Αυτή τη φορά η νέα κυβέρνηση της ΝΔ μοιάζει να το τερμάτισε. Με ένα μείγμα κυνισμού και αλαζονείας αντιμετώπισε τις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές σαν αναπόφευκτο φυσικό φαινόμενο, από το οποίο δεν θα απαλλαγούμε ό,τι κι αν κάνουμε. Επομένως, δεν πρέπει να ζητάμε το αδύνατο, αλλά το εφικτό. Εννοείται πως εφικτό είναι ό,τι επιλέγει η κυβέρνηση και αδύνατο ό,τι διανοείται οποιοσδήποτε άλλος.
Από πρώτη ματιά, πρόκειται για την ίδια επικοινωνιακή πολιτική που ακολουθούσε και την προηγούμενη τετραετία. Μια προσεκτικότερη εξέταση, όμως, δείχνει πως δεν είναι ακριβώς έτσι. Για παράδειγμα, μετά τις ολέθριες πυρκαγιές του 2021 η επικοινωνιακή τακτική τής υπαγόρευε την ίδρυση ειδικού υπουργείου για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. Σήμερα δεν υπονοείται η παραμικρή ανάγκη λήψης οποιουδήποτε σοβαρού μέτρου. Με την ορατή στον καθένα πια κλιματική κρίση σαν πρόσχημα, κάνει ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα και ουσιαστικά διακηρύσσει το αναπόφευκτο των συνεπειών της και τη ματαιότητα της αντίστασης στην έλευση του μοιραίου.
Επικοινωνία ή στρατηγική στόχευση;
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια ακόμη επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος, αλλά ίσως για κάτι βαθύτερο, που χαρακτηρίζει τη στάση της σχεδόν σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την ποιότητα ζωής της μεγάλης πλειονότητας του λαού. Παράδειγμα η ακρίβεια. Είναι χαρακτηριστική η άρνησή της να δεχτεί την παραμικρή υπόδειξη από την πλευρά τής αντιπολίτευσης για μέτρα που θα μπορούσαν να την ελέγξουν σε σημαντικό βαθμό και η επιμονή της να αποφεύγει την οποιαδήποτε παρέμβαση στην ασυδοσία της αγοράς. Κάθε αίτημα για ρύθμιση της αγοράς θεωρείται από αδύνατο έως καταστροφικό για τους ίδιους τους πολίτες που το υποστηρίζουν.
Στην πραγματικότητα, αυτή η εμμονή στην υπονόμευση ως αδύνατης οποιασδήποτε άλλης εκδοχής πέρα από την υπαγορευόμενη από το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, ήταν παρούσα στην πολιτική αντίληψη της ΝΔ σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, πριν ακόμα αναλάβει με αυτοδύναμη πλειοψηφία την κυβέρνηση. Θυμηθείτε τον καβγά για την ανάληψη της ιδιοκτησίας του μνημονίου. Δεν ήταν τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια της αποδοχής ως αναγκαίας και αναπόφευκτης της πολιτικής της λιτότητας. Και όχι μόνο αναφορικά με την οικονομική ή τη δημοσιονομική πολιτική, αλλά γενικότερα όσον αφορά την ποιότητα της ζωής, την ικανοποίηση των ατομικών και συλλογικών αναγκών. Η καλλιέργεια χαμηλών προσδοκιών είναι το ιδεολογικό συμπλήρωμα της λιτότητας, όταν πρόκειται για τις βασικές ανάγκες των λαϊκών τάξεων και της απλοχεριάς, όταν πρόκειται για τα σούπερ κέρδη των καρτέλ.
Κοινωνία χαμηλών προσδοκιών
Από την εποχή των μνημονίων η ελληνική κοινωνία, που αντιδρούσε επικίνδυνα για τις δικές τους επιδιώξεις, είχε μπει στο στόχαστρο, προκειμένου να εθιστεί στη λογική των μειωμένων προσδοκιών. Αλλά και όταν η ΝΔ έγινε κυβέρνηση, θυμηθείτε πώς αντιμετώπισε τις ανάγκες των μισθωτών και των συνταξιούχων. Σαν επικίνδυνες για τον εκτροχιασμό της οικονομίας διεκδικήσεις, που μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο στον βαθμό που θα το αποδεχτούν οι εργοδότες, εφόσον δεν απειλεί τις δικές τους απαιτήσεις για υψηλή κερδοφορία. Αυτή δεν ήταν που αναγόρευσε τις ανισότητες σε φυσικό φαινόμενο; Αν θελήσεις να τα βάλεις μ’ αυτές, είναι σαν να τα βάζεις με τις δασικές πυρκαγιές.
Αυτό που οι πολιτικοί αναλυτές εντοπίζουν ως αιτία του αποτελέσματος των εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου, δηλαδή η εγκατάσταση στο εκλογικό σώμα της λογικής των μειωμένων προσδοκιών, με αποτέλεσμα την υπερίσχυση της ΝΔ ως εκπροσώπου του εφικτού ή του μικρότερου κακού, μπορεί να ειδωθεί και σαν αποτέλεσμα μιας στρατηγικής που ξεκινάει πολύ νωρίτερα από τον Ιούλιο του 2019. Η διαμόρφωση μιας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών είναι ένας στόχος μακροπρόθεσμος με στρατηγικό βάθος. Αν ο στόχος επιτευχθεί, δεν υπάρχει μόνο ο κίνδυνος διαιώνισης της κυριαρχίας της ΝΔ και της υπαγωγής σε αυτήν της αντιπολίτευσης. Το χειρότερο είναι ότι μπορεί να βρεθεί το κοινωνικό σώμα σε κατάσταση δύσκολα ανατάξιμη. Τουλάχιστον με τα συνήθη πολιτικά μέσα.
Η κουλτούρα των υψηλών απαιτήσεων
Οι ενδείξεις ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σε μια τέτοια επικίνδυνη κατάσταση είναι ισχυρές. Και πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι για να αντιμετωπιστεί ένας τέτοιος κίνδυνος, χρειάζεται πολύ γενικότερη προσπάθεια αντίστοιχη της βλάβης που επαπειλείται. Όχι μόνο στο πεδίο των πολιτικών αντιλήψεων ή των ιδεολογικών επιρροών, αλλά και του πολιτισμού, της κουλτούρας της αναζήτησης και της διεκδίκησης διαρκώς ανώτερης ποιότητας ζωής. Που δεν μετριέται μόνο σε χρήμα, αλλά και με την ποιότητα του περιβάλλοντος που μας περιέχει. Ώστε να αποκρουστεί στη γένεσή της αυτή η σύγχρονη εκδοχή της Ψωροκώσταινας, που είναι ικανή να αποδέχεται μόνο τη μοίρα της και να κλείνει τα αφτιά της στις Σειρήνες του δήθεν αδύνατου.
Χρειάζονται κινήσεις και κινήματα. Κινητοποίηση διανοουμένων, επιστημόνων, καλλιτεχνών, όλων εκείνων που μπορούν να διακρίνουν τον πραγματικά εθνικό κίνδυνο, μιας κοινωνίας που εθίζεται στα λίγα που της παραχωρούν ευγενώς και ανίκανης να σχεδιάσει με βάση τις ανάγκες της και τα οράματά της την ανέλιξή της σε διαρκώς ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, σε αρμονία με την αναβάθμιση και την προστασία της φύσης που την εμπεριέχει.
Μπορεί μια τέτοια αίσθηση χρέους να γενικευθεί χωρίς την κινητήρια δύναμη και τη συμμετοχή τής πάσης φύσεως Αριστεράς και ιδίως εκείνης που δεν φοβάται τη συνύπαρξη σε κοινούς στόχους με τους φύσει συμμάχους της;
Χαράλαμπος Γεωργούλας