Η υποψηφιότητα Κασσελάκη ξεσήκωσε αντιδράσεις από όσους/ες δεν φαντάζονταν ότι τα φαινόμενα μεταπολιτικής θα μπορούσαν να εισχωρήσουν τόσο βαθιά στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ενώ αντιμετωπίστηκε με ενδιαφέρον ή ευμένεια από άλλους/ες που θεωρούν ότι πρόκειται για ένα «φρέσκο» πρόσωπο με αντίστοιχο λόγο, κάτι σαν τον Τσίπρα του 2008. Προσωπικά, ήδη ενοχλημένος που το κόμμα που μας έλαχε είχε μεταβληθεί την περασμένη τετραετία σε κόμμα-καφενείο που ο καθένας έκανε και έλεγε ό,τι ήθελε, δεν διανοούμαι να το δω να μετατρέπεται σε ντίσνεϋλαντ παραγόντων. Θεωρώ πως η υποψηφιότητα Κασσελάκη δεν έρχεται να περιορίσει τα διαλυτικά φαινόμενα. Αντιθέτως, θεωρώ ότι αποτελεί την πιο χαρακτηριστική έκφανσή τους. Και επειδή συμφωνώ με όσους/ες υποστηρίζουν ότι σε όσα λέει ο Κασσελάκης η απάντηση θα πρέπει να είναι πολιτική, διατυπώνω τις παρακάτω ενστάσεις όχι στο δικαίωμά του να θέσει υποψηφιότητα, αλλά στο ότι αξίζει να υπερψηφιστεί.
Πρώτον, ο Κασσελάκης απαξιώνει το κόμμα που οποίου θέλει να ηγηθεί, καθώς χωρίς να έχει την παραμικρή εμπλοκή με τον πολιτικό αυτό χώρο και την παραμικρή συνεισφορά μέχρι τις πρόσφατες εκλογές θέλει να γίνει με τη μία πρόεδρος: «Γεια σας, ήρθα, κάντε με πρόεδρο». Πρόκειται για ηθικό παράγοντα και όχι αριστερό. Για αντιμετώπιση της πολιτικής με όρους ποδοσφαιρικούς: μια ακριβή μεταγραφή που θα βοηθήσει την ομάδα να κερδίσει.
Δεύτερον, η τοποθέτηση ενός πλούσιου επιχειρηματία στο τιμόνι ενός αριστερού κόμματος υποδηλώνει την πλήρη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στο σύστημα και την υποβάθμιση της αριστερής του φυσιογνωμίας. Ο αριστερός μπερλουσκονισμός με το «κόμμα της εργασίας» δεν πάνε μαζί. Είναι άλλο να υπενθυμίζουμε την ταξική καταγωγή του Ένγκελς και άλλο να νομίζουμε ότι ο Κασσελάκης έχει κάποια σχέση με τον γερμανό φιλόσοφο. Είναι σωστό να υπερθεματίζουμε της συμβολικής αξίας της υποψηφιότητας ενός ανοιχτά ομοφυλόφιλου άντρα, αλλά κουτοπόνηρο να αποσιωπούμε την αντίστοιχη συμβολική αξία της υποψηφιότητας ενός πλούσιου επιχειρηματία.
Τρίτον, ο Κασσελάκης δεν αντιλαμβάνεται τη συλλογική διαδικασία στην οποία στηρίζονται τα κόμματα. Το έχει πει ξεκάθαρα ότι ο ηγέτης φτιάχνει το κόμμα. Δηλαδή, ότι ο ίδιος δεν είναι προϊόν αυτής της συλλογικής διαδικασίας, αλλά το αντίστροφο. Αντιλαμβάνεται το κόμμα σαν εταιρία και έτσι επιθυμεί να το διοικήσει. Όπως φαίνεται, στο απόγειο της εξατομίκευσης, αλλά και της μεταπολιτικής, τα άτομα φτιάχνουν τις συλλογικότητες κατά το δοκούν. Πρόκειται δηλαδή για μια νεοφιλελεύθερη φαντασίωση ενός επιχειρηματία που νομίζει ότι είναι ο μεσαιωνικός Μεσσίας ή ο νεωτερικός χαρισματικός ηγέτης που δημιουργούσαν το λαό τους. Μόνο που αυτοί το έκαναν ευαγγελιζόμενοι ριζικές αλλαγές, όχι κοινό νου.
