Για το 2024, οι προβλέψεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ από το Υπουργείο Οικονομικών βρίσκονται στο ύψος του 3,0%. Σε ονομαστικούς όρους, το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα φτάσει στα 235,147 δισ. ευρώ το 2024, από 224 δισ. ευρώ το 2023 και 208,03 δισ. ευρώ το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ θα επανέλθει στο επίπεδο του 2009, 232,0, δις ευρώ, δεκαπέντε χρόνια μετά την πτώχευση της χώρας και την εφαρμογή τριών μνημονίων .Η συμβολή του πληθωρισμού είναι σημαντικότατη στην ονομαστική μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2023: Ο μέσος εναρμονισμένος ΔΤΚ αναμένεται να φθάσει στο 4,0% , έναντι του 1,3% το 2009.
Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των άλλων διεθνών και εγχώριων φορέων είναι πιο συντηρητικές σε σχέση με αυτές του τρέχοντος ΠΣΚΠ 2024. Συγκεκριμένα οι πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις είναι οι εξής: της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1,9%), του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) (1,5%) και της Τράπεζας της Ελλάδος (2,7%).
Κύριος λόγος των συντηρητικότερων αυτών προβλέψεων είναι η εντονότερη από ότι αναμένονταν επιβράδυνση που παρατηρείται στην ευρωζώνη και προβλέπεται να συνεχιστεί και το 2024, επηρεάζοντας αρνητικά τον ρυθμό αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (κυρίως του τουρισμού) της χώρας. Ήδη αποτυπώνονται σχετικές αρνητικές εξελίξεις στους δείκτες βιομηχανικής παραγωγής, ΡΜΙ και εξαγωγών.
Δεν μπορεί επίσης, να αποκλειστεί μια πιθανή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, βασικής συνιστώσας αύξησης του ΑΕΠ, πέρα από την εκτιμώμενη στο ΠΣΚΠ μείωση σε σχέση με το τρέχον έτος (από 2,5% σε 1,6%) καθότι η δύναμη της μετα-πανδημικής δαπάνης επιβραδύνεται και επιπλέον είναι πιθανόν να υπάρχουν επιπτώσεις από τις πληθωριστικές πιέσεις των προηγούμενων μηνών, με δεδομένο τον αρνητικό ρυθμό αποταμίευσης των νοικοκυριών (που δεν πρέπει να συγχέεται με την εξέλιξη των καταθέσεων των νοικοκυριών). Το ποσοστό της αποταμίευσης το πρώτο τρίμηνο του 2023 , σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι -1,4 %.
Η αύξηση των ονομαστικών μισθών αναμένεται να αποτελέσει ένα αντιστάθμισμα των προαναφερθέντων παραγόντων αλλά είναι δύσκολο να καλυφθεί η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών (κυρίως των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων).
Για το 2024, οι προβλέψεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ από το Υπουργείο Οικονομικών βρίσκονται στο ύψος του 3,0%. Σε ονομαστικούς όρους, το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα φτάσει στα 235,147 δισ. ευρώ το 2024, από 224 δισ. ευρώ το 2023 και 208,03 δισ. ευρώ το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ θα επανέλθει στο επίπεδο του 2009, 232,0, δις ευρώ, δεκαπέντε χρόνια μετά την πτώχευση της χώρας και την εφαρμογή τριών μνημονίων .Η συμβολή του πληθωρισμού είναι σημαντικότατη στην ονομαστική μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2023: Ο μέσος εναρμονισμένος ΔΤΚ αναμένεται να φθάσει στο 4,0% , έναντι του 1,3% το 2009.
Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των άλλων διεθνών και εγχώριων φορέων είναι πιο συντηρητικές σε σχέση με αυτές του τρέχοντος ΠΣΚΠ 2024. Συγκεκριμένα οι πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις είναι οι εξής: της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1,9%), του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) (1,5%) και της Τράπεζας της Ελλάδος (2,7%).
