Ακόμη και για κάποιον τόσο εξασκημένο στο φιλτράρισμα της προπαγάνδας, όσο εγώ, ο πηχτός χείμαρρος της παραπληροφόρησης -με αποκορύφωμα τη… γνήσια σουρεαλιστική επερώτηση της Νέας Δημοκρατίας στη Βουλή!- γύρω από τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες στη Βενεζουέλα αποδείχτηκε αρκετός για να μου γυρίσει το στομάχι και να με «αναγκάσει», τρόπον τινά, να θυμίσω στους ουρανοκατέβατους «ειδικούς» περί Λατινικής Αμερικής μερικά βασικά πραγματάκια για τη μακρινή αυτή, αλλά τόσο κοντινή μας από πολιτικής και… αποικιακής πλευράς χώρα.
Οχι τίποτ’ άλλο, μπας και αναγνωρίσουμε στην ιστορία που ακολουθεί κάποιες χτυπητές ομοιότητες αλλά και διαφορές με το δικό μας παρόν και μέλλον ως στρατιωτικής βάσης του αμερικανικού «ιμπέριουμ» και, ταυτόχρονα, ως αποικίας χρέους των ισχυρότερων από τους Ευρωπαίους αφέντες-«εταίρους» μας.
«Βενεθουέλα», στα καστιγιάνικα, σημαίνει μικρή Βενετία: όταν πρωτόφτασε εκεί ο Βενετσιάνος Αμέριγκο Βεσπούτσι, το 1499, τα φυσικά κανάλια και οι κατοικημένες από Ινδιάνους νησίδες που δημιουργούσαν οι εκβολές των ποταμών τού θύμισαν τον τόπο του, κι έτσι έδωσε το όνομα της Γαληνοτάτης σε ολόκληρη τη χώρα – με τον ίδιο παιχνιδιάρικο τρόπο που οι Σπανιόλοι κονκισταδόρες βάφτισαν την Honduras για τα βαθιά νερά των λιμανιών της και την Argentina για τον Rio de la Plata, το ποτάμι του ασημιού.
Το 1811, δέκα χρόνια πριν από τον δικό μας ξεσηκωμό, έγινε μία από τις πρώτες ισπανικές αποικίες που ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, αρχικά ως κομμάτι της «Μεγάλης Κολομβίας», με τους θρυλικούς επαναστάτες Μπολίβαρ, Πάες και Σούκρε, και μετέπειτα ως κυρίαρχο κράτος, το 1830.
«Κυρίαρχο», δηλαδή, μόνο στα λόγια, καθώς ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα (με το περιβόητο «δόγμα Μονρόε») πέρασε στην πολιτικο-οικονομική σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ, αρχικά ως μια τεράστια φυτεία καφέ, κακάο και άλλων αγροτικών αγαθών, αλλά και ως πηγή πολύτιμων βιομηχανικών ορυκτών.
Οσο για την πολιτική της ιστορία, μέχρι και το 1958 περιλαμβάνει μια ατέλειωτη σειρά από πραξικοπήματα και «γκαουντίγιος».
Αλλά και μετά τον υποτιθέμενο «εκδημοκρατισμό», λίγα άλλαξαν για τους φτωχούς, με τις αμερικανικές «επτά αδελφές» και την ντόπια άρχουσα τάξη να συνεργάζονται αρμονικά.
Το υπέδαφος, και όχι το γόνιμο χώμα των τσιφλικιών – latifundiae, ήταν εκείνο που άλλαξε τα πάντα για τους «Βενεσολάνος»: ήδη από το 1915 αμερικανικές εταιρείες εντόπισαν τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου στη λίμνη Μαρακάιμπο και σύντομα οι εξαγωγές πετρελαίου και διυλισμένων καυσίμων προς τις ΗΠΑ έγιναν η βασική πηγή πλούτου για τη διεφθαρμένη ντόπια ελίτ και τους βόρειους επικυρίαρχους.
Η χώρα σήμερα είναι το μοναδικό κράτος-μέλος του ΟΠΕΚ στο δυτικό ημισφαίριο και η στρατηγική της αξία ως «βενζινάδικου της Αμερικής» αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο, καθώς εκτιμάται πως διαθέτει τα μεγαλύτερα ανεκμετάλλευτα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο.
Ταυτόχρονα, όμως, όπως συμβαίνει με κάθε οικονομική «μονοκαλλιέργεια», η ευλογία αποδείχτηκε κατάρα: αφενός η φτώχεια και η ανισότητα αυξήθηκαν, αντί να μειωθούν, χάρη στην εκτεταμένη διαφθορά, και αφετέρου οι διαδοχικές αυξομειώσεις στην τιμή του πετρελαίου μετέτρεψαν τη βενεσολάνικη οικονομία σε «τρενάκι του τρόμου».
