεί με αφορμή την ανάρτηση για την οποία κάνω λόγο. Το επιχείρημα που λέει ότι η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέβαλε φορολογία αναλογικά περισσότερη από ότι τα δυο προηγούμενα προγράμματα δεν αποκτά αυτομάτως την αρνητική χροιά που θέλει να του αποδώσει η Δεξιά. Για να εξηγούμαι και να είμαι εντελώς σαφής. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική θεωρεί πως μπορεί να μαζέψει χρήματα με τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες που εν πολλοίς τις θεωρεί και αχρείαστες. Τέτοιες δημόσιες -και αχρείαστες κατα τη ΝΔ- δαπάνες είναι η δημόσια υγεία, η δημόσια παιδεία. Η κοινωνική πρόνοια και το κοινωνικό κράτος στο σύνολο του δηλαδή. Γι αυτό και την πενταετία 2010-15 όλες οι δημόσιες δομές που αφορούσαν παιδεία, υγεία, πρόνοια οδηγήθηκαν στον αφανισμό ωθώντας όλο και περισσότερους σε ιδιωτικές δομές. Οι πληβείοι βέβαια που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα απλά οδηγήθηκαν στο ακραίο περιθώριο, στον πάτο του πηγαδιού. Το σχέδιο λοιπόν των νεοφιλελεύθερων είναι διπλό: περικοπές που σημαίνει απαξίωση και, αργά ή γρήγορα, ιδιωτικοποίηση. Υπηρεσίες δηλαδή μόνο γι’αυτούς που έχουν χρήματα.
Τούτων δοθέντων, ας ειπωθεί καθαρά: είναι στο δικό μας πολιτικό σχέδιο η επιβολή της όσο το δυνατόν αναλογικότερης και προοδευτικής φορολογίας έτσι ώστε να οικοδομηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα κοινωνικό κράτος αντάξιο των θυσιών της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών. Πρόκειται για μια αξιακά αριστερή πολιτική που πρόκειται να επιτευχθεί μόνο από τη δική μας πολιτική παράταξη και από καμία άλλη. Ήδη η πολιτική βούληση και τελικά πράξη της κυβέρνησης να ενισχυθούν με όλους τους τρόπους η δημόσια δωρεάν παιδεία και η δημόσια δωρεάν υγεία είναι στη σωστή κατεύθυνση. Η δημιουργία των κοινών και προσβάσιμων σε όλους και όλες αγαθών δεν μπορεί να υπάρξει αν το κράτος δεν μεροληπτήσει υπέρ των από κάτω. Η προϋπόθεση της ταξικής μεροληψίας είναι η ύπαρξη οικονομικών πόρων και για το κράτος αυτό συμβαίνει μέσω της φορολογίας. Παρόλο που η ασφυχτική αγκαλιά των δανειστών δε θέλει να επιτύχουμε σε αυτό μας το έργο είναι η δική μας υποχρέωση να σπάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε το κράτος τα προηγούμενα χρόνια. Όχι απλώς ως το καπιταλιστικό κράτος που αποτελούσε –σε τελικά ανάλυση- το κόμμα της αστικής τάξης, αλλά και ως ένα κράτος που συνιστούσε τον κύριο μοχλό ύπνωσης της ταξικής πάλης διαμέσου της πελατειακής συγκρότησης του από τους κομματικούς στρατούς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεούται να διαλύσει αφενός τη δεύτερη αυτή του υπόσταση που μας ταλάνισε 40 χρόνια, αφετέρου να μην ξεχνά την υποχρέωση του για την αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των από κάτω στο πρώτο επίπεδο. Και τα δυο αυτά περνάνε μέσα από τη δημιουργία κοινωνικού κράτους μέσω της φορολογίας. Οπότε, με αυτόν τον τρόπο, το επιχείρημα επιστρέφεται στην αξιωματική αντιπολίτευση.