Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Αλλαγή παραδείγματος, ευκαιρία για τα συνδικάτα

Η δημιουργία και εμβάθυνση της Ενιαίας Αγοράς και η ολοκλήρωσή της με την υιοθέτηση κοινού νομίσματος αποτέλεσε τον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου σχεδίου ενοποίησης της ΕΕ, που δρομολογήθηκε με την Ενιαία Πράξη του 1986 και αποκρυσταλλώθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Το σχέδιο αυτό καθιστούσε τον έλεγχο του εργατικού κόστους κεντρικό στοιχείο της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής και της απορρόφησης των εξωτερικών ελλειμμάτων των ανοιχτών στον διεθνή ανταγωνισμό οικονομιών της ΕΕ, ακόμα περισσότερο μετά την ένταξη στην ευρωζώνη.
 
Η παραπάνω λογική και η περαιτέρω όξυνση του ανταγωνισμού στις εγχώριες και διεθνείς αγορές, άσκησαν μεγάλη πίεση στους μισθωτούς και στα συνδικάτα στην ΕΕ για μετριασμό διεκδικήσεων και υποχωρήσεις. Μεταξύ 1993 και 2007, οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν με αργούς ρυθμούς, κατώτερους της παραγωγικότητας της εργασίας, το μερίδιο των κερδών στο ΑΕΠ γνώρισε μεγάλη άνοδο, ενώ μειώθηκε δραστικά το ποσοστό των συνδικαλισμένων μισθωτών, που ευτυχώς συνοδεύτηκε από μικρότερη πτώση του βαθμού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ). Ωστόσο, η ένταξη στην ΕΕ των χωρών της ανατολικής Ευρώπης το 2004 και η αποκαθήλωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα με τα μνημόνια μετά το 2010, διαμόρφωσαν μία ομάδα χωρών της ΕΕ με πολύ χαμηλό βαθμό κάλυψης των μισθωτών από ΣΣΕ.
 
Έπρεπε να έρθει το Brexit και ο φόβος διάλυσης της ΕΕ, η άνοδος της άκρας δεξιάς και η πρωτοφανής κρίση της πανδημίας, για να αναζωογονηθεί η ιδέα της κοινωνικής εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με την υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα των Κοινωνικών Δικαιωμάτων το 2017 και σειράς εφαρμοστικών Οδηγιών τα επόμενα χρόνια. Μια από αυτές είναι η Οδηγία του 2022 για τους «επαρκείς κατώτατους μισθούς», που αποτελεί κομβικής σημασίας εξέλιξη για δύο κυρίως λόγους.
 
Καταρχάς, είναι η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία στην ιστορία της ΕΕ συντονισμού των εθνικών πολιτικών για τους μισθούς και αναγνώρισης της σημασίας του κατώτατου μισθού ως εργαλείου εξασφάλισης αξιοπρεπούς διαβίωσης στους εργαζόμενους και του ρόλου των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη διαμόρφωση επαρκών και αξιοπρεπών μισθών. Σύμφωνα με την Οδηγία, για να είναι «επαρκείς», οι κατώτατοι μισθοί πρέπει να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες και, προτείνεται, να καθορίζονται τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου ή στο 50% του μέσου μισθού κάθε χώρας. Επίσης, τα κράτη μέλη με βαθμό κάλυψης των μισθωτών από ΣΣΕ χαμηλότερο του 80% θα πρέπει να καταθέσουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εθνικό σχέδιο δράσης για την βαθμιαία άνοδο του ποσοστού μέχρι το 80%.
 
Δεύτερον, η Οδηγία αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη αλλαγή παραδείγματος στην ευρωπαϊκή πολιτική για την εργασία. Την εγκατάλειψη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς της νεοφιλελεύθερης θεώρησης των γενναιόδωρων κατώτατων μισθών και των ισχυρών συστημάτων συλλογικής διαπραγμάτευσης ως θεσμικών εμποδίων για τη μείωση του κόστους εργασίας, βάσει της οποίας, κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, η τρόικα επέβαλε στις υπερχρεωμένες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, με ακραία περίπτωση την Ελλάδα, το πάγωμα ή και τη μείωση των κατώτατων μισθών καθώς και τη διάλυση των κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων. Τώρα η προσέγγιση των θεσμών της ΕΕ είναι ακριβώς η αντίθετη: με την αναβάθμιση των κατώτατων μισθών και την επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο στόχος είναι να αυξηθούν οι μισθοί, να ενισχυθεί η διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων και να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των εργαζομένων στους θεσμούς της ΕΕ και στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
 
Στη χώρα μας, ο κατώτατος μισθός μπορεί μεν να ανέρχεται στο 66% του μέσου αλλά η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού είναι πολύ χαμηλή. Ο μέσος μισθωτός ή ένα νοικοκυριό δύο μισθωτών με παιδιά που παίρνουν το μέσο μισθό δυσκολεύονται πολύ ή αδυνατούν να βγάλουν το μήνα. Συνεπώς, όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό φυτοζωούν. Το πρόβλημα σχετίζεται με το χαμηλό βαθμό κάλυψης των μισθωτών από ΣΣΕ, που ανέρχεται στο 29%. Οι υπόλοιποι μισθωτοί διαπραγματεύονται ατομικά το μισθό τους. Η εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων δεν έπεσε από τον ουρανό. Από το 2019, οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη επιδίωξαν και κατάφεραν να αποδυναμώσουν τα μαζικά και μαχητικά συνδικάτα. Οι νόμοι Γεωργιάδη και Χατζηδάκη υπονόμευσαν τις εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ, κατάργησαν το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των συνδικάτων στη διαιτησία, δημιούργησαν κίνητρο αποχώρησης/μη συμμετοχής των επιχειρήσεων στις εργοδοτικές οργανώσεις, περιόρισαν το δικαίωμα της απεργίας, κατάργησαν την προηγούμενη συγκατάθεση των συνδικάτων για την εφαρμογή ευέλικτων μορφών διευθέτησης του χρόνου εργασίας.
 
Η υποχρεωτική κύρωση της Οδηγίας από το ελληνικό κοινοβούλιο μέχρι τον Οκτώβριο, αποτελεί σημαντικό όπλο του συνδικαλιστικού κινήματος για να ανακτήσει ισχύ και να διεκδικήσει αξιοπρεπείς μισθούς και όρους εργασίας τα επόμενα χρόνια. Αρκεί το τελευταίο να προωθήσει συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς αυτό θα επιτευχθεί.
 
 
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο