Macro

Κατέ Καζάντη: Οι Μπέοι και ο «Φόβος μπροστά στην ελευθερία»

Η αφύπνιση των προλεταριακών τάξεων, αυτή που θα οδηγήσει σε “μια ξέφρενη στιγμή της ιστορίας”, κατά την οποία η οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας παύει να είναι θεωρητικό αφήγημα και γίνεται καθημερινή πρακτική, βραδυπορεί. Στα μεσοδιαστήματα, η “έφοδος στον ουρανό”, παίρνει φρικαλέες μορφές: επαναστατική πράξη μπορεί να λογίζεται ένα χαστούκι. Μια βρισιά. Μια παρεκτροπή, λεκτική ή και σωματική. Ο λαός ακολουθεί γοητευμένος από το πρωτόγνωρο συμβάν να φέρεται, αποενοχοποιημένα, με την αρχέγονη, κεκτημένη συμπεριφορά του θηλαστικού, την αδιαμεσολάβητη από το νου. Αυτ@ που θα αναζωογονήσουν την κοινωνία των ανθρώπων δεν είναι πια οι χειραφετητικές δυναμικές των από κάτω. Είναι η θρασύτητα των από πάνω, ένα νέο ανθρωπολογικό είδος με κύριο προσόν τη ξεδιαντροπιά.
 
Το ερώτημα αν ο λαός διαλέγει τα είδωλά του αναλόγως της ιστορικής στιγμής και σε συνάρτηση με τις συνθήκες της ζωής του ή αν τούτα επιβάλλονται άνωθεν, ώστε να διασφαλιστεί εκείνη η βαθιά εξουσιαστική σχέση που τον κρατά εν υπνώσει, παραμένει μάλλον αναπάντητο.
 
Η αλτουσεριανή θέση για τους μηχανισμούς του κράτους, μηχανισμούς καταστολής και προπαγάνδας, δεν φαίνεται να αρκούν: ποτέ ξανά στη σύγχρονη ιστορία οι λαοί της Δύσης δεν είχαν τέτοια πρόσβαση στην πληροφόρηση και τη μόρφωση. Και ποτέ ξανά δεν έδειχναν τέτοια ροπή προς τον ανορθολογισμό. Ανθρώπινα μοντέλα δίχως τίποτα ανθρώπινο -αν παραδεχτούμε πως η διάνοια, το σκέπτεσθαι, είναι το ιδιοσυστατικό της ανθρωπινότητας- πλασάρονται ως οι καλύτεροι “γενικοί κουμανταδόροι” και απολαμβάνουν ευρείας αποδοχής.
 
«Φόβος μπροστά στην ελευθερία»; «Η λειτουργία μιας ολοκληρωτικής ιδεολογίας και πρακτικής μπορεί να συγκριθεί με τη λειτουργία των νευρωτικών συμπτωμάτων. Τέτοιου είδους συμπτώματα προκύπτουν από αφόρητες ψυχολογικές συνθήκες και συγχρόνως προσφέρουν μια λύση που κάνει εφικτή τη ζωή», γράφει ο Έριχ Φρομ (1941). Η γενεαλογία του ναζισμού δείχνει πως δεν είναι μοναχά αποτέλεσμα του «οικονομικού δυναμισμού και των επεκτατικών τάσεων του γερμανικού ιμπεριαλισμού». Δεν είναι δηλαδή μόνο ένα πολιτικό φαινόμενο που στοχεύει στην κατάκτηση, και όχι την κατάλυση, του κράτους από μια πολιτική παράταξη η οποία υποστηρίζεται από το κεφάλαιο, το οποίο και στέκει αδιάφορο μπροστά στην ανθρώπινη ελευθερία.
 
Η αποδοχή του θέλει κάτι παραπάνω. Η συγκατάθεση δίνεται μάλλον διότι ο άνθρωπος, εριμμένος στο αχανές, αφιλόξενο σύμπαν, αναζητεί τη μήτρα. Μια παραφθορά γονεϊκότητας, που παραγνωρίζει την κακοποιητική δράση και εθίζει στη ζωώδη βία, κάνει τα όντα, με όρους Χάιντεγκερ, να αντικαθιστούν το αυθεντικό Mitsein, τη συνύπαρξη, με την ατομικότητα και τον μεγαλοϊδεατισμό. Μπερδεύοντας το Sein με τον Φύρερ, οι μάζες κλίνουν το γόνυ στον ολοκληρωτισμό.
 
Η γοητεία της δύναμης είναι σαρωτική: η αποξένωση του ανθρώπου από τα μέσα που διασφαλίζουν τη ζωή του –από τα κατά Μαρξ μέσα παραγωγής- εκχωρούν την ευθύνη, και τον απορρέοντα θαυμασμό, στον δυνάστη. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας του προτύπου είναι προφανής. Ο γήινος, και όχι πλέον υπερβατικός, θεός τιμωρεί αλλά και επιβραβεύει. Χαστουκίζει αλλά και συγχωρεί. Παίρνει –πολλά- αλλά δίνει –ψίχουλα. Η φιλοσοφία της θυσίας είναι εδώ. Οι μάζες παραιτούνται από τον εαυτό τους και αφιερώνονται σε έναν υπέρτατο, συνήθως ακατανόητο, σκοπό.
 
Έτσι, οι διαρκείς διολισθήσεις φέρνουν νέα φρούτα: από τον Μπερλουσκόνι και τον Τραμπ, τη Λεπέν και τη Μελόνι, στον ανεκδιήγητο Αχιλλέα Μπέο, ο καπιταλισμός προελαύνει δίχως να λογαριάζει την αδιανόητη έκπτωση. Η άνοδος των ναζιστικών/φασιστικών μορφωμάτων στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια πιστοποιεί το μείζον.
 
Οπότε, οι πολιτικοί όροι με τους οποίους αντιμετωπίζεται το πρόβλημα θα πρέπει να ξαναειδωθούν. Η κριτική να εμπλουτιστεί. Και ο αγώνας να δοθεί με νέους, σκληρούς όρους ώστε να κατανοηθεί η ψυχονοητική απάτη και το προλεταριάτο να αναψηλαφίσει τον ιστορικό του ρόλο.
 
Διότι «η ιστορία του ανθρώπινου είδους είναι μια ιστορία διευρυνόμενης εξατομίκευσης αλλά είναι, επίσης, μια ιστορία διευρυνόμενης ελευθερίας». Η Αριστερά να πρωτοστατήσει σε ένα νέο χειραφετητικό αφήγημα είναι παραπάνω από απαραίτητο.

Κατέ Καζάντη