Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας του, ο Τραμπ πρότεινε έναν συνδυασμό φορολογικών περικοπών και δαπανών για υποδομές –κι ας πάνε στον αγύριστο τα ελλείμματα– γεγονός που τον καθιστούσε περισσότερο κεϋνσιανό από τη Χίλαρι Κλίντον, η οποία παρέμεινε στο πλαίσιο της “δημοσιονομικής ευθύνης” που ήταν το μάντρα των χορηγών της. (Το κατά πόσο οι συγκεκριμένες προτάσεις του προγράμματος κινήτρων του Τραμπ θα είχαν πράγματι ως αποτέλεσμα τις υποσχόμενες αυξήσεις των συνολικών δαπανών είναι άλλο ζήτημα).
Πολλοί οικονομολόγοι και κεντρικοί τραπεζίτες έχουν υποστηρίξει με δηλώσεις τους αυτή την επιστροφή στον δημοσιονομικό ακτιβισμό καταρχήν. Ένα πρόσφατο άρθρο του Τζέισον Φέρμαν, προέδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Προέδρου Ομπάμα, περιγράφει τη συγκεκριμένη μετατόπιση των βασικών απόψεων της κυρίαρχης γνώμης: από τη μοδάτη άποψη ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να κάνει τίποτα για την ανάπτυξη προς μια άποψη –ίσως όχι λιγότερο φαιδρή– ότι μόνο η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να λειτουργήσει.
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει αυτήν την αλλαγή ως ένα ελπιδοφόρο σημάδι. Μια δικομματική τρόπον τινά συμμαχία που ευνοεί ένα πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων μεγάλης κλίμακας. Κανένας δεν μιλάει πλέον στα σοβαρά για τον πληθωρισμό.
Φαίνεται ότι βρισκόμαστε πολύ μακριά από την καμπύλη Phillips της δεκαετίας του 1960, από το στασιμοπληθωρισμό των τελών της δεκαετίας του 1970, την αδρανή συναίνεση της δεκαετίας του 1980 ή από τους φόβους για την Κοινωνική Ασφάλιση της δεκαετίας του 1990. Και για τη νέα διοίκηση, τo διακύβευμα είναι μεγάλο. Ξεκινώντας τη θητεία του με έναν χαοτικό τόνο, ο πρόεδρος πρέπει να εκπληρώσει το οικονομικό του πρόγραμμα, το οποίο υποσχόταν μια σταθερή αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης στο 3% ή ακόμα και στο 4%, μαζί με αύξηση των θέσεων εργασίας και τόνωση της κατασκευαστικής παραγωγής. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: μπορεί να το κάνει;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι καλύτερες υποδομές θα ήταν ένα καλό πράγμα, παρόλο που τα οφέλη τους δεν διοχετεύονται πρωτίστως στη βιομηχανία, όπως πολλοί υποθέτουν. Η αξία των καλύτερων υποδομών έγκειται σε μεγάλο βαθμό στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, μέσω της εξασφάλισης καλύτερων οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, καθαρότερου νερού, αξιόπιστου συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας κ.ο.κ. Η βιομηχανία τείνει να φροντίζει τις δικές της ανάγκες και οι δημόσιες υποδομές, από την πλευρά τους, ωφελούν σε μεγάλο βαθμό το κοινό. Εν μέρει για τον λόγο αυτό, όπως πρόσφατα υποστήριξα αλλού [2], οι υποδομές από μόνες τους λίγη διαφορά κάνουν στον κατασκευαστικό τομέα, μπροστά στα υψηλά επιτόκια και σε ένα ισχυρό δολάριο. Αλλά θα αποτελέσουν πιθανότατα ένα θείο δώρο για τις τιμές των γαιών, και ως εκ τούτου για τους εργολάβους και τους επενδυτές σε ακίνητα, και με αυτή την έννοια ίσως να ακολουθήσει η οικονομική ανάπτυξη, ακόμη και αν αυτή επικεντρωθεί ουσιαστικά στις κατασκευές.
Βραχυπρόθεσμα, είναι πιθανό η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Αμερικής να προλάβει και να εκτροχιάσει το πρόγραμμα ανάπτυξης του Τραμπ (τουλάχιστον προσωρινά), αυξάνοντας υπερβολικά τα επιτόκια, προτού το δημοσιονομικό πρόγραμμα μπορέσει να έχει αποτελέσματα. Αυτό συνέβη με το οικονομικό πρόγραμμα του Ρέιγκαν το 1981, οδηγώντας σε ύφεση και σε μεγάλες απώλειες των Ρεπουμπλικανών στις ενδιάμεσες εκλογές του 1982, προτού δώσουν αποτελέσματα η μείωση των φόρων και η αύξηση των δαπανών. Ο Τραμπ δεν διαθέτει την πρώιμη λάμψη του Ρέιγκαν και η κυβέρνησή του μπορεί να μην επιβιώσει από μια απροσδόκητη κάμψη. Αλλά ακόμα και αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ συνεργαστεί, είναι άραγε εφικτό στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα να αναζωπυρώσουμε τη φλόγα της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης; Η απάντηση σε αυτό είναι: πιθανόν ναι, για κάποιο χρονικό διάστημα. Τα μεγάλα ελλείμματα είναι καλά για την ανάπτυξη. Το ερώτημα είναι για πόσο διάστημα μπορεί να διατηρηθεί μια τέτοια ανάπτυξη.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED)
Η απάντησή μου είναι ένα επιφυλακτικό “όχι για πολύ”. Αλλά όχι (όπως ισχυρίζονται κάποιοι) επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ξεμείνουν από πίστωση. Αντίθετα, υπάρχουν εμπόδια σε αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν “πλευρά προσφοράς” του φάσματος. Αυτά τα εμπόδια είναι δημογραφικά, τεχνικά, θεσμικά και υλικά. Πρόκειται για ζητήματα που αναδεικνύονται από τη Θεσμική Σχολή [Ιnstitutionalism] και, σε κάποιο βαθμό, θυμίζουν τις ανησυχίες των αμερικανών οικονομολόγων της εποχής της Μεγάλης Ύφεσης, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της Νέας Συμφωνίας [New Deal], και οι οποίοι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανησυχούσαν ότι τα χρόνια της οικονομικής άνθησης του πολέμου θα ακολουθούνταν από μια επιστροφή στη στασιμότητα όταν θα τελείωνε ο πόλεμος.
Οι ανησυχίες αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν. Από εκείνη την εποχή, αυτές οι ανησυχίες αγνοήθηκαν τόσο από τους αντι-Κεϋνσιανούς, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η οικονομία πάντα αυτό-διορθώνεται, όσο και από τους σημερινούς χοντροκομμένους Κεϋνσιανούς, που πιστεύουν ότι όλα τα προβλήματα της οικονομικής μηχανής μπορούν να λυθούν με την προσθήκη καυσίμου. Οι Θεσμικοί υποστηρίζουν ότι υπάρχουν μηχανικά προβλήματα που υφίστανται –ανεξαρτήτως του τι ίσχυε πριν από εβδομήντα χρόνια– και ότι κάποια από αυτά δεν έχουν εύκολη πολιτική θεραπεία.
Η απαισιοδοξία μου είναι επιφυλακτική και όχι οριστική, επειδή ορισμένοι από τους παράγοντες της προσφοράς λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα επηρεάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες μόνο εάν αναπτυχθεί και η παγκόσμια οικονομία. Όμως, άλλοι παράγοντες είναι εθνικοί και θα επηρεάσουν εξαρχής τις προοπτικές ανάπτυξης.
Το πρώτο πρόβλημα είναι το δημογραφικό: ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού των ΗΠΑ είναι χαμηλός και το εργατικό δυναμικό της Αμερικής γηράσκει. Ένας ρυθμός ανάπτυξης ανάλογος της δεκαετίας του 1950 απαιτεί είτε περισσότερους εργαζόμενους είτε πολύ υψηλότερο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, στόχους που δεν υπηρετούν αναγκαστικά οι επενδύσεις υποδομής. Η εισαγωγή νέων εργαζομένων μέσω της μετανάστευσης δεν αποτελεί –όπως υποπτευόμαστε– την ατζέντα του προγράμματος Τραμπ.
Ιστορικά, η αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να επιτευχθεί μέσω της πίεσης μιας οξείας έλλειψης εργατικού δυναμικού και της αύξησης των μισθών. Αλλά εάν υπάρξει έλλειψη εργατικού δυναμικού και αύξηση μισθών, θα μπορούσαμε να προβλέψουμε και μια σκληρή αντίδραση από τους σκληροπυρηνικούς της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, των οποίων οι αριθμοί είναι πιθανόν να ενισχυθούν υπό τον Τραμπ. Επομένως, στο πιο πιθανό σενάριο, η έλλειψη εργατικού δυναμικού δεν θα επιφέρει ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά υψηλότερα επιτόκια, ανεστραμμένη καμπύλη αποδόσεων και οικονομική επιβράδυνση. Το να γίνει κάτι διαφορετικό, θα απαιτούσε ένα διαφορετικό είδος ανθρώπων στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και μια ξεπερασμένη προσέγγιση από την μεριά των ελεγκτών για τα κέρδη και τις πιέσεις των τιμών.
