Συνεντεύξεις

Ιωάννα Μπουραζοπούλου: Η αντιπαλότητα των λαών γύρω από την Πρέσπα είναι μια κατασκευή

Αφοβη μηχανόβια στην Ευρώπη και στην Ασία, η Ιωάννα Μπουραζοπούλου είναι η κορυφαία εκπρόσωπος στην Ελλάδα της «Λογοτεχνίας της Πολιτικής Φαντασίας» – ένα είδος απαιτητικό που κάνει θραύση στη διεθνή αρένα. Σήμερα, η 55χρονη συγγραφέας ολοκληρώνει με την πολυαναμενόμενη «Μνήμη του πάγου», τη μυθιστορηματική τριλογία της για ό,τι ταλανίζει και ό,τι ενώνει τις χώρες που μοιράζονται την Πρέσπα… και τον δράκο της.
 
«Οι συνοριακές γραμμές είναι στην πραγματικότητα φλέβες που ενώνουν τους πολιτισμούς και τις τύχες μας», λέει ένας από τους πρωταγωνιστές της Ιωάννας Μπουραζοπούλου στο μυθιστορηματικό τρίπτυχο «Ο Δράκος της Πρέσπας» (Καστανιώτης). Εκείνη συμφωνεί, όμως γνωρίζει καλά ότι όταν σπάνε αυτές οι συνδέσεις, γεννιούνται οι «δράκοι». Και η κάθε χώρα βρίσκεται να παλεύει μόνη της εναντίον όλων.
 
Μία εικοσαετία μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η συγγραφέας αποφάσισε να αναδείξει αυτή την υπόθεση με τρία μυθιστορήματα, εμπνευσμένα από την Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία -τις χώρες της Νότιας Βαλκανικής που μοιράζονται την Πρέσπα. Με αυτή τη σειρά κυκλοφόρησαν η «Κοιλάδα της λάσπης» (2014), η «Κεχριμπαρένια έρημος» (2019) και τώρα η «Μνήμη του πάγου» (2023). Ο συνδετικός κρίκος τους είναι ένας… Δράκος που σπέρνει τον διχασμό και τη μισαλλοδοξία. «Είναι το “στοιχειό” που κανείς δεν έχει δει», σημειώνει η συγγραφέας στην «Εφ.Συν.», «αλλά όλοι είναι βέβαιοι για την ύπαρξή του. Γι’ αυτό παίρνει τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε φόβου ή της εκάστοτε φαντασίωσης, γίνεται το απειλητικό άγνωστο, γίνεται το ενοχλητικό οικείο, γίνεται η ελπίδα αναγέννησης ταπεινωμένων πληθυσμών. Αναπόφευκτα, καταλήγει να γίνει ευκαιρία κέρδους και μέσο χειραγώγησης.
 
Και όταν ο τρόμος ή η φαντασίωση αποκτούν συλλογική διάσταση, τότε προβάλλονται και στο περιβάλλον. Ετσι η νότια όχθη της λίμνης, πνίγεται στη λάσπη, η ανατολική καίγεται από την ξηρασία, η δυτική παγώνει. Μια εμπνευσμένη μεταφορά της Μπουραζοπούλου, που υπενθυμίζει ότι σε κάθε όχθη της Πρέσπας οι κοινωνίες βιώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. «Επειδή έτσι λειτουργεί η προκατάληψη. Ο παρατηρητής κατασκευάζει τον δαίμονα, προκαλεί το φαινόμενο. Και ό,τι συμβαίνει σε εμάς συμβαίνει και στο περιβάλλον».
 
Η φαντασία της Μπουραζοπούλου είναι αστραφτερή, και καθόλου καθησυχαστική. Η τριλογία της πάλλεται από δράση και μυστήριο, πάθη και διλήμματα, όμως το μεγάλο ζητούμενο για τους χαρακτήρες είναι η αυτογνωσία. Στον πρώτο τόμο κυριαρχούν η ωμή βία, ο τρόμος, η οργή. Στον δεύτερο τόμο τα εγκλήματα που ζητούν διαλεύκανση περιγράφονται πιο ψύχραιμα και αναπτύσσεται μια φιλία ανάμεσα σε αλλόχθιους. Στον τρίτο τόμο, που μόλις κυκλοφόρησε, θα δούμε ποιοι είναι οι εγκέφαλοι της ωμότητας, ποια τα πλοκάμια της εξουσίας, αλλά θα δούμε και έναν έρωτα που συμφιλιώνει τη δυτική και τη νότια όχθη. Και όλα αυτά εκτυλίσσονται σε μία σκηνογραφία καθηλωτική, όπου κυριαρχεί μία μεσαιωνική ατμόσφαιρα «αφού τα ερωτήματα που γεννιούνται έρχονται από παλιά και χάνονται στο αύριο».
 
● Λίγους μήνες πριν κυκλοφορήσει η «Κεχριμπαρένια έρημος», που διαδραματίζεται στη Βόρεια Μακεδονία, έως τότε ΠΓΔΜ, οι πρωθυπουργοί Τσίπρας και Ζάεφ υπογράφουν τη Συμφωνία των Πρεσπών (12/6/2018). Σαν να προσπέρασε η πραγματικότητα την πολιτική φαντασία σου για την ένωση της διαιρεμένης λίμνης – κάτι που το επεξεργάζεσαι λογοτεχνικά από το 2011. Μήπως έτσι ακυρώθηκε το πολιτικό σχόλιο που διατρέχει τον «Δράκο της Πρέσπας»;
 
«Καθόλου δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Διότι η δαιμονοποίηση του Αλλου, του ξένου, του γείτονα, κι από κοντά η πολιτική εκμετάλλευση του διχασμού των λαών, οι παγίδες της προκατάληψης (ο προκατειλημμένος δεν ησυχάζει μέχρι να επαληθευτούν οι χειρότεροι φόβοι του), και τα τεράστια κέρδη που αποκομίζουν κάποιοι τρίτοι από τη μισαλλοδοξία – όλα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν. Αυτή η πραγματικότητα δεν αλλάζει τόσο εύκολα, και πάντως δεν είναι ένα γνώρισμα αποκλειστικό της εποχής μας. Η διαφορά είναι ότι σήμερα μας παρουσιάζεται με πιο ωραίες λέξεις. Και τη δεχόμαστε, από τη στιγμή που σήμερα προτιμάμε την ασφάλεια του περιορισμού από την αγωνία της ελευθερίας. Αν μπορέσουμε να δούμε πόσο όμοιοι είμαστε μεταξύ μας, πολλά από αυτά που μας χωρίζουν θα καταρρεύσουν από μόνα τους.
 
Η τριλογία μου είναι πάνω απ’ όλα ένα υπαρξιακό έργο, που παρακολουθεί την πορεία των χαρακτήρων προς την αυτογνωσία και την πολιτική συνειδητοποίηση. Οσο προχωρά η δράση σε κάθε τόμο, οι χαρακτήρες εξελίσσονται. Και από τόμο σε τόμο ο φακός ανοίγει. Δημιουργούνται επαφές και δεσμοί με τις άλλες όχθες της κοινής λίμνης. Στον τελευταίο τόμο αποκαλύπτεται και το γιατί οι κοινότητες σε κάθε όχθη της Πρέσπας βιώνουν ένα διαφορετικό κλιματικό φαινόμενο».
 
● Η «Μνήμη του πάγου» είναι το πιο πολιτικό μυθιστόρημα της τριλογίας. Ρίχνει φως σε μια δυστοπική συνθήκη όπου κυριαρχεί η Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης, με παντοδύναμο Υπατο Αρμοστή στα Βαλκάνια τον τυφλό Εκτορα Μόζερ. Εναν χαρακτήρα ακραία κυνικό, ο οποίος αναλαμβάνει «να αναστηλώσει τις σαθρές οικονομίες της διαμελισμένης χερσονήσου και να τις αλυσοδέσει στο άρμα της Τράπεζας» …
 
«Σ’ αυτόν τον τόμο αποκαλύπτεται ξεκάθαρα η πρόθεση αυτού του φορέα οικονομικής διακυβέρνησης να λειτουργεί με τη μορφή της απόλυτης μονοκρατορίας, καθώς θέτει το δίλημμα “Ή Τράπεζα ή Χάος”. Εχει μάλιστα απορροφήσει όλους τους άλλους οργανισμούς οικονομικής διακυβέρνησης, παγκόσμιους και περιφερειακούς, και παρακάμπτει κοινοβούλια και κυβερνήσεις. Σε κάθε δανειολήπτρια χώρα, εγκαθιστά Τελωνειακές Αρχές που αναλαμβάνουν όλη την οικονομική διαχείριση.
 
Για εμένα δεν υπάρχουν αντίπαλοι λαοί γύρω από την Πρέσπα. Η αντιπαλότητα είναι μια κατασκευή. Οι λαοί έχουν φοβίες. Οσο εστιάζουν στον φόβο του αόρατου ξένου -σαν να ήταν “δράκος”- χάνουν όλα τα άλλα. Και οι τρεις χώρες στην τριλογία μου έχουν εκχωρήσει όλα τους τα δικαιώματα στο όνομα του αγώνα τους να υπερισχύσουν. Επειδή πιστεύουν πως έτσι θα αλλάξουν τη μοίρα τους στην παγκόσμια κοινότητα. Αυτή τη φαντασίωση, και αυτές τις προσδοκίες των ταπεινωμένων λαών, εκμεταλλεύεται η Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης.
 
Ωστόσο, σε τούτο το τρίτο μυθιστόρημα, ο Μόζερ υποψιάζεται ότι κάτι δεν λειτουργεί με τους εκπροσώπους του στις όχθες της Πρέσπας. Και το τέλος μένει ανοιχτό για το αναγνωστικό κοινό. Εξαρτάται από εμάς εάν θα εμπιστευτούμε τον Αλλον στην αντίπερα όχθη, που είναι εξίσου τραυματισμένος, πονεμένος και καχύποπτος με εμάς. Ο τελευταίος τόμος του “Δράκου της Πρέσπας” ανοίγεται λοιπόν προς το αύριο, και κουβαλά τον σπόρο της ελπίδας για συμφιλίωση των τριών οχθών της Πρέσπας. Υπαινίσσεται ότι είναι στο χέρι μας να αποφασίσουμε πώς θα διαμορφώσουμε τη ζωή μας, εάν θα το βάλουμε στα πόδια θεωρώντας ότι όλοι είναι εχθροί μας ή θα παλέψουμε για την αναδιάταξη των δεδομένων στην περιοχή μας. Βέβαια, αυτό το πρόβλημα έχει πολύ βαθύ ίσκιο για να θεωρήσουμε πως εμείς θα το ξεριζώσουμε. Πρώτα πρέπει να ξεφοβηθούμε, και να το δούμε στις πραγματικές διαστάσεις του. Τώρα βλέπουμε μόνο τις πληγές μας».
 
● «Να πάψουν οι αφηγήσεις μας να μας χωρίζουν» θα ήθελε η Βαλμίρα, η τοξότρια στη «Μνήμη του πάγου». Τι εννοεί;
 
«Οι αφηγήσεις μας θα έπρεπε λογικά να μας ενώνουν: παρόμοια δημοτικά τραγούδια και χοροί, παρόμοιες παραδοσιακές μελωδίες και όργανα, παρόμοιες γεύσεις στο τραπέζι στην Ελλάδα, στη Βόρεια Μακεδονία και στην Αλβανία. Παρόμοια δυσπιστία απέναντι στους κρατικούς μηχανισμούς –επικρέμαται κι εκεί το τέρας της διαφθοράς– που οδηγεί αντισταθμιστικά σε ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς και εμπιστοσύνη μόνο στις διαπροσωπικές σχέσεις, κάτι που υποσκάπτει αναπόφευκτα την προσπάθεια εξορθολογισμού του συστήματος. Ομως η τριλογία πηγαίνει πέρα από όλα αυτά: στην ενδόμυχη ανάγκη να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε (όχι ποιοι θα θέλαμε να είμαστε ή ποιοι μας λένε διαρκώς ότι είμαστε) μέσα από τα μάτια εκείνου που μας ατενίζει από την απέναντι όχθη. Αυτός είναι ο σιωπηλός συνοδοιπόρος μας στην ταραγμένη πορεία της Βαλκανικής. Και από συμπάθεια για εκείνον θα αγαπήσουμε και τον εαυτό μας. Μόνο αν τον αγαπήσουμε θα μπορέσουμε να τον αλλάξουμε».
 
● Εχεις τριγυρίσει με μοτοσικλέτα την Πρέσπα και την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Τι σου έκανε περισσότερη εντύπωση στη Βόρεια Μακεδονία;
 
«Στα δώδεκα χρόνια που γραφόταν η τριλογία, έκανα πέντε ταξίδια στις γειτονικές μας χώρες, σύντομα αλλά συγκινητικά. Τίποτε άσχημο ή εχθρικό δεν αισθάνθηκα στον “αέρα”, για να αισθανθώ και τη μεταβολή του μετά το 2018 – πέρα από τις ακαλαίσθητες παρεμβάσεις της πολιτικής, τα χοντροκομμένα αγάλματα μακεδονικού κλέους στα Σκόπια, που έχουν εξάλλου σχολιαστεί καυστικά από τον γειτονικό Τύπο. Οι άνθρωποι εκεί ήταν και παραμένουν ζεστοί και καλοπροαίρετοι, ταλαιπωρημένοι όσο κι εμείς, εξαπατημένοι όσο κι εμείς, σε αδιέξοδα ανάλογα με τα δικά μας. Συγγένεια ένιωσα, όχι απειλή. Οι μοίρες των μικρών λαών που άγονται και φέρονται βρίσκοντας παρηγοριά σε όνειρα ισχύος και μεγαλείου βελτιώνονται μόνο αν πορευτούν ενωμένοι».
 
● Θεωρείς πως απέναντι στα παιχνίδια των ισχυρών στη Νότια Βαλκανική χρειάζεται μια νέα στρατηγική από την Ελλάδα;
 
«Δεν είμαι σε θέση να υποδείξω στρατηγικές, αλλά αναρωτιέμαι: η “μοναδικότητα” του έθνους μας –και η μοναξιά που τη συνοδεύει– βελτίωσε άραγε την καθημερινότητά μας; Βελτιώνει τις επιδόσεις μας; Μειώνει τη μελαγχολία μας; Μήπως έχει φτάσει να αποδομεί την αυτοπεποίθησή μας; Πιστεύω πως θα καταλάβουμε ευκολότερα ποιοι είμαστε και πώς καταλήξαμε έτσι αν καθρεφτιστούμε στο βλέμμα του Βαλκάνιου γείτονα, που περνάει τα ίδια. Αν θέλεις να λύσεις το πρόβλημα, πρώτα το συνειδητοποιείς. Δεν το καλύπτεις με μια αρχαιοελληνική χλαμύδα για να μη φαίνεται».
 
● Σπούδασες Διοίκηση Τουριστικών Επιχειρήσεων, αλλά στα 30 σου επέστρεψες στα θρανία και εξειδικεύτηκες στη Δημόσια Υγεία. Εδώ και 20 χρόνια εργάζεσαι στον τομέα Ανάπτυξης και Λειτουργίας των Δημόσιων Δομών Υγείας. Γιατί γράφεις;
 
«Για να συμφιλιωνόμαστε με τους δαίμονές μας. Αυτή είναι η βασική διάκρισή μου από τον πολιτικό συγγραφέα. Αυτός έχει τη λύση. Σου λέει να διαβάσεις το έργο του και θα τη βρεις. Εγώ είμαι παραμυθού. Εγώ αμφιβάλλω. Ο πολιτικός συγγραφέας έχει ξεκάθαρες απόψεις και καταγγέλλει. Εγώ συμπάσχω και συμμερίζομαι τα ανθρώπινα λάθη, τα βάσανα και τους δαίμονες και τα οράματα και τα όνειρα των λαών και των ανθρώπων. Και τις ατέλειές τους. Ο,τι είναι ιδωμένο σε μακροσκοπική κλίμακα στους λαούς, στις χώρες, στις ηπείρους, το βλέπω και μέσα στους χαρακτήρες των ανθρώπων. Ο καθένας με κάτι αναμετριέται.
 
Από εκεί και πέρα, με γοητεύει το παιχνίδι ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Η μεταμόρφωση της πραγματικότητας -πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής- ώστε να μοιάζει με είδωλο σε παραμορφωτικό καθρέφτη είναι ίσως το κύριο χαρακτηριστικό των έργων μου. Ετσι η μαγεία εισχωρεί ανεμπόδιστα στην αφήγηση, το σκηνικό γίνεται πιο ατμοσφαιρικό, η πλοκή πιο απρόσμενη, οι χαρακτήρες πιο μυστηριώδεις».
 
● Λογοτεχνικά είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι κοινότητες που μελετούν το «δρακολογικό φαινόμενο». Στη νότια όχθη είναι άντρες, βαρκάρηδες-φιλόσοφοι. Στην ανατολική είναι κατασκευαστές και πρωτομάστορες, άντρες και γυναίκες. Και στη δυτική, γυναίκες-κυνηγοί, τοξότριες και ιέρειες, που μάλιστα έχουν δώσει όρκο αγνότητας (αλλά δεν τον τηρούν όλες). Ζώνονται μαχαίρια, φορούν μπότες με καρφιά στις σόλες, οδηγούν έλκηθρα με σκυλιά και έχουν οξεία διαίσθηση. Γιατί όμως έχουμε μια κατανομή των φύλων στην τριλογία;
 
«Οι διαφορές μεταξύ των ερευνητικών κοινοτήτων διευκολύνουν τον μύθο, που πλέκεται διαρκώς γύρω από διαχωριστικές γραμμές, δογματισμούς και περιχαρακώσεις. Ο ασκητισμός των γυναικών της δυτικής όχθης εντείνει το δράμα της πρωταγωνίστριας όταν ερωτεύεται έναν δρακολόγο της αντίπαλης όχθης. Η γυναικοκτονία πάλι, ως πράξη βίας και εκδήλωση εξουσιαστικής συμπεριφοράς, περιγράφεται ανάγλυφα στον πρώτο τόμο. Στον τρίτο προέχει η εμπορευματοποίηση της εικόνας των γυναικών δρακολόγων και του ανθρώπινου σώματος: αντιμετωπίζεται ως καλάθι οργάνων, όχι ως αντικείμενο πόθου. Γι’ αυτό ο έρωτας επιδρά καταλυτικά στην πλοκή αυτού του “ψυχρού” τόμου».
 
● Τι σε πληγώνει στη σημερινή Ελλάδα;
 
«Γινόμαστε μάρτυρες της αγριότητας του παγκόσμιου πολιτικο-οικονομικού συστήματος, του οποίου αποτελούμε θλιβερή μικρογραφία, αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Ανισότητες και αδικίες υπήρχαν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Εκείνο που τις κάνει ανυπόφορες είναι ότι έχει υποχωρήσει η κοινωνική ευαισθησία, η συμπόνια για το θύμα, σαν να μην αδειάζουμε να σπλαχνιστούμε, σαν να μη βρίσκουμε νόημα πια. Μολονότι αδύναμοι οι ίδιοι, δυσκολευόμαστε να συμπονέσουμε τον εξαθλιωμένο, ικανοποιημένοι που δεν φτάσαμε ακόμη στη θέση του. Ανεξήγητος εφησυχασμός».
 
Μικέλα Χαρτουλάρη