Στους φεουδαρχικούς καιρούς ήταν εύκολο να διακρίνει κανείς τους λίγους από τους πολλούς. Οι λίγοι είχαν γεννηθεί τέτοιοι, όπως εξάλλου και οι πολλοί. Οι άνθρωποι γεννιόντουσαν βαρόνοι, μαρκήσιοι και κόμητες ή γεννιόντουσαν δουλοπάροικοι, και πέθαιναν έτσι ακριβώς όπως είχαν γεννηθεί, αριστοκράτες ή του λαού. Όλα ήσαν καθαρά. Αποτρόπαια μεν, πλην όμως καθαρά.
Ύστερα, ήλθαν οι αστοί με τις φιλελεύθερες ιδέες τους, και αρνήθηκαν στην πράξη το προνόμιο της γέννησης. Διακήρυξαν ότι στον καθένα, θα επιτρεπόταν να έχει μια μοίρα διαφορετική από αυτήν που υπαγόρευε η γέννησή του. Μόνον που, αφού με τέτοια λόγια γκρέμισαν τον παλιό κόσμο και πήραν τα ηνία των κοινωνιών στα χέρια τους, μετά από κάποιο καιρό έχασαν την επαναστατική τους ορμή, και έγιναν και αυτοί με τη σειρά τους, οι λίγοι. Έπρεπε, λοιπόν, να αντιμετωπίσουν τους πολλούς και να νομιμοποιήσουν την υπεροχή τους απέναντι τους. Και τότε στη θέση της γέννησης και της εκ θεού εκπορευόμενης εξουσίας των αριστοκρατών, έβαλαν την «αξία» και την «αριστεία».
Οι φιλελεύθεροι και οι σχολές αριστείας
Διαβάστε τι γράφει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή του, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ιδρυτής ενός εκπαιδευτικού θεσμού από τον οποίο αποφοιτά, ακόμα και σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία της γαλλικής πολιτικής ελίτ, ο φιλελεύθερος Εμίλ Μπουτμύ (Emile Boutmy): «Τα προνόμια πέθαναν και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη δημοκρατία. Οι ανώτερες τάξεις, όπως αυτοαποκαλούνται, είναι υποχρεωμένες να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα της πλειοψηφίας. Θα κατορθώσουν, όμως, να διατηρήσουν την πολιτική τους κυριαρχία, αν επικαλεσθούν το δικαίωμα του πιο ικανού. Πίσω από τις ετοιμόρροπες επάλξεις των προνομίων και της παράδοσης, ο χείμαρρος της Δημοκρατίας πρέπει να συναντήσει μια δεύτερη γραμμή άμυνας, χτισμένη από πασίδηλες και χρήσιμες ικανότητες, από ανώτερες ιδιότητες που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος τους.»
Τέτοια ήθελε τη Σχολή του, ο Εμίλ Μπουτμύ, μια σχολή αριστείας. Τέτοια θέλουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, οι φιλελεύθεροι όλων των εποχών. Και μηχανεύονται όλους τους τρόπους για να τα προστατεύσουν από την άλωση των πολλών. Ακόμα και σήμερα αποπειρώνται να θεσπίσουν δίδακτρα και εκεί που ακόμα δεν το έχουν κάνει. Ακόμα και σήμερα, με θεσμούς εμπνευσμένους από τον κόσμο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, όπως είναι τα Συμβούλια Ιδρύματος, απαγορεύουν στους «ετερόδοξους» να θέσουν υποψηφιότητα για Πρυτάνεις, από το φόβο τους μήπως αυτοί οι τελευταίοι εκφράσουν τους πολλούς. Και σήμερα κραδαίνουν την «αριστεία», υπονοώντας ότι αυτοί οι ίδιοι είναι οι «άριστοι» και εμείς οι άλλοι, μηδαμινοί και ασήμαντοι. Γιατί οι φιλελεύθεροι και ιδιαίτερα οι νεοφιλελεύθεροι, δεν πιστεύουν επ’ ουδενί στην ισότητα. Ποτέ, εξάλλου, δεν πίστεψαν.
Η επικινδυνότητα των εννοιών
Να τι δήλωσε τις μέρες αυτές ο Νίκος Δήμου: «Αλλά πώς να γίνει – οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι στις ικανότητες, ούτε στο ταλέντο, ούτε στον δυναμισμό.» Βεβαίως, ο καλός κ. Δήμου δεν μας διευκρινίζει πώς κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό; Πήγε και έκανε μετρήσεις ανάμεσα σε νεογνά στο μαιευτήριο, ή έκανε συγκριτική μελέτη ανάμεσα σ’ ένα σχολείο του Περάματος και σε ένα σχολείο, στο οποίο πάνε παιδιά από την Εκάλη…
Οι δημοσιολόγοι του «εξτρεμιστικού κέντρου» (χαρακτηρισμός του Α. Βλάχου) ή «ακραίου κέντρου» (του Δ. Παπανικολάου), κραδαίνουν την «αριστεία» ως το αυτονόητο. Ξεχνούν, ή δεν γνωρίζουν, ότι τα γραπτά του Μιχαλολιάκου, βρίθουν από ύμνους στην «αριστεία» και στους «αρίστους».
Ο Μπαλτάς, όμως, επειδή γνωρίζει γράμματα, είναι υποψιασμένος για την επικινδυνότητα εννοιών, όπως η αριστεία, και επειδή, επιπλέον, είναι και αριστερός, γνωρίζει τις ταξικές και πολιτικές συνδηλώσεις της, και έτσι τα βάζει με τα αυτονόητα.
Γιατί και το «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά», αυτονόητο είναι. Μόνον που οι εργάτες τις περισσότερες ώρες της ημέρας είναι βρώμικοι, ενώ οι βιομήχανοι είναι όλες τις ώρες, καθαροί…
Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: Η Εποχή