Αμερικανοί ψηφοφόροι κατά τη διάρκεια των τελευταίων Προεδρικών Εκλογών στις ΗΠΑ
Η τεχνολογία θέτει ένα δεύτερο εμπόδιο στην υψηλή ανάπτυξη. Πρόκειται για ένα παράξενο και σχεδόν παράδοξο πρόβλημα. Σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο μετριούνται τα πράγματα, ειδικά σε τομείς που επηρεάζονται πολύ από την ψηφιακή επανάσταση, η οποία εδώ και αρκετές δεκαετίες υπήρξε η κυρίαρχη μορφή τεχνολογικών αλλαγών.
Όπως διαπίστωσαν πολλοί οικονομολόγοι, η τεχνολογική καινοτομία συνοδεύεται από αργούς ρυθμούς της καταγεγραμμένης αύξησης της παραγωγικότητας και επομένως από βραδύτερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, όπως την μετράμε. Οι δημοφιλείς στο ευρύ κοινό οικονομολόγοι έχουν από καιρό μπερδευτεί από αυτό. Πώς γίνεται να βιώνουμε τεράστιους τεχνολογικούς μετασχηματισμούς, ορατούς σε όλους, χωρίς ταυτόχρονα να βιώνουμε αύξηση της παραγωγικότητας;
Ίσως, όμως, αυτό δεν αποτελεί ένα τόσο δύσκολο αίνιγμα. Το κλειδί έγκειται στην κατανόηση του τι έχει συμβεί με τον χαρακτήρα και την ποιότητα των επενδυτικών αγαθών, τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις που οι επιχειρήσεις αποκτούν ή κατασκευάζουν για να εκτελέσουν τις δραστηριότητές τους. Το μεγαλύτερο διάστημα των δύο αιώνων από τη Βιομηχανική Επανάσταση έως σήμερα, οι επιχειρηματικές επενδύσεις αφορούσαν κυρίως τον κατασκευαστικό τομέα, συνεπώς κτίρια και μηχανήματα. Αυτά είναι δαπανηρά και η παραγωγή τους απαιτεί εργασία, πράγμα που σημαίνει ότι δημιουργείται ένας σημαντικός αριθμός θέσεων εργασίας και εισοδημάτων. Οι οικονομολόγοι από τον Μαρξ μέχρι τον Κέυνς και ακόμα παραπέρα αντιμετώπισαν τον “τομέα των επενδυτικών αγαθών” ως το τμήμα της οικονομίας που καθορίζει τη συνολική απασχόληση, τα κέρδη και τον επιχειρηματικό κύκλο.
Όμως, σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο όπου η τιμή των επενδυτικών αγαθών –μετά από προσαρμογές ως προς την ποιότητα– έχει μειωθεί σημαντικά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το νέο κεφάλαιο του ηλεκτρονικού επιχειρείν είναι, σε σύγκριση με τα τούβλα, το κονίαμα και το χάλυβα των προηγούμενων εποχών, πολύ φτηνό. Εν τω μεταξύ, το ποσοστό των εισαγόμενων επενδυτικών αγαθών έχει αυξηθεί και οι εισαγωγές είναι ποσότητα που αφαιρείται από την ανάπτυξη. Σήμερα, όταν μια επιχείρηση πραγματοποιεί μια νέα επένδυση, αυτό συνήθως σημαίνει την αγορά ενός νέου προϊόντος τεχνολογίας από την Ιαπωνία ή τη Γερμανία, και το δολάριο που επενδύεται αντισταθμίζεται από το δολάριο των εισαγωγών. Στην περίπτωση αυτή, η καθαρή επίδραση στη μετρούμενη παραγωγή (ΑΕΠ) μπορεί να είναι πολύ μικρή, αν όχι σχεδόν μηδενική. Έτσι, το μερίδιο των επενδύσεων στη συνολική παραγωγή μειώθηκε και η επίδραση των επενδύσεων στην ανάπτυξη μειώθηκε επίσης.
Η δυσκολία είναι ότι η εγχώρια παραγωγή και τα εγχώρια εισοδήματα ταυτίζονται, και χωρίς αύξηση των ροών δολαρίων, τέτοιου είδους νέες επενδύσεις εξασφαλίζουν ελάχιστη αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών ή των θέσεων εργασίας. Επομένως, το πρόβλημα για εμάς δεν είναι το τεχνούργημα των χαμηλών μετρήσεων στην αύξηση της παραγωγικότητας. Είναι το πραγματικό γεγονός των χαμένων θέσεων εργασίας, της υποαπασχόλησης, καθώς και του πληθυσμού που δεν διαθέτει τις υπηρεσίες που χρειάζεται ή τα χρήματα για να τις πληρώσει.
Δεν υπάρχει τίποτα στο πρόγραμμα κινήτρων του Τραμπ που να αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα. Ούτε θα μπορούσε να υπάρξει, δεδομένης της γενικής σύγχυσης που το περιβάλλει. Αλλά αυτό το ζήτημα θα επηρεάσει την απόδοση του προγράμματος Τραμπ –ιδίως τις φορολογικές περικοπές για επιχειρηματικές επενδύσεις– με δύο κυρίως τρόπους. Πρώτον, θα καταστήσει δυσκολότερο να διατηρηθεί ένας πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης 3% με 4%, ακόμη και αν οι επιχειρήσεις αυξάνουν τον ρυθμό των επενδύσεών τους. Δεύτερον, θα αφήσει ένα απροσδόκητα μεγάλο μέρος του πληθυσμού χωρίς εργασία, αφού κύριος σκοπός των νέων τεχνολογιών είναι η εξοικονόμηση εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας στον οποίο απευθύνθηκε ο Τραμπ δεν είναι πιθανό να έχει τις νέες θέσεις εργασίας που αυτός υποσχέθηκε.
Τρίτον, είναι οι τράπεζες. Στη μεταπολεμική περίοδο, από το 1945 έως το 1980, η δανειοδότηση από τις εμπορικές τράπεζες και η στεγαστική ενυπόθηκη δανειοδότηση διαδραμάτισαν σημαντικό, αλλά όχι πρωταρχικό, ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάπτυξης. Οι δημόσιες δαπάνες και ο αναπτυσσόμενος μη κερδοσκοπικός τομέας χρηματοδότησαν τις δραστηριότητες που δεν χρηματοδοτούσαν οι τράπεζες. Όμως, στην προηγούμενη γενιά, η κυβέρνηση συρρικνώθηκε και η συμβολή της στη νέα απασχόληση και τα εισοδήματα ήταν μικρή.
Έτσι, οι τράπεζες κατέληξαν να χρηματοδοτούν ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της ανάπτυξης που σημειώθηκε, και το έκαναν κατά κύματα: με τα στεγαστικά δάνεια που οδήγησαν στην κρίση αποταμίευσης και δανείων στη δεκαετία του 1980, με την έκρηξη της τεχνολογίας και της πληροφορικής που οδήγησε στη συντριβή του NASDAQ το 2000 , και με τη δόλια φρενίτιδα των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων που οδήγησε στη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 2007. Καθένα από αυτά τα κύματα κατέληξε, αναπόφευκτα, σε ύφεση. Το δε τελευταίο σε κραχ.
Αλλά με την οικονομική κρίση, το τραπεζικό σύστημα ουσιαστικά κατέρρευσε. Η αποτυχία της εκ θεμελίων ανασυγκρότησης του, ώστε να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να θεωρηθεί η μεγαλύτερη κυβερνητική και πολιτική αποτυχία των Δημοκρατικών υπό τον Μπαράκ Ομπάμα. Ο νόμος Dodd-Frank, αν και χρήσιμος σε ορισμένα σημεία, άφησε άθικτη μια ολιγαρχία τεράστιας και ανεξέλεγκτης εξουσίας, σε ένα κλίμα δανεισμού που χαρακτηρίστηκε από υπερβολική επιφυλακτικότητα σε σχέση με τις κοινωνικές επενδύσεις και τις επιχειρήσεις που δημιουργούν θέσεις εργασίας τις οποίες χρειάζεται η χώρα, και ταυτόχρονα από ανεξέλεγκτη απερισκεψία, όσον αφορά τις ευκαιρίες βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας (όπως το fracking) και τους τομείς όπου τα κυβερνητικά προγράμματα και οι νόμοι περί πτωχεύσεων δημιουργούν συνθήκες εκμετάλλευσης (όπως κατασχέσεις σπιτιών και χρέη φοιτητών). Το πρόγραμμα Τραμπ για τις τράπεζες αποσκοπεί απλώς στο να επιδεινώσει τα προβλήματα της συγκεντρωμένης εξουσίας και της ανεξέλεγκτης απερισκεψίας.
Ως έχουν τα πράγματα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας ούτε εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον ούτε προωθεί την ανάπτυξη, όπως έκανε κάποτε μέχρι που κατέρρευσε πριν από εννέα χρόνια. Ενώ υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται υποχρεωμένοι να δανειστούν, και πάντα θα υπάρξουν νέες γενιές κορόιδων, οι τραπεζικές πιστώσεις του τύπου «υπεραπόδοση-κατάρρευση» δεν είναι πλέον ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.
Τι πρέπει να γίνει με τις τράπεζες; Πρόκειται για ιδρύματα με υψηλό πάγιο κόστος, καθώς και με τεχνολογίες και διακρατικές νομικές δομές που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της φοροδιαφυγής και του ρυθμιστικού αρμπιτράζ. Αντιμετωπίζουν πολύ περιορισμένες προοπτικές για διαρκή κερδοφορία από δραστηριότητες που ανταποκρίνονται στην κοινωνικές ανάγκες. Ολόκληρη η δομή τους δεν είναι βιώσιμη σε έναν κόσμο με αργή ανάπτυξη, πέρα από την καλλιέργεια βραχυχρόνιων οικονομικών εκλάμψεων (εκ των οποίων το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν η κούρσα για την εξόρυξη πετρελαίου από σχιστολιθικά πετρώματα), ακολουθούμενες από πτωχεύσεις και διασώσεις.
Εν συντομία, ο χρηματοπιστωτικός τομέας ως σύνολο είναι μια πολυτέλεια που δεν μπορούμε να αντέξουμε. Αλλά υπό τον Τραμπ, οι τράπεζες θα αποθρασυνθούν και πάλι, αφού ο κανόνας Volcker, το Γραφείο Προστασίας Καταναλωτών Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών και άλλες μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις πρόκειται να ανατραπούν. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια βραχύβια έκρηξη δραστηριότητας, ακολουθούμενη από μια ανεπανόρθωτη πτώση. Εφόσον, βέβαια, δεν προηγηθεί η πτώση.
Το τελευταίο πρόβλημα είναι παγκόσμιο, και είναι το πρόβλημα των πόρων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έζησαν την κορύφωση παραγωγής συμβατικού πετρελαίου το 1970. Ο κόσμος ζει σήμερα την αντίστοιχη κορύφωση, με μια χρονικά περιορισμένη (αλλά αβέβαιη) ανάκαμψη, υπό τη μορφή πετρελαίου και φυσικού αερίου, προερχόμενων από σχηματισμούς σχιστόλιθου. Η ανάπτυξη απαιτεί ενέργεια και το πραγματικό κόστος –για να μην αναφέρουμε το κολοσσιαίο περιβαλλοντικό κόστος– αυξάνεται.
Ο άνθρακας είναι μια αμφιλεγόμενη εναλλακτική λύση και ούτως ή άλλως δεν είναι ένα αποδοτικό καύσιμο για τις μεταφορές. Η παλιομοδίτικη στρατηγική της λεηλασίας ξένων εδαφών παραμένει ως σενάριο στο μυαλό κάποιων, αλλά οι πρόσφατες στρατιωτικές αναποδιές έχουν αποδείξει ότι και αυτό έχει υψηλό τίμημα. Οι εμπόλεμες ζώνες παράγουν ελάχιστο πετρέλαιο, επειδή οι εταιρείες πετρελαίου λογικά προτιμούν να μην βάζουν τον εξοπλισμό τους, τους ανθρώπους τους ή τις μόνιμες εγκαταστάσεις τους στη γραμμή του πυρός.
Παρόλα αυτά, προς το παρόν και κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του Τραμπ, αυτού του είδους η ενεργειακή πηγή είναι πιθανό να παραμείνει σχετικά άφθονη. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από την οικονομικοποίηση των ενεργειακών αγορών στην περίπτωση που η παγκόσμια ζήτηση γίνει ισχυρότερη. Τέτοιες συνθήκες δημιουργούν ένα “αλυσιδωτό φαινόμενο πνιγμού” [choke-chain effect] – δηλαδή, οι κερδοσκόποι θα έχουν τη δύναμη να καταπνίξουν την ανάπτυξη με την παρακράτηση αποθεμάτων και την αύξηση των τιμών της ενέργειας. Αυτό συνέβη ήδη μία φορά, το καλοκαίρι του 2008, όταν το πετρέλαιο έφτασε στα 147 δολάρια το βαρέλι, αποστραγγίζοντας την αγοραστική δύναμη ακριβώς λίγο πριν το κραχ.
Μια κατεύθυνση προς τα εμπρός θα είναι η αύξηση της συγκομιδής ηλιακής ενέργειας, με την εκμετάλλευση της ταχύτατα μειούμενης καμπύλης κόστους της. Η ηλιακή ενέργεια είναι απεριόριστα βιώσιμη. Αλλά για να βοηθήσουμε μέσω αυτού στο ζήτημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, πρέπει επίσης να παραιτηθούμε από τις επιλογές άνθρακα και πετρελαίου και να αποδεχθούμε μια εκτροπή πόρων από την κατανάλωση προς τις επενδύσεις που απαιτούνται στην ανανεώσιμη ενέργεια.
Στην περίπτωση αυτή, η ανάπτυξη και τα υλικά επίπεδα διαβίωσης που μπορούμε να στηρίξουμε υπό την αειφόρο ενέργεια θα είναι χαμηλότερα και αυτό θα το αντιμετωπίσει ο πληθυσμός ως μικρότερη (άμεση) ευημερία από αυτή που θα είχε σε διαφορετική περίπτωση. Αυτή η επιλογή, η οποία θα μπορούσε να αποτρέψει το φαινόμενο του αλυσιδωτού πνιγμού, θα απορριφθεί από την ομάδα Τραμπ.
Συνοπτικά: η δημογραφία, η τεχνολογία, η χρηματοοικονομική διάρθρωση και, τελικά, οι αγορές ενέργειας και η αλλαγή του κλίματος θέτουν όρια στην αποτελεσματικότητα ενός προγράμματος κινήτρων. Η δημογραφία και η καταστολή της μετανάστευσης θα περιορίσουν το εργατικό δυναμικό. Η σύγχρονη τεχνολογία περιορίζει την επίδραση των νέων επιχειρηματικών επενδύσεων στη μετρούμενη ανάπτυξη. Και η δυσλειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα περιορίζει το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα και τη σταθερότητα οποιασδήποτε επέκτασης. Τέλος, το ενεργειακό σενάριο είναι απρόβλεπτο, αλλά το αποτέλεσμα του φαινόμενου του “αλυσιδωτού πνιγμού” θα μπορούσε να προκαλέσει τεχνητές διαταραχές στις τιμές της ενέργειας στην καλύτερη περίπτωση, ενώ στο χειρότερο σενάριο η κλιματική αλλαγή απειλεί με ολοκληρωτική έλλειψη βιωσιμότητας.
Αν υπάρχει “κοσμική στασιμότητα” σήμερα, είναι προϊόν του κόσμου στον οποίο πραγματικά ζούμε, ο οποίος είναι πιο ασταθής, επικίνδυνος και αβέβαιος από ό, τι παλιότερα, και σίγουρα πολύ περισσότερο από ό, τι ήταν στα χρυσά χρόνια που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή ακόμα και στον παράδεισο των ανέμελων ανόητων που κράτησε από την εποχή του Ρέιγκαν μέχρι τον Κλίντον. Βρισκόμαστε, όμως, εδώ που είμαστε. Δεν υπάρχει εύκολη θεραπεία και το γεγονός αυτό έχει ριζικές συνέπειες για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να οργανωθεί η κοινωνία και για το πώς πρέπει να σχεδιαστεί η οικονομική πολιτική.
Από αυτή την άποψη, η στρατηγική του Τραμπ –στον βαθμό που υπάρχει τέτοια– δεν είναι κάτι περισσότερο από τη σταθερή αποφασιστικότητα να οδηγήσει ένα παλιό αυτοκίνητο, με μεγάλη ταχύτητα, σε έναν τοίχο. Ίσως ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσουν τα πράγματα θα ήταν η επίδραση της χρηματικής στενότητας να επηρεάσει πρώτα τον υπόλοιπο κόσμο, δίνοντας στις ΗΠΑ πρόσβαση σε φθηνά καύσιμα, τρόφιμα, υλικά και καταναλωτικά προϊόντα, σαν μια επιστροφή στην παγκόσμια κρίση χρέους των μέσων της δεκαετίας του 1980, με το ακριβό δολάριο και το υψηλό έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Ή αν ο προστατευτισμός ωθούσε αποτελεσματικά τις αμερικανικές επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν την άνοδο του δολαρίου και να επενδύσουν ούτως ή άλλως στην εγχώρια αγορά. Στον βαθμό που η ομάδα Tραμπ κατανοεί το παγκόσμιο πλαίσιο, ίσως αυτό να είναι το σχέδιό τους.
Αλλά θα συμμορφωθεί ο υπόλοιπος κόσμος; Ο Ρέιγκαν είχε το πλεονέκτημα μιας τεράστιας κρίσης εμπορικού χρέους που μείωσε τις παγκόσμιες τιμές των βασικών εμπορευμάτων, εξασθενίζοντας θανάσιμα τη Σοβιετική Ένωση, ενώ η Κίνα δεν ήταν ακόμη παίκτης στην παγκόσμια σκηνή. Συνεπώς, υπήρχε ανάπτυξη χωρίς πληθωρισμό, ενάντια στη λαϊκή σοφία εκείνης της εποχής, και χωρίς τον κίνδυνο εμπορικού πολέμου. Μπορεί ο Τραμπ να επαναλάβει αυτό το επίτευγμα; Είναι αλήθεια ότι η Λατινική Αμερική, μετά από δεκαπέντε χρόνια ανάπτυξης και κοινωνικής προόδου, έχει ήδη επιστρέψει πίσω στις οικονομικές και πολιτικές χωματερές.
Σήμερα, όμως, η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία (παρά την εξάρτησή της από τις εξαγωγές πετρελαίου), είναι ισχυρότερες οικονομίες από ό,τι ήταν τότε, και η Ιαπωνία, παρά την ουσιαστική εξαφάνισή της από τα πρωτοσέλιδα, παραμένει μια πρώτης τάξεως βιομηχανική δύναμη. Θα αναδιπλωθούν μπροστά στο πανίσχυρο δολάριο; Ή θα αποφασίσουν αντίθετα να προστατεύσουν τον εαυτό τους, παρεμποδίζοντας τις κινήσεις κεφαλαίων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και δημιουργώντας έναν νέο μηχανισμό εκκαθάρισης [clearing mechanism] για το διεθνές εμπόριο που δεν θα βασίζεται σε αποθέματα δολαρίων; Αυτό θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει το δολάριο και να μας δώσει μια δυσάρεστη ανταπόδοση με την μορφή του πληθωρισμού.
Η άλλη μεγάλη αβεβαιότητα, και ίσως η κρισιμότερη, είναι η Ευρώπη: μια ολοκληρωμένη ηπειρωτική οικονομία που ανταγωνίζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες σε κλίμακα μεγέθους. Το πρόβλημα της Ευρώπης είναι ότι η πολιτική και οικονομική διάλυση –που τροφοδοτείται από την άνοδο του Τραμπ– θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή.
Αν οι μεγάλες (ή ακόμη και οι μικρότερες) χώρες της ευρωζώνης αρχίσουν να αποχωρούν από το ευρώ, τα πιστωτικά γεγονότα που θα προκύψουν θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντίστοιχο της Lehman Brothers, ή ακριβέστερα, της κρίσης χρέους του Μεξικού, τον Αύγουστο του 1982. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ένα οικονομικό σοκ που θα ανέτρεπε όλα τα σχέδια, καταστρέφοντας τις εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, μεταφέροντας την προσοχή στην έκθεση των αμερικανικών τραπεζών και ωθώντας σε ανατροπή των πολιτικών επιλογών τόσο στο νομισματικό, όσο και στο δημοσιονομικό μέτωπο.
Όπως υποστήριξα στο Tέλος του Φυσιολογικού (2014) [3], οι συνθήκες αυτές ενισχύουν την ανάγκη για αποτελεσματική και καθολική κοινωνική ασφάλιση, για αποστρατιωτικοποίηση, για διάλυση των τραπεζών – δηλαδή για την προστασία των ευάλωτων, περιορίζοντας παράλληλα τις υπερβολικές έμμεσες κοινωνικές δαπάνες. Οι Δημοκρατικοί της Κλίντον δεν προσέφεραν τέτοιες βασικές μεταρρυθμίσεις. O προσανατολισμός τους αφορούσε μετριοπαθή νέα προγράμματα, όπως ένα ομοσπονδιακό πρόγραμμα παιδικής φροντίδας, το οποίο προϋπέθετε μια υποκείμενη οικονομία σε καλή κατάσταση.
Οι εκλογές κατέστησαν σαφές ότι για πάρα πολλούς ψηφοφόρους το τελευταίο δεν ισχύει. Μπροστά στον Τραμπ και αυτήν την ευθεία εξέγερση εναντίον κανονισμών και εταιρικών φόρων, θα υποστήριζα τώρα ότι δεν ισχύει ούτε για τις εγγυημένες θέσεις εργασίας και τη μετατόπιση της φορολογικής βάσης από τις πωλήσεις και τα κέρδη μικρών επιχειρήσεων στη γη και στα ενοίκια. Αυτό θα διασφαλιζόταν από μια φορολογική πολιτική υπέρ των μικρών επιχειρήσεων και μια θεμελιώδη χρηματοοικονομική μεταρρύθμιση. Είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που εξετάζεται τώρα, ένα πρόγραμμα που θα μεταφέρει τη φορολογική επιβάρυνση στους καταναλωτές, παρέχοντας παράλληλα κίνητρα στις μεγάλες επιχειρήσεις να αντικαταστήσουν τους εργαζομένους με ρομπότ και οθόνες αφής.
