Macro

Η Ευρώπη αντιμέτωπη με τα αδιέξοδά της

Η πρόσφατη συνάντηση των ηγετών των «Τεσσάρων Μεγάλων» –όπως αυτοχαρακτηρίζονται– χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης μπορεί να αποδειχθεί κομβικής σημασίας, αν και για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που θα επιθυμούσαν οι συμμετέχοντες σε αυτήν. Πράγματι, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, σε συμβολικό και ουσιαστικό επίπεδο, ιδίως σε συνδυασμό με μια σειρά άλλα γεγονότα.

Ας ξεκινήσουμε, όμως, από τον συμβολισμό: κατ’ αρχάς, η επιλογή του χρυσοποίκιλτου ανακτόρου των Βερσαλλιών –από το οποίο η Μαρία Αντουανέτα προέτρεπε, κάποτε, τους εξεγερμένους Γάλλους που δεν είχαν ψωμί να τρώνε παντεσπάνι (με τα γνωστά αποτελέσματα για τη γαλλική μοναρχία και αριστοκρατία)– ήταν μάλλον ατυχής. Ιδίως όταν οικοδεσπότης ήταν ο Φρανσουά Ολάντ, η προεδρία του οποίου πόρρω απέχει από τις προσδοκίες που συνόδευσαν την έναρξή της.

Και συνδαιτυμόνες, o Μαριάνο Ραχόι, που ηγείται μιας εύθραυστης κυβέρνησης στην Ισπανία, ο υπηρεσιακός Ιταλός πρωθυπουργός Πάολο Τζεντιλόνι και, φυσικά, η Ανγκελα Μέρκελ, η οποία βλέπει με ανησυχία να αυξάνονται οι πιθανότητες να μην είναι καγκελάριος μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.

Ομως… μήπως λείπει κάτι από αυτήν την εικόνα των «Μεγάλων» της Ευρώπης; Ασφαλώς και λείπει κάτι κι αυτό είναι η Βρετανία. Ερχόμαστε έτσι στην ουσία της υπόθεσης: μετά το Brexit τίποτα δεν μπορεί να είναι ίδιο στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Οσο και να θέλουν να προσποιούνται οι Βρυξέλλες και ορισμένες εθνικές πρωτεύουσες ότι η Ενωση συνεχίζει κανονικά την πορεία της και χωρίς τους «ενοχλητικούς» Βρετανούς, η πραγματικότητα είναι ότι η έξοδος της Βρετανίας αφήνει μια ανοιχτή πληγή. Και σηματοδοτεί καταλυτικές εξελίξεις για το μέλλον.

Διανύουμε μια κρίσιμη εκλογική χρονιά στην Ευρώπη, χρονιά που θα καθορίσει τη μελλοντική φυσιογνωμία της Ε.Ε. Μια χρονιά που έχει τη δυναμική να πυροδοτήσει ακόμα και διαλυτικά φαινόμενα. Στις εκλογές της Ολλανδίας η Ακροδεξιά του Χέερτ Βίλντερς κατέλαβε τη δεύτερη θέση.

Στη Γαλλία, η σκιά της Μαρίν Λεπέν πλανάται βαριά πάνω από ένα κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό, ακόμα κι αν τελικά δεν καταφέρει να εκλεγεί στην προεδρία. Το ενδεχόμενο να έχουμε εκλογές και στην Ιταλία –όπου ο Μπέπε Γκρίλο καραδοκεί για να εκμεταλλευτεί την καταρράκωση και του ιταλικού πολιτικού κατεστημένου– είναι υπαρκτό.

Τέλος, στη Γερμανία αυξάνονται οι πιθανότητες ένας Κόκκινος – Κόκκινος – Πράσινος Συνασπισμός (SPD, Die Linke και Πράσινοι) να εκτοπίσει το CDU – CSU (και το δίδυμο Μέρκελ – Σόιμπλε) έπειτα από 12 χρόνια. Η τελευταία είναι ίσως και η μόνη αισιόδοξη προοπτική για τις ευρωπαϊκές εκλογικές αναμετρήσεις της χρονιάς – εκτός αν η ευρύτερη γαλλική Αριστερά καταφέρει να ενωθεί πάνω σε ένα προοδευτικό πρόγραμμα, κάτι που δυστυχώς φαίνεται –μέχρι στιγμής– πολύ δύσκολο και αμφίβολο.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το κάλεσμα των Τεσσάρων για ένα γενναίο άλμα προς τα εμπρός των προθύμων και ικανών ακούγεται μάλλον ως ευσεβής πόθος. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που, κατά πάσα βεβαιότητα, δεν εννοούν το ίδιο πράγμα όταν μιλούν για Ευρώπη πολλών ταχυτήτων. Η ίδια, άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –μέσω της Λευκής Βίβλου για το μέλλον της Ε.Ε. ώς το 2025– εμφανίζεται πρώτη φορά έτοιμη να επεξεργαστεί σενάρια οπισθοδρόμησης της ενωσιακής διαδικασίας.

Σε τελική ανάλυση, τι άλλο από οπισθοδρόμηση είναι η επισημοποιημένη ρήξη της όποιας συνοχής έχει απομείνει στην Ε.Ε. και η αυθαίρετη –με ποια κριτήρια, αλήθεια;– κατανομή των κρατών-μελών σε «ταχύτητες», με άλλα λόγια σε διαφορετικές κατηγορίες; Και ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι –από τη στιγμή που ξεκινά μια τέτοια διαδικασία– θα παραμείνει ελεγχόμενη και δεν θα έχουμε μια ανεξέλεγκτη πορεία διάλυσης της Ε.Ε.;

Το συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι ότι ύστερα από εφτά χρόνια κρίσης –και λόγω της επιμονής των ευρωπαϊκών ηγεσιών να μην αντιμετωπίσουν τα πραγματικά, βαθιά και υπαρξιακά αίτια αυτής της κρίσης– η Ευρώπη έχει βρεθεί αντιμέτωπη με τα ίδια της τα αδιέξοδα.

Είναι κάτι που οι προοδευτικές και δημοκρατικές φωνές της Ευρώπης –και στη χώρα μας, πρωτίστως, ο ΣΥΡΙΖΑ– είχαν προβλέψει, προειδοποιώντας ότι ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί ήταν μια δημοκρατική ανασυγκρότηση του θεσμικού πλαισίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και μια ορθολογική μεταβολή των ασκούμενων πολιτικών, με μια προοπτική ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης μακριά από τον δογματισμό της λιτότητας.

Ολοι θυμόμαστε –και δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ– ποια ήταν η αντίδραση των Ευρωπαίων εταίρων (εντός ή εκτός εισαγωγικών) όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση της Ελλάδας πλέον, προσπάθησε να μεταφέρει αυτές ακριβώς τις προτάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τώρα είναι πολύ αργά για δάκρυα, δεν είναι όμως αργά για δράση.

Γιατί η μόνη λύση δεν μπορεί να είναι μια Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων» με τα οφέλη και τις υποχρεώσεις κατανεμημένα ανισομερώς, αλλά μια Ευρώπη με περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, περισσότερη ισότητα και ισονομία μεταξύ των λαών και των κρατών της.

Η Αννέτα Καββαδία είναι βουλεύτρια ΣΥΡΙΖΑ Β’ Αθήνας, αντιπρόεδρος της Κ.Σ. του Συμβουλίου της Ευρώπης

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών