Και πώς να αμφισβητήσουμε πραγματικά τον «μητσοτακισμό».
Το ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια έναντι της κυβέρνησης αυξάνεται είναι μάλλον κοινά αποδεκτό. Προκύπτει, εξάλλου, τόσο με βάση τα δημοσκοπικά ευρήματα όσο και με βάση την κοινωνική κινητοποίηση (βλ. π.χ. τα αγροτικά μπλόκα και την ευρεία στήριξη προς αυτά). Γιατί όμως, σε μια χώρα με οκτώ κόμματα στη βουλή και αρκετά ακόμα κοντά στο όριο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, ως διέξοδος προβάλλει -αλλά και προβάλλεται από τα ΜΜΕ- μια σειρά αμιγώς προσωπικών πρωτοβουλιών, όπως τα μισο-εξαγγελθέντα κόμματα του Αλέξη Τσίπρα, του Αντώνη Σαμαρά και της Μαρίας Καρυστιανού;
Η συζήτηση για την κρίση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων, με την έννοια των μαζικών εθελοντικών οργανώσεων με δομή, κανόνες λειτουργίας, εσωτερική ιεραρχία και δημοκρατία, είναι παλιά. Και η Ελλάδα εντάσσεται σε αυτή τη γενική τάση, αν και, ως “νέα” δημοκρατία μπήκε σε αυτή αργότερα (βλ. ενδεικτικά το Γράφημα 1 και το Γράφημα 2), ενώ η πολιτικοποίηση της προηγούμενης δεκαετίας κατά τη διάρκεια της κρίσης και της μαζικής κοινωνικής κινητοποίησης κατά των μνημονίων, αν και με διαφορετικά χαρακτηριστικά, αναζωογόνησε το ενδιαφέρον και για την οργανωμένη πολιτική. Όμως στο ελληνικό πλαίσιο η αναφορά στην κρίση αυτή έχει γίνει συχνά αντικείμενο κατάχρησης, αν όχι παραχάραξης, για να δικαιολογήσει επιλογές που δεν απαντούν στην κρίση, αλλά την επιτείνουν. Ταυτόχρονα, η τάση προσωποποίησης της πολιτικής -με την έννοια της πρωτοκαθεδρίας των προσώπων, και ιδίως των ηγετών, έναντι των συλλογικών δομών, βοηθούντος και του μετασχηματισμού στο πεδίο της επικοινωνίας, με την αντικατάσταση του γραπτού λόγου από την εικόνα- είναι κάτι επίσης καταγεγραμμένο. Όμως και στην περίπτωση αυτή η απόσταση από την τάση προσωποποίησης μέχρι τη δια μιας εξαγγελία του τέλους της οργανωμένης πολιτικής παρέμβασης είναι επίσης τεράστια.
Γράφημα 1 – Ετήσια μεταβολή της αναλογίας κομματικών μελών προς εκλογικό σώμα στις δεκαετίες 1980-τέλη 1990 και μετά τα τέλη του 1990 σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες – Στην Ελλάδα καταγράφεται αύξηση των οργανωμένων μελών των κομμάτων ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και μικρή μείωση ως τα τέλη της δεκαετίας του 2000.*
Γράφημα 2 – Αναλογία κομματικών μελών προς εκλογικό σώμα κατά τη δεκαετία του 2000 σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες – Η Ελλάδα (στοιχεία 2008) έχει έναν από τους υψηλότερους δείκτες κομματικής ένταξης στην Ευρώπη, καθώς βρίσκεται στην τέταρτη θέση, μετά την Αυστρία, την Κύπρο και τη Φινλανδία**
Γιατί φτάσαμε ως εδώ; Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Κ. Μητσοτάκη.
Αν λοιπόν η γενική κρίση των πολιτικών κομμάτων και η τάση προσωποποίησης της πολιτικής είναι ένας παράγοντας που εξηγεί όσα ζούμε σήμερα, είναι σίγουρο ότι δεν αρκεί. Τι άλλο, λοιπόν, φταίει; Πώς και γιατί φτάσαμε στο σημείο να πιστεύουμε ότι η καλύτερη εναλλακτική στη σημερινή συνθήκη είναι είτε η επαναφορά στο προσκήνιο ενός πολιτικού που ηγήθηκε του κόμματός του και πρωταγωνίστησε στα πολιτικά πράγματα της χώρας τα προηγούμενα 15 και πλέον χρόνια είτε η πρωτοβουλία μιας γυναίκας που καταβάλει μεν, μαζί όμως με όλους τους συγγενείς των θυμάτων, μια αξιέπαινη προσπάθεια για την απόδοση δικαιοσύνης για το δυστύχημα των Τεμπών, πλην όμως δεν έχει διατυπώσει (πέρα από κάποιες ασαφείς δεξιές λαϊκιστικές απόψεις περί δικαιοσύνης κ.λπ.) κανενός είδους πολιτικό λόγο;¹
Είναι διάσημη η απάντηση της Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν κατά τη διάρκεια ενός δείπνου το 2002 κάποιος την ρώτησε ποιο ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμά της: “Ο Τόνι Μπλερ και το Νέο Εργατικό Κόμμα”. Και νομίζω πως, αν κάποια στιγμή κάνει τον απολογισμό του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα μπορούσε και θα έπρεπε να απαντήσει κι αυτός κάπως έτσι. Μπορεί το υπόδειγμα πολιτικής που εισήγαγε να μην έφερε καμία ουσιαστική θετική αλλαγή, κατάφερε όμως να τινάξει την αντιπολίτευση στον αέρα -με τη δική της πρόθυμη συμμετοχή- και κυρίως να δημιουργήσει τη συνθήκη ώστε σήμερα αυτές οι λύσεις να φαντάζουν μονόδρομος.
Ο νόμος για το “επιτελικό κράτος” ήταν ο πρώτος που εισήγαγε η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη αμέσως μετά την εκλογή της το καλοκαίρι του 2019. Δέχτηκε από την πρώτη στιγμή σημαντική κριτική, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων και εξουσιών στο πρόσωπο του πρωθυπουργού (π.χ. με την υπαγωγή απευθείας στον ίδιο κρίσιμων τομέων, όπως η ενημέρωση μέσω του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων και της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης ή η κρατική ασφάλεια μέσω της ΕΥΠ).
Στην πραγματικότητα ο νόμος αυτός προσδίδει στο πολίτευμα της χώρας περισσότερο προεδρικά χαρακτηριστικά: ο πρωθυπουργός δεν είναι πλέον ο επικεφαλής της κυβέρνησης ως συλλογικού σώματος, αλλά συγκεντρώνει ο ίδιος υπό τον άμεσο έλεγχό του -και μέσω της δομής της προεδρίας της κυβέρνησης που αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία από αυτή που προηγουμένως είχε²- κρίσιμες αρμοδιότητες. Ακόμα περισσότερο, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε και η στάση της κυβέρνησης σε θέματα ελευθεροτυπίας, λειτουργίας της δικαιοσύνης και κράτους δικαίου προσέδωσαν στη σημερινή κυβέρνηση χαρακτηριστικά, τρόπον τινά, καθεστώτος.
Παράλληλα, η μετάβαση αυτή υποστηρίχθηκε και από την επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης: ο πρωθυπουργός εμφανίζεται απόλυτος κυρίαρχος, με τα (πολλά) φιλικά ΜΜΕ να του προσδίδουν σχεδόν μυθικές ιδιότητες και χαρακτηρισμούς (“Μωυσής”, “τσιτάχ”, “μονομάχος” κ.λπ.). Βοηθούσης και της πανδημίας, ο πρωθυπουργός άρχισε να απευθύνεται όλο και πιο συχνά με άμεσο τρόπο και σε προσωπικό τόνο στους πολίτες, μέσω διαγγελμάτων αλλά και του εβδομαδιαίου σημειώματός του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ενώ ταυτόχρονα, ένα (επικοινωνιακό) πλέγμα προστασίας απλώνεται γύρω του κάθε φορά που κάτι πάει στραβά: οι επιτυχίες φέρουν πάντα την υπογραφή του, τα λάθη ή τα σκάνδαλα ανήκουν πάντα στους άλλους.
Εκτός των άλλων, όλο αυτό λειτούργησε -συνειδητά ή όχι- και ως μια εξαιρετικά καλοστημένη παγίδα, στην οποία η αντιπολίτευση έπεσε υπνοβατώντας αν όχι ασμένως. Από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και κυρίως τα μέχρι πρότινος μεγάλα (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) και τις ηγεσίες τους, η κυβέρνηση ταυτίστηκε ρητά με τον επικεφαλής της και η κριτική περιορίστηκε σταδιακά σε ένα και μόνο πρόσωπο: από την κριτική του συστήματος (που ανάλογα με την πολιτική οικογένεια και τη θεωρητική παράδοση κάθε κόμματος μπορεί αυτό να ήταν ο καπιταλισμός, ο νεοφιλελευθερισμός, ο ιμπεριαλισμός, η παγκοσμιοποίηση και ούτω καθεξής) πολύ μεγάλο μέρος της (προοδευτικής) αντιπολίτευσης πέρασε σταδιακά στην “αντιδεξιά”, στην “αντι-ΝΔ” και, τελικά, στον “αντιμητσοτακισμό”.
Προφανώς, αν -όπως είπαμε ήδη- η τρέχουσα κυβέρνηση προσέλαβε χαρακτηριστικά και καθεστώτος, με εκτεταμένη αντιθεσμική λειτουργία, σε ένα βαθμό ο “αντιμητσοτακισμός” είναι και μια εύλογη αντίδραση στην ανάδυση ενός λογικά και χρονικά πρότερου “μητσοτακισμού”. Ωστόσο, η επιλογή αυτή εγκλώβισε μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης σε ένα σπιράλ κρίσης.
Υιοθετώντας ακριβώς τη λογική και την επικοινωνία του “επιτελικού κράτους”, η αντιπολίτευση συνέβαλε από την πλευρά της ώστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να θεωρείται ως ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού πεδίου, τον οποίο -και μόνο;- οφείλει να νικήσει η αντιπολίτευση. Έτσι, το πολιτικό διακύβευμα μετατοπίστηκε και, εδώ και πολύ καιρό, το κυρίαρχο μεταξύ των δημοσιολογούντων και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης ερώτημα είναι: ποιος μπορεί να νικήσει τον Κ. Μητσοτάκη;
Έτσι, η συζήτηση για όλα τα κοσμοϊστορικά που συμβαίνουν γύρω μας, για τις μεγάλες διαιρετικές τομές, για τις διαφορετικές στρατηγικές, για πολιτικά προγράμματα πήγε περίπατο. Και μαζί της πήγαν περίπατο -σε διαφορετικό βαθμό το καθένα- και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως συγκροτημένες δομές με αρχή, μέση και τέλος, με διαδικασίες, μέλη, θέσεις και ούτω καθεξής.³
Περισσότερο επιρρεπής ήταν σε αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ. Ήδη από το 2016 και την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ, το άλλοτε κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς προσχώρησε -θεωρώντας πως το πρόσωπο του ηγέτη του ήταν το “δυνατό χαρτί” του- στο δίλημμα “Τσίπρας ή Μητσοτάκης”. Μετά δε το 2019, έχοντας “μολυνθεί” εντυπωσιακά γρήγορα από το “μικρόβιο” του κυβερνητισμού, το κόμμα έπεσε ακόμα πιο βαθιά στην παγίδα. Έχοντας αποδεχθεί την ιδέα ότι ο πολιτικός ανταγωνισμός στη χώρα ήταν, στην πραγματικότητα, μια μονομαχία μεταξύ Τσίπρα και Μητσοτάκη και όχι μια αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Δημοκρατία ή της Αριστεράς με την Δεξιά, ο ΣΥΡΙΖΑ σταδιακά αυτοκαταργήθηκε. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και στο μοιραίο 2023, ο -άγνωστος και παντελώς αμέτοχος ως τότε στα ελληνικά πολιτικά πράγματα- Στέφανος Κασσελάκης κατόρθωσε να επικρατήσει στις εσωκομματικές εκλογές με τον πλήρως αστήρικτο ισχυρισμό ότι “εγώ μπορώ να κερδίσω τον Μητσοτάκη”.⁴
Ωστόσο, και το ΠΑΣΟΚ -αν και με σαφώς μεγαλύτερη ανθεκτικότητα- δεν έχει αποφύγει πλήρως την παγίδα. Η κριτική στο πρόσωπο του Νίκου Ανδρουλάκη συνήθως δεν αφορά τις θέσεις του -κάτι που θα ήταν απολύτως βάσιμο και χρήσιμο- αλλά το ότι “δεν τραβάει”, δεν έχει καταφέρει να γίνει ο αντι-Μητσοτάκης. Ενώ, ακόμα και η συζήτηση για τη λεγόμενη “ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου” γίνεται επίσης σε αυτή τη βάση: ο “προοδευτικός χώρος” στην Ελλάδα δεν συζητά για τίποτε από τα μεγάλα και μικρά που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία, αλλά αναλώνεται σε συζητήσεις κορυφής για το ποιος είναι αυτός που μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη, ώστε να ηγηθεί της ανασύνθεσης.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας είναι η ταχεία -πολύ ταχύτερη από ό,τι θα περίμενε κανείς με βάση την ευρωπαϊκή τάση- ρευστοποίηση των υφιστάμενων κομμάτων και η απαξίωσή τους, σχεδόν μέσω μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Όλοι αναλώνονται στη συζήτηση ποιος μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη παραμελώντας την πολιτική και προγραμματική συζήτηση και τελικά κάθε φορά που τίθεται το ζήτημα κυβερνητικής αλλαγής, η απάντηση είναι “μα αφού κανένας άλλος δεν έχει τίποτα εναλλακτικό να προτείνει!”.
Είναι δε εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι το κόμμα που μένει περισσότερο αλώβητο από αυτή την αυξανόμενη προσωποποίηση της πολιτικής φαίνεται -παραδόξως;- να είναι η Νέα Δημοκρατία. Θυμάμαι ένα podcast της Βασιλικής Σιούτη το μακρινό 2022, με καλεσμένους τον Τάσο Γαϊτάνη εκ μέρους της ΝΔ και τον Νάσο Ηλιόπουλο εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί, το στέλεχος της ΝΔ είχε δηλώσει ότι “η ΝΔ είναι ένα μαζικό λαϊκό κόμμα”. Και, παρά την αρχική μου παρόρμηση να καγχάσω τότε, η αλήθεια είναι ότι η ΝΔ είναι μάλλον το κόμμα που διατηρεί περισσότερο αλώβητη την εσωτερική του λειτουργία. Κάτι που, όπως είναι λογικό, αντανακλάται εκτός των άλλων και στο γεγονός ότι είναι το κόμμα που έχει ορατές εναλλακτικές για την ηγεσία του.
Πέρα από το πολιτικό αδιέξοδο: αμφισβητώντας στ’ αλήθεια τον “μητσοτακισμό”
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να διαβάσει κανείς και την πρόσφατη κινητικότητα στο κομματικό σύστημα. Αυτό που κυριαρχεί είναι τα πρόσωπα. Ό,τι έχει εξαγγελθεί και έχει -βοηθούσης και της προβολής από τα ΜΜΕ- τραβήξει την προσοχή, είναι μέχρι στιγμής η συνέχεια, αν όχι η κορύφωση, της προαναφερθείσας πορείας. Τρία “κόμματα” (;), αμιγώς προσωποπαγή. Τρία κόμματα ΙΧ. Τρεις επίδοξοι σωτήρες, πρόθυμοι να μονομαχήσουν με και υποσχόμενοι να κερδίσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Οι προτάσεις αυτές, οσοδήποτε ευγενείς ως προς τους σκοπούς τους, έχουν προφανή (και μεταξύ τους αντίρροπα) μειονεκτήματα. Η Μαρία Καρυστιανού σηματοδοτεί φυσικά -καθώς δεν είχε καμία προηγούμενη πολιτική συμμετοχή- κάτι καινούριο. Τι είναι όμως αυτό το καινούριο, κανείς δεν ξέρει. Ενώ, όσα λίγα έχει κατά καιρούς πει προϊδεάζουν για μια μάλλον δεξιά λαϊκιστική πολιτική. Όσο για τον Αλέξη Τσίπρα και τον Αντώνη Σαμαρά, αυτοί φυσικά έχουν υπέρ τους την εμπειρία, όμως δύσκολα μπορούν να πείσουν ότι αποτελούν κάτι καινούριο, σε μια εποχή που το 2012 και το 2015 φαντάζουν πολύ μακρινά. Και δεν έχουν ακόμα απαντήσει πειστικά τι ακριβώς κομίζουν πέραν του προσωπικού τους κύρους.
Κυρίως όμως, όλα αυτά τα εγχειρήματα έχουν ένα βασικό κοινό μειονέκτημα, που τα καθιστά κατά τη γνώμη μου αδιέξοδα: προσχωρούν ακριβώς στη λογική που περιέγραψα πριν, στην ιδέα ότι ο αντίπαλος είναι ο “μητσοτακισμός” κι ότι χρειαζόμαστε έναν άλλο, έναν δικό μας “αντι-Μητσοτάκη”. Όμως, στην πραγματικότητα, έτσι δεν αμφισβητούν στ’ αλήθεια την ουσία του “μητσοτακισμού”. Δεν αμφισβητούν την ιδέα ενός φωτεινού, παντογνώστη, ισχυρού ηγέτη, που μόνο με τα προσωπικά του χαρίσματα -και χωρίς να χρειάζεται να εξηγεί πολλά-πολλά για τις απόψεις του ή να δίνει λογαριασμό για τις αποφάσεις του- θα μας οδηγήσει στη σωτηρία.
Η εντιμότητα είναι σημαντικό χαρακτηριστικό, φυσικά, για έναν ηγέτη – όπως και για κάθε άνθρωπο. Δεν αρκεί όμως αυτή. Απάντηση στον Κυριάκο Μητσοτάκη θα ήταν σήμερα κάποιος που θα αμφισβητούσε την ουσία της πολιτικής του ίδιου και του κόμματός του: την πρόσδεση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας στους πολεμικούς σχεδιασμούς, την αντίστροφη αναδιανομή υπέρ του πλούτου και την επίταση της ανισότητας και της εκμετάλλευσης, τη διασύνδεση με μεγάλα (και μικρότερα) οικονομικά συμφέροντα, την πολιτική που γεννά εργαζόμενους φτωχούς, τα κλειστά σύνορα, την καταστολή και την ποινικοποίηση όλο και περισσότερων πλευρών της ζωής και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια, απάντηση στη Δεξιά (του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά και κάθε επίδοξου διαδόχου του) δεν μπορεί παρά να είναι η Αριστερά.
Και κυρίως, απάντηση στον Κυριάκο Μητσοτάκη θα ήταν η αμφισβήτηση του μοντέλου ηγεσίας και πολιτικής που ο ίδιος πρεσβεύει. Ο “αντι-Μητσοτάκης” θα ήταν ένας πολιτικός αρχηγός που θα έβγαινε και θα έλεγε πως δεν τα ξέρει όλα, πως έχει ανάγκη γύρω του τους συντρόφους και τις συντρόφισσές του, γιατί όλοι μαζί, με διαφορετικές γνώσεις αλλά και διαφορετικές οπτικές, μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα. Ένας πολιτικός αρχηγός που θα έβγαινε και θα μιλούσε για την αξία της συλλογικότητας και για την πολιτική κριτική και σύγκρουση ως πεμπτουσία της δημοκρατίας. Ένας πολιτικός αρχηγός που θα μπορούσε να μιλήσει για τα λάθη του του παρελθόντος, αλλά και την αβεβαιότητά του για το μέλλον. Ένας πολιτικός αρχηγός που θα άκουγε περισσότερο -ακόμα κι αυτά που του είναι δυσάρεστα. Ένας πολιτικός αρχηγός που θα υπερασπίζονταν με θάρρος την αξία της πολιτικής και τον ρόλο των κομμάτων ως χώρων συμμετοχής, δράσης και συλλογικής διαμόρφωσης ιδεών, αντί να πλειοδοτεί στο ότι τα κόμματα και η πολιτική πέθαναν. Ένας πολιτικός αρχηγός που θα αμφισβητούσε την ανάγκη ενός αρχηγού, που θα έβγαινε με θάρρος και θα έλεγε ότι δεν είναι ο αντι-Μητσοτάκης, ότι δεν θέλει να γίνει ο αντι-Μητσοτάκης και ότι δεν χρειαζόμαστε έναν δικό μας Μητσοτάκη.
Τέτοιοι πολιτικοί άνδρες και γυναίκες υπάρχουν. Δεν μπορούν να βρουν εύκολα το δρόμο προς την προσοχή μας, γιατί βρίσκονται έξω από το κυρίαρχο σήμερα υπόδειγμα. Αξίζει όμως να παρακολουθήσουμε με λίγο μεγαλύτερη προσοχή τα πολιτικά πράγματα για να τους βρούμε.
1
Αφήνω τον Αντώνη Σαμαρά εκτός, όχι γιατί δεν ισχύει για τον ίδιο η παραπάνω κριτική, αλλά γιατί το εγχείρημά του φαίνεται να είναι το λιγότερο προχωρημένο σήμερα και αυτό με τη μικρότερη δυνητική απήχηση.
2
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι πρώτες αλλαγές στο πλαίσιο για τη λειτουργία της προεδρίας της κυβέρνησης και η ισχυροποίηση της σχετικής δομής ανατρέχουν στην περίοδο της πρωθυπουργίας του Γ. Παπανδρέου και διατηρήθηκαν έκτοτε.
3
Εξαιρείται εδώ, φυσικά, το ΚΚΕ, το οποίο διατηρεί την κανονική κομματική λειτουργία του και έχει μια πιο δομική προσέγγιση στα πράγματα. Το ίδιο ισχύει, αλλά σε μικρότερο βαθμό για το ΜέΡΑ25 και, εν μέρει μόνο, για τη Νέα Αριστερά, που έχει μπει -αν και προσπαθεί να το πράξει με διαφορετικό τρόπο- στη συζήτηση περί της ανασύνθεσης του “προοδευτικού χώρου”.
4
Κι επειδή πολύ μελάνι έχει χυθεί για τα “μέλη του δίευρου”, πρέπει να πούμε -αν θέλουμε να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα- ότι τον Στ. Κασσελάκη δεν έφεραν (μόνο) τα μέλη αυτά. Η υποψηφιότητα Κασσελάκη δεν θα είχε καμία τύχη, δεν θα είχε καν καταφέρει να αποκτήσει στοιχειώδη ορατότητα, ώστε στη συνέχεια να ψηφιστεί και από τα “μέλη του δίευρου”, χωρίς τη στήριξη πλήθους στελεχών και ιστορικών, έμπειρων μελών του ΣΥΡΙΖΑ, που τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ του και έδωσαν αγώνα στις περιοχές τους, γιατί είδαν στο πρόσωπό του έναν νέο και “λαμπερό” υποψήφιο, ικανό να τους ξαναφέρει πίσω στα υψηλά ποσοστά και στην κυβέρνηση μετά την ήττα του 2023, την ώρα που οι άλλοι διεκδικητές της προεδρίας μιλούσαν για συλλογικότητα και δομές (Έφη Αχτσιόγλου), για ριζοσπαστική ταυτότητα και κομματική λειτουργία (Ευκλείδης Τσακαλώτος) και υπόσχονταν μόνο πολλή δουλειά.
*Πηγή: Biezen, I. van, & Poguntke, T. (2014). The decline of membership-based politics. Party Politics, 20(2), 205-216. https://doi.org/10.1177/1354068813519969
**Πηγή: Biezen, I. van, & Poguntke, T. (2014). The decline of membership-based politics. Party Politics, 20(2), 205-216. https://doi.org/10.1177/1354068813519969
DNEWS