Με αφορμή την ετήσια έκθεση του ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και απασχόληση, ο καθηγητής Μακροοικονομικής Θεωρίας και Πολιτικής στο ΕΚΠΑ, τμήμα Οικονομικών Επιστημών και επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ αποτυπώνει την εικόνα της ελληνικής οικονομίας σήμερα και την κατάσταση στην αγορά εργασίας.
Ποια είναι η εικόνα της ελληνικής οικονομίας σήμερα;
Εκτιμώ ότι πλέον πρέπει να διακρίνουμε την πορεία της οικονομίας πριν και μετά τις καταστροφές σε Έβρο και Θεσσαλία. Πριν τις δύο αυτές καταστροφές, η ελληνική οικονομία εμφάνιζε μια ανθεκτικότητα –στις αποσταθεροποιητικές επιδράσεις των διαταραχών από το 2020 και μετά, αρχικά της πανδημικής κρίσης και στη συνέχεια της πληθωριστικής αστάθειας και της κρίσης κόστους ζωής– βάσει όμως της επίδοσης βασικών συμβατικών δεικτών, όπως για παράδειγμα ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ και των ποσοστών της ανεργίας και της απασχόλησης. Αν αξιολογήσουμε αυτήν την ανθεκτικότητα βάσει της επίδοσης μιας σειράς ποιοτικών δεικτών, όπως για παράδειγμα το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στο εμπορικό ισοζύγιο, την κλαδική διάρθρωση της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας, τον όγκο και την διάρθρωση των επενδύσεων, την εξέλιξη των πραγματικών αμοιβών, το βιοτικό επίπεδο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων κ.ά., τότε η ανθεκτικότητα αυτή αμφισβητείται. Ωστόσο, ακόμη και βάσει των συμβατικών δεικτών που προανέφερα εκτιμώ ότι οι επιπτώσεις των δύο καταστροφών και ειδικά της Θεσσαλίας θα επαναπροσδιορίσει όλες τις εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας, καθώς θα έχει αρνητικές επιδράσεις στο δημοσιονομικό σύστημα και στην προσφορά σε μια ιδιαιτέρως αρνητική συγκυρία όπου ο δομικός πληθωρισμός δείχνει μεγάλη ακαμψία.
Βάσει της δικής σας εκτίμησης, η ανθεκτικότητα της οικονομίας μπορεί να αποδειχθεί μη διατηρήσιμη;
Απουσιάζουν εκείνοι οι μετασχηματισμοί στο παραγωγικό, στο δημοσιονομικό και στο μακροοικονομικό σύστημα που θα καθιστούσαν την δυναμική της οικονομίας διατηρήσιμη, ενώ τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2023 υπάρχει μια μάλλον μετάβαση σε πιο ήπιους ρυθμούς μεγέθυνσης. Επιπλέον, αν εξετάσουμε πιο ποιοτικούς δείκτες, όπως για παράδειγμα το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ μετρούμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης η εικόνα επιδεινώνεται, αφού στην Ελλάδα ο δείκτης αυτός μένει στάσιμος κοντά στο επίπεδο του 2009, όταν σε όλα τα άλλα κράτη-μέλη παρατηρείται σημαντική άνοδος. Το 2009 η Ελλάδα διατηρούσε τη 14η θέση στην ΕΕ, ενώ το 2022 είναι προτελευταία. Η εικόνα αυτή δεν είναι εικόνα μιας χώρας πρωταγωνιστή της ανάπτυξης. Επίσης, ο εξωτερικός τομέας έχει μια διαρκώς αρνητική συμβολή εξαιτίας του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στον αντίποδα, είναι η δημοσιονομική επέκταση εκείνη που συνέβαλε σημαντικά στην ανάκαμψη της οικονομίας. Όμως πόσο βιώσιμη είναι μια μεγέθυνση που οφείλεται στην δημοσιονομική επέκταση και αύξηση του δημόσιου χρέους, ειδικά όταν το ευνοϊκό δημοσιονομικό περιβάλλον μάλλον τελειώνει στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και της επιστροφής της χώρας στην πολιτική των πρωτογενών πλεονασμάτων εν μέσω υψηλών επιτοκίων;
Ποια είναι η κατάσταση των νοικοκυριών και του επιχειρηματικού τομέα και τι μπορούμε να περιμένουμε από την κατανάλωση και τις επενδύσεις;
Η δυναμική της οικονομίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιωτική κατανάλωση και συνεπώς από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Οι αποταμιεύσεις από το 2022 πέρασαν ξανά σε αρνητικό έδαφος, καθώς η πραγματική κατανάλωση ξεπέρασε το διαθέσιμο εισόδημα. Εξέλιξη που τείνει να συνεχιστεί εξαιτίας της συνεχιζόμενης απώλειας της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών λόγω της ακρίβειας. Σε κάθε περίπτωση, η φθίνουσα πορεία της κατανάλωσης είναι ένδειξη αβεβαιότητας για την προοπτική της οικονομίας. Όσον αφορά τις επιχειρηματικές επενδύσεις, ο όγκος τους δεν καλύπτει τις ανάγκες μιας ουσιαστικής διεύρυνσης του κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας, ενώ πηγή ανησυχίας αποτελεί και η σύνθεσή τους. Οι περισσότερες επενδύσεις κατευθύνονται στον κλάδο των κατασκευών. Το μερίδιο των επενδύσεων σε τεχνολογία, πληροφορική και επικοινωνία μειώνεται σταθερά. Η εξέλιξη αυτή μάς δείχνει ότι η ψηφιοποίηση της οικονομίας δεν είναι ακόμη μια νέα πραγματικότητα για την Ελλάδα. Αντίστοιχα, μόνο ένα μικρό ποσοστό των ξένων άμεσων επενδύσεων κατευθύνεται στην μεταποίηση. Συνεπώς, δεν έχουμε εκείνο τον όγκο των επενδύσεων που θα αναβαθμίσει το παραγωγικό δυναμικό και θα μετασχηματίσει την κλαδική διάρθρωση της οικονομίας, ενισχύοντας την ανθεκτικότητά της με διατηρήσιμο τρόπο. Και αυτό αποτυπώνεται στο υψηλό εμπορικό έλλειμμα της χώρα μας. Αυτή η μάκρο-εικόνα της οικονομίας αποτυπώνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του υποδείγματος ανάπτυξης της χώρας μας και την επείγουσα ανάγκη διαμόρφωσης μιας σύγχρονης βιομηχανικής στρατηγικής.
Ποια είναι η κατάσταση της αγοράς εργασίας;
Και στην αγορά εργασίας η μακροσκοπική εικόνα είναι πανομοιότυπη. Δηλαδή από το 2022 έχει σημειωθεί βελτίωση σε ανεργία και απασχόληση, χωρίς όμως μία ποιοτική αναβάθμιση. Η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη, ενώ καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στους νέους κάτω των 25 ετών και το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στις ηλικίες 20-64 ετών. Σε κλαδικό δε επίπεδο, την περίοδο 2021-2022 τη μεγαλύτερη ‒με διαφορά‒ συμβολή στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας την είχε ο κλάδος «δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης που δημιουργεί πολλές θέσεις μερικής απασχόλησης και χαμηλών μισθών. Μάλιστα, παρά την ανάκαμψη του ΑΕΠ, 7 κλάδοι παραμένουν κάτω από τα επίπεδα απασχόλησης του 2019, ενώ 9 από τους 21 κλάδους παρουσιάζουν έλλειμμα απασχόλησης έναντι του 2009. Η διάρθρωση αυτή της απασχόλησης αναδεικνύει τη δομική ανεπάρκεια της οικονομίας να δημιουργεί βιώσιμες και παραγωγικές θέσεις εργασίας, ειδικά σε δραστηριότητες παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Ποια είναι η εξέλιξη των μισθών και της διανομής του εισοδήματος;
Τα τελευταία δύο χρόνια της πληθωριστικής έξαρσης, οι ονομαστικοί μισθοί στην Ελλάδα μπορούσαν να αυξηθούν κατά περίπου 7% και 10% αντίστοιχα ανά έτος, χωρίς να μεταβάλουν τη διανομή εισοδήματος και να πυροδοτήσουν συγκρούσεις που θα τροφοδοτούσαν τον πληθωρισμό. Συνεπώς η κυρίαρχη άποψη περί συγκράτησης των μισθών για να μην σημειωθεί περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού ήταν αβάσιμη. Αντίθετα, πληθωρισμός και ονομαστικές μισθολογικές αυξήσεις προκάλεσαν σημαντική μείωση του πραγματικού μέσου μισθού που έφτασε κοντά στο 9% το 2022. Αποτέλεσμα που σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγικότητας οδήγησε σε αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος του κόσμου της εργασίας, με το εισοδηματικό μερίδιό του να υποχωρεί στο ιστορικά χαμηλό 47,5% του ΑΕΠ. Επίσης, ενώ οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες της ακρίβειας μέχρι τα μέσα του 2022 ήταν οι τιμές των εισαγωγών, και στην συνέχεια οι αυξήσεις των περιθωρίων κέρδους, οι μισθοί είχαν αρνητική συμβολή σε όλη την πληθωριστική περίοδο. Συνεπώς, η χώρα μας κυριαρχείται από έναν πληθωρισμό ανισότητας και αναδιανομής εισοδήματος ως αποτέλεσμα δομικών χαρακτηριστικών της οικονομίας και απουσίας ουσιαστικών παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής.
Τι δείχνουν τα στοιχεία για την ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα;
Αποκαλύπτουν το μεγάλο θεσμικό έλλειμμα προστασίας της εργασίας. Για παράδειγμα ο δείκτης ποιότητας της εργασίας, που αξιολογεί έξι διαστάσεις της (ποιότητα εισοδήματος, μορφές απασχόλησης, χρόνο εργασίας, συνθήκες εργασίας, ανάπτυξη δεξιοτήτων, θεσμούς συλλογικής εκπροσώπησης) δείχνει ότι το 2021 η Ελλάδα ήταν στην τελευταία θέση της ΕΕ-27. Εδώ λοιπόν έχουμε ένα παραγωγικό μοντέλο που βασίζεται σε δουλειές χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλής εργασιακής σταθερότητας και υψηλών εργάσιμων ωρών.
Τι δείχνουν οι δείκτες ανισότητας;
Όλα τα ευρήματα δείχνουν ότι η σχετική ανισότητα αποκλιμακώνεται, αλλά εξακολουθεί να είναι υψηλή. Και τα υψηλά επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας επιβραδύνουν τη μείωση της φτώχειας. Έτσι, το 2021 σχεδόν το 1/5 (19,6%) των ατόμων στην Ελλάδα ζούσε με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας, ενώ το 2022 έπεσε μόλις στο 18,8%., έναντι 16,8% και 16,5% αντίστοιχα στην ΕΕ-27. Το 2021-2022 πολύ μεγάλη δυσκολία να αντεπεξέλθει στις δαπάνες για την κάλυψη βασικών αναγκών αντιμετώπισε το 36% των νοικοκυριών χωρίς εξαρτώμενα παιδιά, έναντι μόλις 6,1% στην ΕΕ-27. Τα ευρήματα αυτά καταδεικνύουν την ανάγκη για ισχυρή δέσμευση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής σε ένα ανθρωποκεντρικό αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα προτάσσει την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων στην εργασία, με αξιοπρεπείς μισθούς, ώστε να διασφαλιστεί η ισότητα των φύλων και των διαφορετικών ηλικιακών και εκπαιδευτικών ομάδων στην κατανομή της ευημερίας.
Κώστας Καλλωνιάτης