Macro

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η Γερμανία και η επιστροφή των εθνικισμών

Το ευρωπαϊκό «παράδοξο»

Η επιστροφή του εθνικισμού, από πρώτη άποψη, φαίνεται να έρχεται σε αντίφαση με τη διαδικασία ενοποίησης της Ευρώπης, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι πρόδρομες μορφές της (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΚ) είχαν στόχο να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο συναινετικής επίλυσης των οικονομικών ανταγωνισμών ανάμεσα στα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη και πιστώνονται, ακόμα, στον καθημερινό πολιτικό λόγο, την απομάκρυνση του φάσματος του πολέμου. Αυτό το «παράδοξο» φαίνεται ανεξήγητο, εάν αποδεχθούμε την κυρίαρχη στη βιβλιογραφία άποψη, η οποία αποκαλεί εθνικισμό είτε την ιδεολογία που υποστηρίζει την αρχή ότι τα πολιτικά σύνορα του κράτους πρέπει να συμπίπτουν με τα όρια του έθνους είτε, με την προσθήκη ενός εθνικού επιθετικού προσδιορισμού, το πολιτικό κίνημα που προσπαθεί να υλοποιήσει αυτή την αρχή σε κάποια γωνιά της Γης. Η προσέγγιση αυτή εφαρμόστηκε στη μελέτη της διαδικασίας συγκρότησης των εθνικών κρατών στην Ευρώπη κατά τον μακρό 19ο αιώνα, στις άλλες ηπείρους κατά τη μετααποικιακή περίοδο και γνώρισε τις τελευταίες μέρες της δόξας της στη συγκυρία των ένοπλων συρράξεων που συνόδευσαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας. Η ιστοριογραφία αυτή εστιάζει την προσοχή της στις συγκρούσεις με τους εθνικά Άλλους, και όχι στις εσωτερικές χρήσεις του εθνικισμού. Δεν ασχολείται, δηλαδή, με την περιχαράκωση απέναντι στους αλλοεθνείς και την αντιπαλότητα με αυτούς όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσο που χρησιμοποιούν μία ή περισσότερες ομάδες της κοινωνίας, για να προωθήσουν τις ιδιαίτερες τους αντιλήψεις και συμφέροντα σε βάρος άλλων κοινωνικών ομάδων «ομοεθνών». Τα φαινόμενα αυτά εκχωρούνται κατά κανόνα από τους ιστορικούς στην αρμοδιότητα των πολιτικών επιστημόνων, των κοινωνιολόγων ή των κοινωνικών ανθρωπολόγων. Ένας ιστορικός του διαμετρήματος του Έρικ Χομπσμπάουμ κρατά από τις εσωτερικές λειτουργίες του εθνικισμού μόνο τη συμβολή του στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής στο εσωτερικό του έθνους-κράτους. Και όμως, οι χρήσεις του εθνικισμού εντός του ίδιου του έθνους είναι συχνότερες και περισσότερες από τις συγκρούσεις των εθνικισμών. Με κάποια ίσως υπερβολή, οι τελευταίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν στιγμιαίες, ενώ οι πρώτες είναι διαρκείς. Στην Ελλάδα, οι εσωτερικές χρήσεις της «εθνικοφροσύνης» αρκούν για να μας το υπενθυμίσουν.

Μια θεώρηση του εθνικισμού διευρυμένη ως προς τις εσωτερικές του λειτουργίες θα μας επέτρεπε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί και πώς τα λεγόμενα «εθνικά συμφέροντα» δεν εξαφανίσθηκαν, αλλά αντίθετα αναζωογονήθηκαν στην ενωμένη Ευρώπη. Ο Άγγλος ιστορικός Άλλαν Μίλγουορντ είχε υποστηρίξει από το 1992, με ισχυρά επιχειρήματα, τη θέση ότι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης διέσωσε και δεν εξασθένισε τα εθνικά κράτη. Η εκτίμηση του Mίλγουορντ στηρίζεται στο γεγονός ότι η ΕΟΚ, και αργότερα η ΕΚ και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απέκτησαν ομοσπονδιακό χαρακτήρα, αλλά διατήρησαν τη μορφή μιας διακυβερνητικής συνεργασίας εθνικών κρατών. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν εκπληρώθηκαν τα σχέδια των Ευρωπαίων φεντεραλιστών και η ενωμένη Ευρώπη δεν ολοκληρώθηκε συγκροτώντας ομοσπονδιακό κράτος δεν αρκεί για να εξηγήσει την αναβίωση των εθνικισμών. Σήμερα, η διαδικασία της λεγόμενης «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου, ενώ καταρχήν η κυριαρχία των κρατών-μελών περιορίζεται, οι ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσά τους διατηρούνται και εντείνονται, αφυπνίζοντας και πολλαπλασιάζοντας τις εθνικές προκαταλήψεις ανάμεσα στους πολίτες.

Κατά τη γνώμη μου, η αναζωπύρωση του εθνικισμού αποτελεί το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο επιδιώχθηκε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση· είναι συνέπεια των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών των τριών τελευταίων δεκαετιών. Θα προσπαθήσω να παρακολουθήσω τις φάσεις της επανεμφάνισής του εθνικισμού κυρίως μέσα από το παράδειγμα της Γερμανίας. Η επιλογή της Γερμανίας υπαγορεύθηκε από δύο λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με το γεγονός ότι επί δεκαετίες μετά τον Πόλεμο ο γερμανικός εθνικισμός είχε διατηρηθεί σε καταστολή, ενώ ο δεύτερος λόγος με το βάρος της γερμανικής οικονομίας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κίνδυνος που διατρέχει συνήθως μια τέτοια θεώρηση είναι να βασιστεί σε γραπτά κείμενα θεωρητικών, δημοσιογράφων και πολιτικών, και να υποτιμήσει τις εκδηλώσεις της καθημερινής ιδεολογίας. Θα προσπαθήσω, εδώ, να συνδυάσω και τις δύο προσεγγίσεις. […]

Προς μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων: Η Συνθήκη του Μάαστριχτ

Η ενίσχυση του ευρωπαϊκού κοινοτικού πλαισίου υλοποιήθηκε μέσα από μια σειρά διεθνών συνθηκών. Η σημαντικότερη ήταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ, με την οποία ολοκληρώθηκαν προεργασίες που είχαν ξεκινήσει, με γαλλική πρωτοβουλία, ήδη από τη δεκαετία του 1980. Η συνθήκη είναι σήμερα γνωστή, κυρίως, επειδή καθόριζε τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, του ευρώ· έτσι, παραβλέπεται ένα άλλο χαρακτηριστικό της, το οποίο κατά τη γνώμη μου αποτελεί την κοπερνίκεια επανάσταση στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης: η εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου από τα δύο σημαντικά κεφάλαια, του κοινού νομίσματος και του κοινωνικού χάρτη. Επιβεβαιώθηκε δηλαδή η αρχή, που είχε εισαχθεί με την πρώτη Συνθήκη του Σένγκεν, ότι τα κράτη-μέλη είχαν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε «ενισχυμένη συνεργασία» σε ορισμένους τομείς, ακόμα και όταν δεν συμμετείχαν σε αυτή όλες οι χώρες.

Από πρώτη άποψη, η διάταξη υπαγορεύθηκε από τη διαπιστωμένη άρνηση κρατών-μελών, όπως η Βρετανία, να συμμετάσχουν στη νομισματική ένωση. Στην πραγματικότητα, αυτή η συγκυριακή σκοπιμότητα συνέπιπτε με μια βαθιά αλλαγή στις νοοτροπίες σε παγκόσμια κλίμακα, η οποία τα επόμενα χρόνια εκδηλώθηκε και σε άλλους τομείς πέρα από το νόμισμα: σήμαινε ότι η πραγματική σύγκλιση ανάμεσα στις κοινωνίες των κρατών-μελών έπαψε να αποτελεί τον τελικό στόχο και ότι, αντίθετα, οι ανισότητες μεταξύ τους όχι μόνο γίνονταν αποδεκτές, αλλά επιτρεπόταν και να διευρυνθούν. Μετά το 1989, και χωρίς κατά κανόνα να το συνειδητοποιούν, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες διολίσθαιναν, υπό την κάλυψη του θριαμβεύοντος οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, προς τον κοινωνικό δαρβινισμό και την αποδοχή, ως φυσικής κατάστασης, της επικράτησης του ισχυρότερου, τόσο στο εσωτερικό τους όσο και στις διεθνείς σχέσεις.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του 1992, αλλά η επικύρωσή της συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Οι αντιδράσεις επικεντρώνονταν στην αντικατάσταση του εθνικού νομίσματος από το ευρώ: οι πολίτες την ένιωσαν σαν μια συμβολική απώλεια και αόριστη απειλή, ενώ οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι που ήταν αντίθετοι στο κοινό νόμισμα προέλεγαν αρνητικές συνέπειες για την εθνική οικονομία των χωρών τους από την αποποίηση του εργαλείου της εθνικής νομισματικής πολιτικής. Αντίθετα, η σιωπηρή εισαγωγή της αρχής της «μεταβλητής γεωμετρίας», που σηματοδοτούσε η «ενισχυμένη συμφωνία», δεν συζητήθηκε, αφού καθησύχαζε τα κράτη που δεν ήθελαν να συμμετάσχουν, ενώ επέτρεπε στις κοινωνίες των υπόλοιπων την καλλιέργεια της ψευδαίσθησης της αυξημένης ισχύος, εξαιτίας της συμπερίληψής τους στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης. Η άκριτη αποδοχή του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού εμπόδιζε τους ιθύνοντες των πιο αδύνατων ευρωπαϊκών οικονομιών να προβληματιστούν σχετικά με το γεγονός ότι η νομισματική ένωση θα ενίσχυε τη φυσική τάση κάθε τελωνειακής ένωσης να λειτουργεί υπέρ της ισχυρότερης οικονομίας, ενώ με την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων ως αντίθετων στον ελεύθερο ανταγωνισμό θα διεύρυνε δραματικά τις εσωτερικές ανισότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η οικονομική ανισότητα στην ενωμένη Γερμανία          

Στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση η προστασία των υλικών συμφερόντων των μελών του έθνους από εξωτερικές απειλές αποτελεί γενική απαίτηση. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τα μέλη της Ένωσης που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στις νέες οικονομικές και θεσμικές συνθήκες, αλλά και σε εκείνα που συγκαταλέγονται στους κερδισμένους από αυτή την εξέλιξη, όπως δείχνει η περίπτωση της Γερμανίας. Ο θρίαμβος της γερμανικής εξαγωγικής οικονομίας βασίστηκε στη συμπίεση του εργατικού κόστους και του συνολικού κόστους αναπαραγωγής της οικονομίας, χάρη στη δραστική περικοπή του κράτους πρόνοιας των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, προκειμένου η Γερμανία να παραμείνει ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο. Την ανάγκη αυτή τη συνόψισε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ρόμαν Χέρτσογκ σε μια ομιλία του, στις 24 Απριλίου 1997, ζητώντας «μια δόνηση που να συνταράξει τη Γερμανία» και να οδηγήσει σε μια «νέα βιομηχανική επανάσταση», με περικοπές κοινωνικών παροχών, ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, μειώσεις των φόρων. Η συζήτηση που άνοιξε το 1997, επί κυβερνήσεως Χριστιανοδημοκρατών, καρποφόρησε στην περίοδο 2003-2005, όταν στην εξουσία βρισκόταν η συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, με την ψήφιση των τεσσάρων διαδοχικών νομοσχεδίων που έμειναν γνωστά ως Hartz Ι-IV– από το όνομα του Πέτερ Χαρτζ, προέδρου της επιτροπής επιχειρηματιών, δημοσίων υπαλλήλων και συνδικαλιστών, που τα εισηγήθηκε.

Η πολιτική αυτή διεύρυνε τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες στη Γερμανία (στο εισόδημα, την περιουσία, τη μόρφωση και την υγειονομική περίθαλψη των πολιτών), καθώς και τις ανισότητες μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας. Οι στατιστικές μαρτυρούν τη σύνθλιψη των μεσοστρωμάτων, κάτι που είναι ορατό στις κεντρικές εμπορικές οδούς των πόλεων, όπου υποκαταστήματα πολυεθνικών αλυσίδων αντικαθιστούν αιωνόβιες οικογενειακές επιχειρήσεις. Από το 2000, η ανισότητα έχει γίνει θέμα συζητήσεων, με τη δημοσίευση ανά τακτά διαστήματα επισήμων εκθέσεων για τη φτώχεια. Σύμφωνα με την έκθεση του 2013, το 16,6% του πληθυσμού είναι στατιστικά φτωχοί και, καθώς το ποσοστό ανεργίας δεν ξεπερνούσε τότε στο 6,5%, αυτό σημαίνει ότι ένα συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού δυσκολεύεται να επιβιώσει με τον μισθό ή τη σύνταξή που παίρνει. Η ανισότητα έχει και χωρική διάσταση, καθώς τα εισοδήματα και η απασχόληση στην Ανατολική Γερμανία παραμένουν χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Δυτικής, είκοσι πέντε χρόνια μετά την ενοποίηση. Όπως είναι φυσικό, έχει σημειωθεί, όλη αυτή την περίοδο, μια μαζική μετακίνηση πληθυσμού από την Ανατολή προς τα δυτικά κρατίδια. Όλες σχεδόν οι πόλεις στο ανατολικό τμήμα της χώρας χάνουν πληθυσμό με γρήγορο ρυθμό, κάτι που συμβαίνει και σε παραδοσιακά βιομηχανικά κέντρα της Δυτικής Γερμανίας, καθώς η γεννητικότητα κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα και ο συνολικός πληθυσμός, παρά τη σημαντική εισροή μεταναστών, παραμένει στα ίδια επίπεδα με το 1991, με συνεχή αύξηση του ποσοστού των μεγάλων ηλικιών. Οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, ακόμα και των αντικαθεστωτικών, αποφεύγουν να θίξουν το θέμα της οικονομικής ανισότητας. Η πρόσκαιρη προβολή του από τους σοσιαλδημοκράτες κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2013 δεν απέδωσε πολιτικά και το θέμα εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια, όπως και δεν είχαν συνέχεια και σχετικές μελέτες ακαδημαϊκών, όπως ο πολύ γνωστός ιστορικός Xανς-Ούλριχ Βέλερ.

Η πίεση πάνω στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό μεταδόθηκε στη σφαίρα της πολιτικής και της ιδεολογίας. Το κίνημα εναντίον της αντιμεταρρύθμισης του Hartz IV μπορεί να αποδυναμώθηκε, αλλά η εκλογική καθίζηση της σοσιαλδημοκρατίας και η διαρροή των μελών της είναι πλέον μόνιμο φαινόμενο, ενώ αντίστροφα η Die Linke, από κόμμα νοσταλγών της Ανατολικής Γερμανίας, σταθεροποιήθηκε ως η νέα Αριστερά σε παγγερμανικό επίπεδο.

Τείνω να πιστέψω ότι οι πιέσεις πάνω στα μεσοστρώματα, και όχι μόνο η βιολογική διαδικασία της γήρανσης, εξηγούν τη στροφή εμβληματικών μορφών του κινήματος αμφισβήτησης των δεκαετιών του 1960 και του 1970, όπως ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, προς συντηρητικές ιδεολογικές θέσεις. Η συνοχή αυτής της υπό ένταση κοινωνίας απαιτούσε ιδεολογικά αντισταθμίσματα που θα έκαναν υπερήφανους για τις επιτυχίες των επιχειρηματιών και αυτούς που δεν επωφελούνταν από αυτές, αλλά, αντίθετα, υφίσταντο το κόστος τους. […]

To μέλλον της ΕΕ

Το ερώτημα για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πιο επίκαιρο και αγωνιώδες από ποτέ. Η όξυνση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των ανταγωνισμών ανάμεσα στα μέλη της Ένωσης θα οδηγήσουν τελικά σε μια μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική κρίση; Οι ακολουθούμενες σήμερα πολιτικές δεν κάνουν άραγε τίποτα άλλο παρά να «αγοράζουν χρόνο», να αναβάλλουν την έκρηξη της κρίσης γιγαντώνοντας με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα τους το δυναμικό της; Ή, για να διατυπώσω το ερώτημα διαφορετικά, τι θα μπορούσε να διαταράξει τη συνέχιση της αμείλικτης εφαρμογής της σημερινής πολιτικής και να οδηγήσει στην αλλαγή των κανόνων λειτουργίας της Ένωσης προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης;

Πριν από δύο χρόνια, την άνοιξη του 2015, αναρωτιόταν κανένας αν ο καταλύτης για την αλλαγή της πολιτικής θα ήταν τα λεγόμενα αντισυστημικά πολιτικά κινήματα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ο Σύριζα στην Ελλάδα; Οι Podemos στην Ισπανία;

Σήμερα, φαίνεται πιο πιθανό το τρίτο ενδεχόμενο που εξεταζόταν τότε, δηλαδή η αλλαγή να προέλθει απέξω: να την προκαλέσει η εισροή των πολιτικών και οικονομικών προσφύγων από την Ασία και την Αφρική και η πολιτική έκφραση της αντίδρασης των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε αυτή την ιστορική μετακίνηση των πληθυσμών. Τα σμήνη των ανθρώπων που εγκαταλείπουν τα ημιβυθισμένα σκάφη τα οποία τους μετέφεραν στα παράλια των ελληνικών και των ιταλικών νησιών, τα ανθρώπινα κοπάδια που κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες πορεύονται στους δρόμους των Βαλκανίων ή καταλαμβάνουν τις πλατείες και τους άλλους αδόμητους χώρους των νοτιοευρωπαϊκών πόλεων, με τα εμφανή φυσιογνωμικά και ενδυματολογικά στοιχεία που μαρτυρούν την προέλευσή τους από άλλα πολιτισμικά περιβάλλοντα, προσφέρουν τη σχεδόν ιδεοτυπική εικόνα του πολιτισμικού και ταξικού Άλλου. Περισσότερο και από τη φυσική παρουσία των προσφύγων, οι εικόνες που μεταδίδει η τηλεόραση και ο αγχωτικός τόνος των περισσότερων σχολιαστών είναι εκείνα που διεγείρουν τα ξενοφοβικά αντανακλαστικά και προσφέρουν επιχειρήματα σε όσους προειδοποιούν ότι το δικό τους ευρωπαϊκό έθνος απειλείται από μια ξενική εισβολή. Οι φοβικές αντιδράσεις, η ωμή βία, που εκδηλώνεται συχνά με προπηλακισμούς, εμπρησμούς καταλυμάτων και εκδίωξη από αυτά, στρέφονται εναντίον των προσφύγων· ωστόσο, τα επιχειρήματα του οργανωμένου πολιτικού λόγου στοχεύουν όσους, στο εσωτερικό του ίδιου του έθνους, θεωρούνται ότι προωθούν, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, πολιτικές οι οποίες δεν παίρνουν υπόψη τους τις ανάγκες των ομοεθνών και θυσιάζουν τα υλικά και ηθικά συμφέροντα του έθνους τους στον βωμό κοσμοπολίτικων ιδεοληψιών και ξένων οικονομικών συμφερόντων. Η αποδόμηση της κοινωνικής πολιτικής που προωθήθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες στα ευρωπαϊκά κράτη κάνει αυτές τις κατηγορίες να ηχούν πειστικά. Ο λόγος των πολιτικών ηγεσιών και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης για τους «χαμένους της παγκοσμιοποίησης» που αποτελούν πολίτες χαμηλότερων προσόντων και μειωμένων δικαιωμάτων, καταδικασμένοι να εκλείψουν, εντείνει τους φόβους πλατειών κοινωνικών στρωμάτων και οξύνει τις αντιδράσεις τους.

Στη μεγάλη πρόκληση της διαχείρισης του προσφυγικού προστίθεται η δεδηλωμένη πρόθεση του νέου προέδρου των ΗΠΑ να ανατρέψει σε βάρος της Ευρώπης, και ειδικότερα της Γερμανίας, το εμπορικό ισοζύγιο ανάμεσα στη χώρα του και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κοινωνικές συνέπειες της ενδεχόμενης οικονομικής σύγκρουσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή τη Γερμανία, μπορεί να αποδειχθούν καταλυτικές για τις κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη. Προς το παρόν είναι άδηλο αν οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες θα αναζητήσουν τη διέξοδο προς την κατεύθυνση μιας μεγαλύτερης ισορροπίας και συνοχής ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ένωσης με μεγαλύτερη, ταυτόχρονα, ισότητα στο εσωτερικό τους ή θα προτιμήσουν τη φυγή προς τα εμπρός, διευρύνοντας τις ανισότητες σε όλα τα επίπεδα· θα ακολουθήσουν, δηλαδή, μια πολιτική που στο όνομα της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας θα τους οδηγήσει αναγκαστικά στον περιορισμό της δυνατότητας των πολιτών να εκφράζουν δημοκρατικά τη διαφωνία τους.

O Χρήστος Χατζηιωσήφ είναι ιστορικός, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και διακεκριμένο μέλος του ΙΤΕ

Πηγή: Η Αυγή