Αν και η πετρελαϊκή βιομηχανία κρατικοποιήθηκε το 1976, οι κυβερνήσεις της εποχής φορτώθηκαν με τεράστια εξωτερικά χρέη και, όταν στη δεκαετία του 1980 η υπερβολική προσφορά πετρελαίου στις διεθνείς αγορές οδήγησε σε ραγδαία πτώση των τιμών, το αποτέλεσμα ήταν μια βαθύτατη δημοσιονομική και οικονομική κρίση, με κύρια χαρακτηριστικά τον υπερπληθωρισμό και τη φτωχοποίηση εκατομμυρίων πολιτών.
Η λαϊκή αγανάκτηση κορυφώθηκε το 1989 με την εξέγερση και τη σφαγή από τον στρατό και την αστυνομία εκατοντάδων, ίσως και χιλιάδων διαδηλωτών στη διάρκεια του πολυήμερου ξεσηκωμού που έμεινε στην ιστορία σαν «Καρακάσο».
Το 1992 έγιναν δύο αποτυχημένα πραξικοπήματα – το ένα με σκοπό τον εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος, από έναν παντελώς άγνωστο νεαρό, μισο-Ινδιάνο αξιωματικό των αλεξιπτωτιστών, τον Ούγκο Τσάβες.
Αλλά η κατάσταση της ξενοκρατίας και των αβυσσαλέων ανισοτήτων δεν άλλαξε, παρά τα… μνημόνια και τις συνεχείς παραινέσεις των Αμερικανών «σπονσόρων» και του ΔΝΤ: αντιθέτως, ο πληθωρισμός έφτασε το 100% το 1995, το κατά κεφαλήν εισόδημα υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1963, με το 66% του πληθυσμού να βρίσκεται σε κατάσταση ακραίας φτώχειας.
Μέσα από αυτές τις «ειδικές συνθήκες» ανδρώθηκε ο πολιτικός θρύλος του Τσάβες, που τώρα βγαίνει κάθε τυχάρπαστος νεοφιλελεύθερος να τον αποκαλέσει… δικτάτορα!
Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στους αμέτρητους αληθινούς δικτάτορες που οι ΗΠΑ και οι εδώ μπιστικοί τους αποκαλούσαν (και δυστυχώς αποκαλούν) με σεβασμό «προέδρους» και τους κάνουν τεμενάδες, ο μακαρίτης υπήρξε μοναδική περίπτωση λαογέννητου ηγέτη, όντας αληθινό «τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής»…
Μία μοναδική, χαρισματική προσωπικότητα, που μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια κυριάρχησε πλήρως στην πολιτική ζωή της χώρας του, κέρδισε καθαρά τέσσερις εκλογές, επέζησε ενός «κλασικού» και αρκετών «υβριδικών» πραξικοπημάτων και κατάφερε να διαλύσει σε μεγάλο βαθμό τους αποικιοκρατικούς δεσμούς με τη βόρεια «μητρόπολη», ανοίγοντας έναν πόλεμο με την Αμερική που συνεχίζεται σήμερα στους δρόμους του Καράκας.
Αν και αλεξιπτωτιστής καριέρας, και σε αντίθεση με τους Δυτικούς επικριτές του, πριν και μετά θάνατον, ο Τσάβες δεν… έπεσε από τον ουρανό: ένα χρόνο μετά το αποτυχημένο κίνημά του, ο πρόεδρος Κάρλος Πέρες, με ματωμένα ακόμα τα χέρια από το «Καρακάσο», παρά τη στήριξη της Ουάσινγκτον, έχασε την εξουσία εν μέσω τρομερών σκανδάλων, και η ισχύς των παραδοσιακών κομμάτων εξαερώθηκε, με αποτέλεσμα ολόκληρη η εργατική τάξη και οι μειονότητες να αγκαλιάσουν την ιδέα της «Μπολιβαριανής Επανάστασης» ως μοναδικής ελπίδας για πραγματική αλλαγή.
Ο Τσάβες πρωτοεξελέγη το 1998, άλλαξε το Σύνταγμα το επόμενο έτος, γλίτωσε σαν από θαύμα από το αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2002 -στο οποίο συμμετείχε πρόθυμα σύσσωμη η ελίτ της χώρας- και τη «στημένη» γενική απεργία που ακολούθησε, και κατάφερε ώς τον πρόωρο θάνατό του από καρκίνο το 2013 να αναδειχτεί στον καλύτερο μαθητή του μέντορά του Φιντέλ Κάστρο, αλλά και σε πραγματικό ηγέτη του κύματος της λατινοαμερικανικής «Νέας Αριστεράς», που κυριάρχησε περίπου δεκαπέντε χρόνια σε ολόκληρη σχεδόν την ήπειρο.
Στη δεκαπενταετία αυτήν, ο «πρεζιντέντε» έκανε φυσικά και πολλά λάθη -το μεγαλύτερο, μάλλον, ήταν η επιλογή του διαδόχου του στο πρόσωπο του «λίγου» Νικολάς Μαδούρο, που τα έχει κάνει κυριολεκτικά μαντάρα στα τέσσερα χρόνια που κυβερνά, αδυνατώντας να σταθεί στο ύψος του χαρισματικού προκατόχου του.
Ομως το σίγουρο είναι: πρώτον, πως ούτε ο Τσάβες ούτε ο Μαδούρο υπήρξαν ποτέ δικτάτορες και, δεύτερον, ότι κατάφεραν από κοινού ώς σήμερα να βελτιώσουν σε σημαντικό βαθμό την καθημερινότητα των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, ιδίως όσον αφορά την παιδεία και την υγεία.
Από την άλλη, βέβαια, με τα χρόνια πολλοί πρωτοκλασάτοι «τσαβίστας» διεφθάρησαν κι αυτοί από την εξουσία και το χρήμα και απέτυχαν να θεραπεύσουν χρόνια προβλήματα, όπως ο υπερπληθωρισμός, η νεανική ανεργία, η εγκληματικότητα και οι ελλείψεις (κατασκευασμένες και μη) βασικών τροφίμων.
Ετσι, οι ΗΠΑ και οι ντόπιοι πολιτικοί προστατευόμενοί τους βρήκαν την ευκαιρία να ξεκινήσουν έναν νέο «ανένδοτο», που όπως και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. Ουκρανία, Συρία, «αραβική άνοιξη») ισοδυναμεί με ένα υβριδικού τύπου πραξικόπημα: «πατάει» στην υπάρχουσα αγανάκτηση μεγάλων τμημάτων του λαού, μεταξύ των οποίων πλέον υπάρχουν και δυσαρεστημένα κομμάτια της εργατικής τάξης που μέχρι πρόσφατα παρέμεναν πιστά στον Μαδούρο, αλλά δεν διστάζει να χρησιμοποιεί ένοπλη βία και οργανωμένη παραπληροφόρηση προκειμένου να φτάσει στην ανατροπή του ενοχλητικού καθεστώτος.
Οπως μου έλεγε -μόλις χθες- ένας άρτι αφιχθείς στην Ελλάδα νεαρός Βενεσολάνος «τσαβίστα», αυτό που συμβαίνει στη χώρα του είναι ένα golpe continuo, ένα διαρκές πραξικόπημα – και κανείς δεν ξέρει πού τελικά θα οδηγήσει…
Ο λόγος στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο γεωπολιτικός, όπως στα παραπάνω παραδείγματα «έγχρωμων επαναστάσεων», αλλά 100% πρακτικός – ο επανέλεγχος των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της Βενεζουέλας από τις ΗΠΑ και τις εταιρείες τους.
Γι’ αυτό άλλωστε, την ίδια ώρα που οι ΗΠΑ αποκαλούν αυταρχικό το καθεστώς τού (εκλεγμένου) Μαδούρο, ο υπουργός Αμυνάς τους (και πρώην στρατηγός) Τζέιμς Μάτις βρίσκεται στο… δημοκρατικό Ριάντ, την πρωτεύουσα της σκοταδιστικής μοναρχίας της Σαουδικής Αραβίας, της χώρας-πρωταγωνίστριας του βρόμικου πολέμου της Υεμένης, με 10.000 νεκρούς αμάχους και εκατομμύρια πρόσφυγες και πεινασμένους.
Στο όνομα του φτηνού πετρελαίου, όλα συγχωρούνται…
Και ο Μαδούρο, όμως, δεν μας τα λέει καλά. Αντιδρά σπασμωδικά, αντιμετωπίζοντας κάθε αντίδραση σαν μια εισαγόμενη συνωμοσία, καταλαμβάνοντας με τον στρατό… φούρνους και σουπερμάρκετ και λειτουργώντας με λογική μαοϊκού Ερυθροφρουρού παλαιάς κοπής.
Αυτού του είδους η «περιχαράκωση» δεν οδηγεί ποτέ σε καλά αποτελέσματα.
Γιώργος Τσιάρας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών