Macro

Το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας

Έχει μέλλον η σοσιαλδημοκρατία; Το ερώτημα είναι πρόσφατο. Το τροφοδότησαν απροσδόκητες εξελίξεις, όπως το φαινόμενο Σάντερς στις ΗΠΑ (άσχετο αν το επισκίασε η νίκη του Τράμπ) και η σημαντική άνοδος του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη Σουλτς στην πορεία προς την εκλογική αναμέτρησή του με την καγκελάριο Μέρκελ. Είχε προηγηθεί η ανάδειξη του Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών και ο σχηματισμός της πορτογαλικής κυβέρνησης, με πρωθυπουργό το σοσιαλιστή Αντόνιο Κόστα. Προηγουμένως, γενική ήταν η πεποίθηση ότι η σοσιαλδημοκρατία βρισκόταν σε καθοδική πορεία, μη ανατρέψιμη.
Οι ενδείξεις που προέκυψαν από τα μέτωπα των τελευταίων εκλογών σε διάφορες χώρες αποκτούν μεγαλύτερη σημασία αν συνδυαστούν με τις ζυμώσεις σε ορισμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα γύρω από το θέμα των συμμαχιών. Διαμορφώνεται μια εναλλακτική προοπτική, όπου εμφανίζεται το ενδεχόμενο απομάκρυνσης από το σχήμα της κυβερνητικής συνεργασίας με τη συντηρητική παράταξη. Θα ήταν υπερβολή αν αυτό εκλαμβανόταν ως απαρχή, έστω, στροφής προς τα αριστερά. Ορισμένοι έσπευσαν να χαιρετήσουν την αποστροφή του Μάρτιν Σουλτς: «Είναι ανάγκη να αποκτήσει η Γερμανία σοσιαλδημοκράτη υπουργό Οικονομικών».
Ανάγκη για ποιο λόγο; Ο Σουλτς και η ηγεσία του SPD δεν μετακινήθηκαν ούτε ένα βήμα από την πλήρως εναρμονισμένη με το νεοφιλελευθερισμό πολιτική τους. Οι «φιλελληνικές» δηλώσεις παραγόντων του κόμματος ασφαλώς μας ευνοούν και τις αντιμετωπίζουμε θετικά. Αλλά δεν μας διαφεύγει ότι εντάσσονται στο πλέγμα των εσωτερικών αντιθέσεων του πολιτικού σκηνικού της χώρας τους, των διακρατικών της σχέσεων και της πορείας της ΕΕ. Η στόχευσή τους δεν έχει άλλο χαρακτήρα. Θα ήταν αφέλεια να ισχυρισθεί κανείς ότι Γερμανοί και άλλοι σοσιαλδημοκράτες επιστρέφουν στο στερέωμα της ιστορικής «παλιάς, καλής» σοσιαλδημοκρατίας της Δεύτερης Διεθνούς και του επαναστάτη (ήταν όντως) Κάουτσκι.

Η νεοφιλελεύθερη «σοσιαλδημοκρατία»

Αλλά να δούμε και τη σημερινή άλλη πλευρά του νομίσματος, πριν αναφερθούμε στην ιστορική σοσιαλδημοκρατία. Δεν πρόκειται μόνο για τη «συμμετρική» (πολιτικά), ανησυχητική άνοδο της άκρας δεξιάς. Ούτε για την αμφισβήτηση και την πίεση που δέχεται η σοσιαλδημοκρατία «εξ αριστερών» (φαινόμενο άλλης τάξεως) με τις επιτυχίες της ριζοσπαστικής Αριστεράς στον Ευρωπαϊκό Νότο (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία). Σε χώρες όπου ήταν κυρίαρχη δύναμη, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υποχωρούν (Σκανδιναβικές χώρες, Ολλανδία, Βέλγιο, Αυστρία, Δανία, Βρετανία). Οι ελπίδες, οι προσδοκίες από την υιοθέτηση των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού δεν τελεσφόρησαν. Τον Ιούνιο του 1994 σε διάσκεψη κορυφής, στην οποία συμμετείχε ο Μπιλ Κλίντον, ο Πήτερ Μάντελσον δήλωσε: «Είμαστε όλοι τώρα Θατσερικοί». Και πρόσθεσε, συνεχίζοντας την ομιλία του, ότι του προκαλεί ικανοποίηση το γεγονός ότι «υπάρχουν σήμερα άνθρωποι που γίνονται ασύλληπτα πλούσιοι», ότι διευρύνονται δηλαδή οι κοινωνικές ανισότητες. Ο Τόνι Μπλερ και ο Γκάραντ Σρέντερ ορκίζονταν στο ευαγγέλιο του νεοφιλελευθερισμού. Ο Λιονέλ Ζοσπέν ανάμεσα στο 1997 και το 2002 ιδιωτικοποίησε στη Γαλλία περισσότερες κοινωφελείς επιχειρήσεις από όσες η δεξιά σ’ ένα ίδιο χρονικό διάστημα.
Η σοσιαλδημοκρατία βρισκόταν από καιρό σε παρακμή. Το σωσίβιο του νεοφιλελευθερισμού δεν ανέκοψε τη σταθερή καθοδική της πορεία, που η αρχή της τοποθετείται στη δεκαετία του 1970, και τούτο παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Από το 1970 οι ψήφοι των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης παρουσίαζαν μείωση κάθε δεκαετία: -1,5% στη δεκαετία του ‘70, -0,6% στη δεκαετία του 1980, -1,9% στη δεκαετία του 1990 και -2,6% στη δεκαετία του 2000. Από το 1950-1960 ως σήμερα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχασαν πάνω από το 20% της εκλογικής τους δύναμης.
«Ο Κάουτσκι του ‘’Δρόμου προς την εξουσία’’ [το βασικό έργο του] μιλά για μια πραγματική πρόταση επαναστατικής στρατηγικής και όχι για ένα πρόγραμμα φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων αλά Μπερνστάιν. Ο σοσιαλισμός δεν είναι ηθικό ιδεώδες, είναι πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού» (Δ. Μπελαντής, Αριστερά και Εξουσία, Τόπος σελ.47). Στο ίδιο έργο του ο Κάουτσι τάσσεται υπέρ του «μονοπωλίου της εργατικής τάξης ως δύναμης αλλαγής», για να εγκαταλείψει εν μέρει αργότερα τη θέση του αυτή, αποδεχόμενος την κοινοβουλευτική συνεργασία του SPD με το συντηρητικό φιλελεύθερο κόμμα, την κοινωνική βάση του οποίου έκρινε ότι αποτελεί η ανερχόμενη «νέα μεσαία τάξη». Δεν είναι μόνον ο «εξελικτικός σοσιαλισμός» του Μπερνστάιν που προσέδιδε στη σοσιαλδημοκρατία ένα αριστερό ιδεολογικό στίγμα, αλλά ένα σύνολο, ένας αστερισμός στοιχείων και ένα σύστημα ιδεών που ανήκουν, σ΄ ένα παρελθόν που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Η ιστορική πορεία

Μία απόπειρα σκιαγράφησης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας (της σημαντικότερης δύναμης σ΄ αυτό το χώρο) στη διαδρομή της από το 19ο αιώνα θα απέβλεπε στην επισήμανση βασικών πολιτικών και ιδεολογικών, φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της αυθεντικής έκφρασής της, την οποία οφείλουμε να έχουμε κατά νου όταν συζητάμε για τη σημερινή σοσιαλδημοκρατία και τις πιθανές προοπτικές της στροφής της προς τις παλαιές της αξίες. Αυτή αποτελεί τον άξονα αναφοράς και όχι ο Άντονι Γκίντενς με τον «Τρίτο Δρόμο» του, ο Μπλέαρ και ο Σρέντερ. Επιπλέον, να λάβουμε υπ’ όψη ότι εκτός από τα χαρακτηριστικά της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, που είναι τόσο απομακρυσμένα από τα σημερινά κόμματα του χώρου, υπάρχουν και οι συνθήκες, το πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό της εποχής μας, που έχουν τόσο αλλάξει μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Όχι μόνο οι πολιτικές συνθήκες, άλλα και οι δομές της οικονομίας και της κοινωνίας.
Αν κρίνουμε (χωρίς να σπεύδουμε) ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα έχει μια ατέρμονη διαδρομή και ότι εμφανίζει ήδη σημεία κρίσης (συμπληρώνει σαράντα χρόνια ζωής περίπου), το αρχικό ερώτημα για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα. Η μεταπολεμική «χρυσή εποχή» (1950-1973) της (καπιταλιστικής) οικονομίας, εποχή ραγδαίας κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, αλλά και σχετικής ευμάρειας μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού πορεύθηκε κάτω από το σοσιαλδημοκρατικό αστερισμό. Οι ισχυρές, σταθερές κυβερνήσεις που εφάρμοζαν με επιτυχία κεϋνσιανή πολιτική, νέοι θεσμοί πρόνοιας (όπως το εθνικό σύστημα υγείας στη Βρετανία), μέτρα αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος, άνοδος του βιοτικού επιπέδου και «κοινωνική ειρήνη» -συνεργασία των τάξεων κατά την επίσημη ορολογία, παρά τη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας (ίσως και εξαιτίας της). Τα πρώτα σημεία αλλαγών της «ειδυλλιακής», με τα σημερινά δεδομένα, αυτής κατάστασης έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην περίοδο ανάμεσα στο 1960 και το 1970. Προμήνυαν ίσως την αντεπίθεση του κεφαλαίου, που θεώρησε ότι η ισορροπία που είχε επέλθει ήταν περισσότερο επωφελής για το αντίπαλο στρατόπεδο του κόσμου της εργασίας, με τις επεκτεινόμενες κατακτήσεις του χάρη τους αγώνες του. Ακολούθησε, στη δεκαετία του 1980, η έφοδος του νεοφιλελευθερισμού (η Μάργκαρετ Θάτσερ εξουδετερώνει το οχυρό της βρετανικής εργατικής τάξης κλείνοντας τα ανθρακωρυχεία). Η πάλη των τάξεων κλιμακώνεται και οξύνεται, όχι μόνο στη Βρετανία. Το Εργατικό Κόμμα, δοκιμάζεται και κλονίζεται από τις εσωτερικές αντιθέσεις του, αποτελεί όμως ισχυρή μάχιμη δύναμη στην πολιτική και κοινωνική σύγκρουση.

Μια υπόθεση

Ας υποθέσουμε (πρόκειται για υπόθεση εργασίας) ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και οι γενικότερες δυνάμεις του χώρου καλούνται να δώσουν στην Ευρώπη λύσεις στα προβλήματα της κρίσης, μετά την ευκταία κατάρρευση των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων στις διάφορες χώρες της ηπείρου μας. Το κοινωνικό φαντασιακό θα εθώπευε ίσως μια παρόμοια εξέλιξη, (οι πιθανότητες γι’ αυτό δεν θα ήταν μεγάλες). Αλλά μια σοβαρή πολιτική ανάλυση θα ήταν άκρως επιφυλακτική τόσο για τη δυνατότητα μιας παρόμοιας εξέλιξης όσο και για την επιτυχία της.
Πρώτον, στην περίπτωση αυτή η απομάκρυνση των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων δεν θα έχει επιτευχθεί μόνο με κινήσεις κορυφής και σχέδια «κυβερνησιμότητας», προϋποθέτει αναπτυγμένο, ισχυρό μαζικό κίνημα και κατάλληλο πολιτικό φορέα με ηγεμονική θέση στην κοινωνία και τους αγώνες. Η ιστορία του εργατικού κινήματος έχει αναγνωρίσει το σημαντικό ρόλο της «παλαιάς» σοσιαλδημοκρατίας σε παρόμοιους αγώνες. Αλλά είναι προφανές ότι τα σημερινά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αδυνατούν να διαδραματίσουν ανάλογο ρόλο.
Δεύτερον, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η προσφυγή σε μέσα κεϋνσιανικού τύπου παρέμβασης στην οικονομία δεν είναι εφικτή. Η τάση πτώσης του μέσου ποσοστού του κέρδους εξάλλου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με οποιοδήποτε αναδιανεμητική πολιτική. Και τούτο ενώ το εργατικό κίνημα το οποίο θα έχει ενισχυθεί στο πλαίσιο της συμβολής του στην πολιτική αλλαγή, (εφ’ όσον αυτή πραγματοποιηθεί), θα προβάλει σημαντικές διεκδικήσεις, για τις οποίες θα είναι σε θέση να ασκήσει έντονες πιέσεις.
Τρίτον, νέα προβλήματα έχουν αναδυθεί, που αποτελούν προκλήσεις για τη σοσιαλδημοκρατία, στις οποίες δεν θα μπορεί ν’ ανταποκριθεί. Το πρόβλημα του περιβάλλοντος, για παράδειγμα. Παρ’ όλες τις θυσίες της στο Μολώχ του νεοφιλελευθερισμού και τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα σ’ αυτήν και την κεντροδεξιά, σ’ έναν κόσμο όπου οι περισσότερες κυβερνήσεις θα ήταν σοσιαλδημοκρατικές, τι θα μπορούσε ν’ αλλάξει στην αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου; Θα μπορούσαν οι κυβερνήσεις αυτές να πραγματοποιήσουν τις αναγκαίες βαθύτατες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικο-τεχνικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται; Το πελώριο κόστος των δομικών αυτών μεταρρυθμίσεων δεν θα ήταν ασύμβατο με τις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης και αναπαραγωγής, την οποία ήδη καθιστά δυσχερή η οικονομική κρίση; Παρ’ όλη την κοινωνική και ιδεολογική της μετάλλαξη, τα δομικά όρια της ιστορικής, αλλά και της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας θα επέτρεπαν τους βαθείς μετασχηματισμούς χωρίς τους οποίους έχει αποδεχθεί ότι είναι μάταιη οποιαδήποτε απόπειρα ριζικής επίλυσης των προβλημάτων του περιβάλλοντος; Είναι δύσκολο να το δεχθεί κανείς.
Τώρα ως προς τα καθ’ ημάς: Έχει σχέση με τη χώρα μας η συζήτηση για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας; Στην ιστορία του εργατικού μας κινήματος είναι εμφανής η απουσία, το κενό της σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης. Υπάρχουν βέβαια ομάδες που μάταια προσπάθησαν να αποκτήσουν ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο. Υπάρχουν και τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ, υβριδικού κόμματος ξένου επίσης προς την αυθεντική σοσιαλδημοκρατία της Δύσης. Γι’ αυτό το λόγο και η υποκριτική από ένα σημείο και μετά κάλυψή του υπό τον μανδύα της κεντροαριστεράς. Αλλά η λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού, στον οποίο έσπευσε να προσχωρήσει αυτός ο χώρος προκάλεσε βαθιά μετάλλαξή του μη αναστρέψιμη. Αυτή καθορίζει τώρα τη θέση του στο πολιτικό στερέωμα και τις σχέσεις του, με τη σοσιαλδημοκρατία της Δύσης και προπαντός με τη σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά της χώρας μας, κορμός της οποίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Τάσος Τρίκκας

Πηγή: Η Εποχή