Κύριος λόγος των συντηρητικότερων αυτών προβλέψεων είναι η εντονότερη από ότι αναμένονταν επιβράδυνση που παρατηρείται στην ευρωζώνη και προβλέπεται να συνεχιστεί και το 2024, επηρεάζοντας αρνητικά τον ρυθμό αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (κυρίως του τουρισμού) της χώρας. Ήδη αποτυπώνονται σχετικές αρνητικές εξελίξεις στους δείκτες βιομηχανικής παραγωγής, ΡΜΙ και εξαγωγών.
Δεν μπορεί επίσης, να αποκλειστεί μια πιθανή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, βασικής συνιστώσας αύξησης του ΑΕΠ, πέρα από την εκτιμώμενη στο ΠΣΚΠ μείωση σε σχέση με το τρέχον έτος (από 2,5% σε 1,6%) καθότι η δύναμη της μετα-πανδημικής δαπάνης επιβραδύνεται και επιπλέον είναι πιθανόν να υπάρχουν επιπτώσεις από τις πληθωριστικές πιέσεις των προηγούμενων μηνών, με δεδομένο τον αρνητικό ρυθμό αποταμίευσης των νοικοκυριών (που δεν πρέπει να συγχέεται με την εξέλιξη των καταθέσεων των νοικοκυριών). Το ποσοστό της αποταμίευσης το πρώτο τρίμηνο του 2023 , σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι -1,4 %.
Η αύξηση των ονομαστικών μισθών αναμένεται να αποτελέσει ένα αντιστάθμισμα των προαναφερθέντων παραγόντων αλλά είναι δύσκολο να καλυφθεί η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών (κυρίως των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων).
Σημαντικό βάρος της μεγέθυνσης για το 2024 δίνει το ΠΣΚΠ στον Ακαθάριστο Σχηματισμό Παγίου Κεφαλαίου (επενδύσεις) με ρυθμό αύξησης 12,3%. Γνωρίζουμε ότι το μέγεθος αυτό εμπεριέχει την μεγαλύτερη αβεβαιότητα από τα υπόλοιπα μεγέθη που προσδιορίζουν το ΑΕΠ. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί, με δεδομένο ότι και το 2023 προβλεπόταν αύξηση 15,5% και τελικά έχουμε πρόβλεψη για 8,3%. Θα πρέπει πάντως να αναφερθεί ότι το συνολικό προγραμματιζόμενο ύψος των νέων επενδυτικών πόρων με παρέμβαση του δημοσίου ανέρχεται σε 12,1 δισ ευρώ (8,5 δισ από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και 3,6 δις ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης), αρκετά υψηλότερο από το 2023.
Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 2,1% αποτελεί τον κύριο στόχο της κυβέρνησης. Η μείωση της δημόσιας κατανάλωσης -1,3% και πληθωριστικές εισπράξεις φορολογικών εσόδων οδηγούν προς αυτή την επίτευξη. Προφανώς κίνδυνο για την επίτευξη των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων αποτελούν οι τιμές των προϊόντων ενέργειας. Αν αυτές εκτοξευθούν, θα κινδυνεύσει με εκτροχιασμό ο προϋπολογισμός.
Ακόμη η εκτίμηση για μέσο όρο ρυθμού πληθωρισμού το 2024 στο 2,4% μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από την εξέλιξη των τιμών των προϊόντων ενέργειας.
Όσον αφορά στην κατανομή του εισοδήματος και κυρίως, αν όλα τα μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος των πολιτών θα διατηρήσουν την αγοραστική τους δύναμη έναντι των εντόνων πληθωριστικών πιέσεων. Δεν ομιλούμε σε διατήρηση του ποσοστού της εργασίας στο συνολικό ΑΕΠ διότι αυτό μειώνεται δραστικά δεδομένου ότι τίποτε δεν δίνεται σε αυτούς από τη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Η μέχρι σήμερα πορεία της κυβέρνησης στο βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής, στη δίκαιη κατανομή του εισοδήματος, έχει αποτύχει. Η ιδεολογική της προσήλωση, όσο και να προσπαθεί να την κρύψει, είναι δεδομένη. Η εργασία αποτελεί, γι’ αυτήν υπολειμματικό μέγεθος, και ως εκ τούτου θα λαμβάνει ότι της εκχωρείται από τα επιχειρηματικά με την συνεπικουρία της κυβέρνησης
Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Αυγή» της Κυριακής