Τέταρτον, ο φιλελευθερισμός που εκφράζει ο Κασσελάκης είναι πιο πίσω από τη δικαιωματική ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Αυτό δηλαδή που υπήρξε απότοκο μιας ριζοσπαστικής αριστερής κουλτούρας για την καθ’ ημάς Αριστερά ο Κασσελάκης το παρουσιάζει σαν να είναι εισαγόμενο προϊόν από τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ. Θα έλεγα πως κυριολεκτικά ο Κασσελάκης μοιάζει να ανακαλύπτει την Αμερική. Φαίνεται, επίσης, πως ο δικαιωματισμός είναι το καλύτερο που μπορούμε να πετύχουμε. Κατά τα άλλα, κανόνες στο καπιταλιστικό παιχνίδι. Με λίγα λόγια, δεν διακρίνω κάτι «φρέσκο» στον προγραμματικό του λόγο.
Πέμπτον, το προφίλ του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία που αντιπαραβάλλεται στο προφίλ των γραφειοκρατών και των επαγγελματιών της πολιτικής επιβεβαιώνει μια διάχυτη άποψη στα χρόνια της κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας που θέλει τους επιτυχημένους στην οικονομία να φαντάζουν αυτομάτως ως καλοί πολιτικοί. Πρόκειται για μια επικίνδυνη ιδέα που καταργεί την αυτονομία της πολιτικής από τα άλλα πεδία, της οικονομίας συμπεριλαμβανομένης. Όσο αναπόδεικτη και αν είναι η ιδέα που προβάλουν πολλοί/ες υποψήφιοι/ες στην εποχή μας ότι η επαγγελματική τους επιτυχία τους/τις καθιστούν κατάλληλους/ες για μια δημόσια θέση, εξακολουθεί να κανοναρχεί το δημόσιο λόγο, αποκρύβοντας ότι τα προσόντα που πρέπει να έχουν τα δημόσια πρόσωπα είναι τελείως διαφορετικά από αυτά που χρειάζονται στις δραστηριότητες των άλλων πεδίων. Συνακόλουθα, ένας εφοπλιστής το μοναδικό που μπορεί να κάνει καλύτερα από τους άλλους και τις άλλες στην πολιτική με βεβαιότητα είναι να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εφοπλιστών.
Έκτον, ένας/μία πρόεδρος κόμματος εκείνο που βασικά κάνει είναι να μιλάει. Ως εκ τούτου, ένα από τα βασικά προσόντα του/της είναι η ρητορική δεινότητα. Ο Κασσελάκης δεν διακρίνεται από κάτι τέτοιο. Οι κοφτές προτάσεις που διατυπώνει ένας άνθρωπος που δεν νιώθει άνετα με τον μακροπερίοδο λόγο ή η τελετουργική επανάληψη αφελών ή κοινότυπων προτάσεων μπορεί να προσιδιάζουν στο λόγο ενός μη εξοικειωμένου με την πολιτική πολίτη, αλλά δεν συνιστούν ούτε βαθυστόχαστες αναλύσεις ούτε πειστικές απαντήσεις σε πολύπλοκα προβλήματα.
Έβδομον, ο Κασσελάκης είναι άνθρωπος της ομογένειας, ενός πληθυσμού που έχει ιμπρεσιονιστική σχέση με τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και πλημμελή γνώση. Απόρροια αυτού του γεγονότος είναι και η συστηματική καταφυγή του σε λύσεις τύπου «πρέπει να αντιγράψουμε αυτό που γίνεται στις ΗΠΑ ή σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα». Όχι πως η εγχώρια πολιτική ζωή δεν μας έχει συνηθίσει σε αυτή την catch up strategy, αλλά τουλάχιστον αυτή προερχόταν από τους «ιθαγενείς» και όχι από την αποικιοκρατική μητρόπολη που πίστευε βαθιά στην εκπολιτιστική της αποστολή.
Μέχρι την εκλογή προέδρου, όμως, ας παρακολουθήσουμε για ακόμα μια φορά τα συστημικά ΜΜΕ να νουθετούν τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για το τι πρέπει να κάνει για να γίνει αποδεκτός από το τρίγωνο της διαπλοκής.
Δημήτρης Παπανικολόπουλος