Η θεραπεία του προβλήματος των θέσεων εργασίας απαιτεί να προσδιορίσουμε συγκεκριμένα τις ανάγκες στους τομείς της φροντίδας, της υγείας, του περιβάλλοντος, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού, και να δημιουργήσουμε θεσμούς που θα τις εξυπηρετήσουν. Η χρησιμότητα αυτών των θέσεων εργασίας δεν θα μετρηθεί με βάση τη συμβολή τους στο ΑΕΠ και στην παραγωγικότητα, και από αυτή την άποψη, πρέπει να επανεξεταστεί η όλη σχέση μεταξύ των οικονομικών στατιστικών και της ευημερίας.
Το σωστό μέτρο είναι εάν μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε, να επιβλέψουμε και να διατηρήσουμε χρήσιμη απασχόληση, ανταποκρινόμενοι στις ζωτικές κοινωνικές ανάγκες, παρέχοντας αξιοπρεπείς αμοιβές. Τα ιδρύματα που θα το διασφαλίσουν αυτό δεν θα είναι εκείνα που συνήθως δημιουργούνται για να επιτύχουν κέρδη και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο μη κερδοσκοπικός και ο δημόσιος τομέας, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός.
Σήμερα, οι υποστηρικτές ενός προγράμματος εγγύησης θέσεων εργασίας είναι οι οικονομολόγοι που έχουν τις καταβολές τους στην αυθεντική παράδοση της Νέας Συμφωνίας, και οι προτάσεις τους αξίζουν μια ακρόαση που μέχρι στιγμής δεν έχουν λάβει. Μέρος της θεμελίωσης αυτής της σκέψης είναι ότι οι εγγυημένες θέσεις εργασίας και ένας υψηλός κατώτατος μισθός θα μειώσουν ριζικά τα χρήματα που δαπανούμε επί του παρόντος για προγράμματα όπως η ασφάλιση των ανέργων, τα κουπόνια για τρόφιμα, η αναπηρία και άλλα κομμάτια αυτού που κάποτε ονομάζονταν “το βοήθημα” (the dole). Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, θα προσπαθούσαν οι συγκεκριμένοι οικονομολόγοι να αποκαταστήσουν την ισορροπία μεταξύ προσωπικών εισοδημάτων και δημόσιων δαπανών κοινωνικής πρόνοιας.
Η προοδευτική εναλλακτική λύση σε ένα οικονομικό πρόγραμμα απερίσκεπτων κινήτρων και κτηματομεσιτικών κεφαλαιακών κερδών είναι ένα πρόγραμμα πλήρους απασχόλησης, δίκαιων μισθών και ευρείας επένδυσης σε κοινωνικές, πολιτιστικές και περιβαλλοντικές ανάγκες, που θα υποστηρίζεται από άμεσους φόρους στα ενοίκια, τα μονοπωλιακά κέρδη και τις κληρονομιές, αποσυνθέτοντας έτσι άμεσα τη δυναστική ολιγαρχία που κυβερνά τις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω και των δύο κομμάτων, από το 1981.
Το πώς ακριβώς μπορεί αυτή η προοδευτική δράση να λειτουργήσει στα δεδομένα πλαίσια είναι ζήτημα μελέτης και ανταλλαγής επιχειρημάτων. Αλλά αυτό πρέπει να ξεκινήσει τώρα. Διανοητικά και πολιτικά, το Δημοκρατικό Κόμμα έχει γίνει ερείπιο. Δεν μπορεί να ξαναχτιστεί ούτε μέσα από την υπεράσπιση των παρελθόντων επιτευγμάτων του, ούτε από την αντίδραση σε καταστροφές που βρίσκονται ακριβώς μπροστά μας, ούτε από απλά οικονομικά μοντέλα ή από θραύσματα “μισοψημένου” προγράμματος. Είναι καιρός, εν συντομία, για ένα αριστερό πρόγραμμα τουλάχιστον τόσο ριζοσπαστικό όσο αυτό που πρόκειται να θεσπισθεί από τη Δεξιά.
[1] Ο όρος “secular stagnation” αποδίδεται στα Ελληνικά και ως “στασιμότητα της κοσμικής κοινωνίας” ή “κοσμική στασιμότητα” (Σ.τ.Μ.)
[2] “Can Trump Overcome Secular Stagnation: Part One, The Demand Side,” Real World Economics Review, Spring 2017.
[3] James K. Galbraith, The End of Normal, Simon & Schuster Paperbacks, 2014.
Ο James K. Galbraith είναι οικονομολόγος, κάτοχος της έδρας Government/Business Relations Lloyd M. Bentsen, Jr. στο LBJ School of Public Affairs του Πανεπιστημίου του Τέξας.
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Πηγή: Pass-world από Dissent.