Στις 23 Ιουλίου 1974, η δικτατορία του Ιωαννίδη, βλέποντας ότι έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα στην Κύπρο επρόκειτο να βρεθεί σύντομα κατηγορούμενη για εσχάτη προδοσία, αποφάσισε να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς. Την πρωτοβουλία πήραν οι επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων και την επέβαλαν στον στρατηγό Γκιζίκη, τον Πρόεδρο-μαριονέτα του Ιωαννίδη, με αντάλλαγμα την ασυλία όλων τους. Στις 2 το πρωί της 24ης Ιουλίου 1974 έφτασε αεροπορικώς από το Παρίσι στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που βρισκόταν εκτός πολιτικής από το 1963. Το επόμενο πρωί ο Γκιζίκης και ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ τον όρκισαν πρωθυπουργό σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Έχει καθιερωθεί να γιορτάζεται ως Ημέρα της Μεταπολίτευσης η 24η Ιουλίου, ημέρα της ορκωμοσίας του Καραμανλή. Στην πραγματικότητα, η Χούντα έπεσε μία ημέρα πριν, στις 23, μέσα σε ένα κύμα πανηγυρισμών που κατέκλυσε τους δρόμους των ελληνικών πόλεων.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών και το έργο της
Επτά χρόνια νωρίτερα, στις 21 Απριλίου 1967, μιάμιση εκατοντάδα μεσαίων αξιωματικών κατέλυε το δημοκρατικό πολίτευμα προκειμένου να αποτρέψει την ήττα της Δεξιάς στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Αυτή η παρέα αντισυνταγματαρχών και συνταγματαρχών δεν χρειάστηκε να κάνει ιδιαίτερο κόπο. Αξιοποίησε, απλώς, τις θέσεις-κλειδιά στις οποίες είχε τοποθετηθεί από την ηγεσία του Στρατού. Ήταν τα πιόνια σε έναν μηχανισμό εκτροπής που στήθηκε από τη Δεξιά το 1958 και άρχισε να μελετά σοβαρά το ενδεχόμενο πραξικοπήματος μετά τη στρατηγική ήττα του Καραμανλή το 1963 και τη δημοκρατική εξέγερση κατά της αποστασίας το 1965.
Τον Απρίλιο του 1967 τα «πιόνια», βλέποντας την αναποφασιστικότητα των ανωτέρων τους και του βασιλιά Κωνσταντίνου να ανακόψουν την πορεία προς τις εκλογές, κινήθηκαν για δικό τους λογαριασμό. Επικράτησαν πιο εύκολα απ’ ό,τι και οι ίδιοι θα πίστευαν, σέρνοντας πίσω τους τόσο την ηγεσία του Στρατού όσο και τον ίδιο τον Κωνσταντίνο. Ενεργοποιώντας ένα αμυντικό σχέδιο για την περίπτωση που η χώρα δεχόταν εισβολή από τη Βουλγαρία, συνέλαβαν 7.000 «χαρακτηρισμένους» πολίτες – περίπου όλους όσους ταλαιπωρούσε σε συστηματική βάση η Ασφάλεια τα προηγούμενα χρόνια. Σκότωσαν ανθρώπους για γούστο ή για εκδίκηση. Γέμισαν ξανά τα νησιά με εξόριστους, βυθίζοντας στην απόγνωση χιλιάδες οικογένειες. Επέβαλαν ένα καθεστώς βίας, τρομοκρατίας και βασανιστηρίων. Διέπραξαν τη σφαγή του Πολυτεχνείου και έβαψαν με αίμα τους δρόμους της Αθήνας. Κομμάτιασαν 20χρονα παιδιά στην ΕΣΑ. Και με τον φανατισμένο πατριδοκάπηλο και φασιστικό τυχοδιωκτισμό τους άνοιξαν τον δρόμο για την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο.
Δικαίωση των δημοκρατικών αγώνων
Ασχέτως αν επέλεξε να κινηθεί για τον εαυτό της και, στην πορεία, να μετατραπεί σε νέο πολιτικό κατεστημένο, η δικτατορία στις αρχές της ήταν κατασκευή και έργο τής προδικτατορικής Δεξιάς. Αντιθέτως, η Μεταπολίτευση είναι μια μεγάλη τομή. Οι εμφυλιακοί νόμοι που ίσχυαν στη χώρα για είκοσι πέντε χρόνια καταργήθηκαν και το Κομμουνιστικό Κόμμα νομιμοποιήθηκε. Ο Στρατός αποχώρησε οριστικά από την πολιτική. Και η Βασιλεία γκρεμίστηκε με τον δημοκρατικό θρίαμβο του δημοψηφίσματος. Ο Καραμανλής πιστώνεται τις μεταβολές αυτές. Αλλά δεν χαρίστηκαν στον λαό. Ήταν ο καρπός και η δικαίωση πολύχρονων, μαζικών και αιματηρών αγώνων για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα. Μολονότι τα αμέσως επόμενα χρόνια ούτε οι δημοκρατικές ελευθερίες αποκαταστάθηκαν πλήρως, ούτε δικαιοσύνη για τα εγκλήματα της δικτατορίας αποδόθηκε στην έκταση που έπρεπε, ούτε οι κύκλοι της πολιτικής ανωμαλίας εξουδετερώθηκαν αποτελεσματικά, ο δρόμος για τον εκδημοκρατισμό της χώρας είχε ανοίξει οριστικά και ανεπίστρεπτα.
Μια μεγάλη έκρηξη ιδεών και συμμετοχής
Κάτι εξίσου σημαντικό με όλα τα παραπάνω: η Μεταπολίτευση αποτέλεσε μια τεράστια έκρηξη πολιτικής, ιδεών και συμμετοχής πρώτα απ’ όλα στα πανεπιστήμια και στη νεολαία, αλλά και στους εργατικούς χώρους και στις βιομηχανικές περιοχές, στους επιστημονικούς φορείς, στην Αυτοδιοίκηση, ακόμα και στις τοπικές κοινωνίες, όπου εκδηλώθηκαν μαζικές αγροτικές και περιβαλλοντικές κινητοποιήσεις. Αυτό το εγερτήριο -αν και πολλές φορές χαρακτηρίστηκε από αντιφάσεις και στείρους εσωτερικούς ανταγωνισμούς- στήριξε αποφασιστικά τη Δημοκρατία, τη θωράκισε και την ώθησε προς τα εμπρός. Οι συντηρητικές δυνάμεις του τόπου τρόμαξαν εκείνα τα χρόνια από τη μαζική συμμετοχή στην πολιτική και στους κοινωνικούς αγώνες – κι αυτό δεν το ξέχασαν ποτέ. Συστηματικά προσπαθούν να απαξιώσουν αυτή την πλευρά της Ιστορίας παρουσιάζοντάς τη σαν γραφική, ενώ κάθε τόσο επιχειρούν να ενταφιάσουν την «ιδεολογική ηγεμονία της Μεταπολίτευσης» που τόσο τους κόστισε. Εδώ και 49 χρόνια δεν το έχουν καταφέρει. Ούτε και πρόκειται.
Άγγελος Τσέκερης