Όποια/ος δεν θέλει να μιλήσει για τον φασισμό, ας μη μιλά και για τη μεταδημοκρατία –ή αλλιώς τη μεταπολιτική: μεταγράφοντας τη γνωστή ρήση του Χορκχάιμερ, η σύγχρονη εποχή, έναν αιώνα μετά την εμφάνιση των διαβόητων μορφωμάτων, τα ξαναμπάζει στη δημόσια σφαίρα από την μπροστινή πόρτα. Διότι στο βαθμό που χαϊδολογεί τα γενεσιουργά τους αίτια -καπιταλιστικές ανισότητες κ.ο.κ.- επί της ουσίας συντηρεί διαιωνίζει την ανάπτυξή τους. Η κουλτούρα του ολοκληρωτισμού, σήμερα, είναι μπρος στα μάτια μας, υπό τη μορφή του φαινομένου που πια ονομάστηκε μεταπολιτική. Διαβιούμε, κινούμαστε, πολιτευόμαστε εντός της, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό της να παραμένει εκείνο που προσομοιάζει στον φασισμό: η απαξίωση του πολιτικού συστήματος, με συμπαρομαρτούντα τα πολιτικά κόμματα και το πολιτικό προσωπικό συλλήβδην, η ανάδειξη του τεχνοκρατισμού ως προτεινόμενου μοντέλου διακυβέρνησης και η «δημοκρατία των ηγεμόνων» που διοικούν «αδιαμεσολάβητα» αποτελούν ιδιοσυστατικά που μετακινούν τη δημοκρατία στο «μετά»: ένα «μετά», όμως, που κρύβει τόσο σκοταδισμό όσο και το «πριν», την σκοτεινή δηλαδή εποχή όταν οι λαοί υπήρχαν μόνο ως αδιαμφισβήτητα υποζύγια.
Οιοσδήποτε/οιαδήποτε, λοιπόν, εκφέρεται με τους άνωθεν τρόπους, βασίζοντας μάλιστα τη δύναμή του σε απολίτικα ιδεολογήματα, δίχως ταξικές αναφορές, με την επίγνωση της κατάργησης κάθε προϋπάρχοντος διαχωρισμού και με πολιτικό προσωπικό που μπορεί να παριστάνει και τον παπά και τον ζευγά, εγγίζει επικίνδυνα όρια. Όπως επίσης όσ@, για τον ένα ή τον άλλον λόγο, τον/ην ακολουθούν.
Ο ανθρωπότυπος, λοιπόν, του μοντέρνου ολοκληρωτισμού –και της μεταδημοκρατίας- αγνοεί τα ιδεολογικά ρεύματα κι ούτε σκοτίζεται να τα μάθει. Η «κληρονομιά» του δεν είναι ιδεολογική, τούτη την έχει, ηχηρά και με κάθε τρόπο, αποποιηθεί. Εκείνα που μετά χαράς αποδέχτηκε, και διαρκώς αβγατίζει, είναι οι παραφθορές και οι εκπτώσεις: οι ηγεμονισμοί, οι μετατοπίσεις σε «άλλα κοινά», οι «εκσυγχρονισμοί» και, κυρίως, η περιφρόνηση του λαού. Η υποτίμηση δια της κολακείας, η αποκοίμηση δια των κοινοτοπιών, η εξαπάτηση δια των χαλκευμένων διαδικασιών. Το κυριότερο, ο ανθρωπότυπος τούτος απαξιώνει το πολιτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου και του σχηματισμού που εκπροσωπεί: από «τα μαύρα χρήματα που λιμνάζουν στα κόμματα της Ελλάδας» μέχρι το «παρέλαβα ένα χάος», κάθε μεταδημοκράτης έχει πολλά παρόμοια να πει. «Έχουμε πολύ μεγάλα ανοίγματα σε προμηθευτές», λέει, ρίχνοντας βέλη σε ένα, σαφώς προσδιορισμένο, παρελθόν. Είναι δε προφανές πως θεωρεί «καθαρά χέρια» μοναχά τα δικά του –εγείροντας συνειρμούς, με εγχώριες, αλήστου μνήμης, παραφυάδες.
Έτσι, η απεύθυνση στους από κάτω γίνεται με όρους μάζας: από το «το κόμμα στα μέλη», τα οποία «δεν-πρόκειται-να-προδώσει-ποτέ», πανεύκολα, αμέσως μετά, περνά στην πλήρη απαξίωση της λαϊκής βούλησης και στο «όραμα για κυβέρνηση κυρίως εξωκοινοβουλευτικών υπουργών». Διότι, λέει, «υπάρχουν αντικρουόμενα κίνητρα όταν ένας υπουργός έχει εξουσία και συγχρόνως κυνηγά σταυρούς τοπικά». Μπαμπέσης δηλαδή ο λαός και μικροαπατεώνας, κατεβαίνει στο επίπεδό του και ο πολιτευτής. Ιδού λοιπόν μια διαδικασία που οφείλουμε να καταργήσουμε! Άχρηστες οι εκλογές, αφού η κυβέρνηση από άλλ@, μη εκλεγμένους θα αποτελείται.
Η φρικωδία της μεταδημοκρατίας, ο ολοκληρωτισμός της μεταπολιτικής, είναι εδώ: καλλιεργεί ψευδαισθήσεις ισότιμης συμμετοχής, εκεί όπου η όντως πολιτική οφείλει να καταγγέλλει την υπάρχουσα ανισότητα και να αφυπνίζει. Να εξηγεί το πώς και το γιατί των, καπιταλιστικώ τω τρόπω, «αυτοδημιούργητων, να ξαναμιλήσει για την ταξική διαστρωμάτωση, να επαναφέρει στο προσκήνιο το σημερινό προλεταριάτο, ως ιστορικό υποκείμενο.
Αλλά όχι.
“Κανονικοί”, λευκοί οικογενειάρχες, εργαζόμενες μητερούλες, εναλλακτικά γκέι ζευγάρια μοστράρονται στη βιτρίνα της επικοινωνίας: η πολιτική της μετωνυμίας είναι εδώ. Να βλέπει ο/η άλλος/η τον εαυτό του, να ταυτίζεται φαντασιακά με το προτεινόμενο, ευπώλητο με όρους αγοράς, προϊόν, αυτή είναι η ανθρωπολογική ακολουθία των μεταδημοκρατικών καιρών. Η οποία, φυσικά, δεν ενοχλεί, διόλου μα διόλου, το κατεστημένο. Απεναντίας, αποτελεί μέρος του. Οργανικό του κομμάτι, αφού η βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας εδώ θεωρείται κανονικότητα και η συσσώρευση του πλούτου αξιοσύνη. Όσο για τα «προσόντα» των ανθρώπων, αυτά είναι μοναχά τα επιστημονικά/ακαδημαϊκά. Ο λαουτζίκος που-δεν-μιλά-ξένες-γλώσσες είναι μοναχά για να θαυμάζει.
Κάπου εδώ, οι τεχνοκράτες επανακάμπτουν: οι γνώστες/στριες δεν βγαίνουν από τα σπλάχνα του λαού αλλά από πανεπιστήμια-φυτώρια του συστημισμού, για να «φωτίσουν» τους πληβείους. Η προφανής σχέση εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου και η ανάθεση στα «βαριά βιογραφικά» καταργούν κάθε υπόλειμμα δημοκρατίας, ενισχύοντας την πλάνη.
Στην Ελλάδα ο μεταδημοκρατικός ολοκληρωτικός λόγος, με τον αντιδιανοουμενισμό και τις διολισθήσεις, δεν εκπροσωπήθηκε από τη δεξιά όπως αλλού –Μπερλουσκόνι, Μακρόν κ.ο.κ. Ο Στέφανος της Ελλάδας, όπως αυτοαποκαλέστηκε, δημιουργώντας προφανείς συνειρμούς, ο πανάξιος 35άρης που μόνο-με-τη-σκληρή-του-τη-δουλειά απόκτησε εκατομμύρια, που δεν αμφισβητεί το σύστημα –απεναντίας!-, ούτε βεβαίως έχει ποτέ του παρατηρήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, που θαυμάζει, και δεν το κρύβει, το αμερικάνικο μοντέλο και το προτείνει στη χώρα καταγωγής του, την οποία, ξεδιάντροπα, υποτιμά, τούτο το πολιτικό ον είναι προϊόν ενός κόμματος της Αριστεράς.
Για τούτο το φαινόμενο, οι ευθύνες του πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, επί του οποίου ο νυν πρόεδρος ασκεί πλέον πολιτική πατροκτονίας, είναι, προφανώς, βαθύτατες. Όπως και όλων των άλλων που συμμετείχαμε, δίχως να ουρλιάζουμε τις αντιρρήσεις μας. Όπως και όλων εκείνων που ακόμα, ανερυθρίαστα, συμμετέχουν σε τούτο το πρωτοφανές συμβάν στην ιστορία της Αριστεράς.
Κατέ Καζάντη