1. Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πιστοποιούν ότι το κόμμα βιώνει μια κρίση. Κρίση πολύπλευρη – ταυτότητας, πολιτικού σχεδίου, συλλογικότητας. Οι αλληλοαναιρούμενες δηλώσεις ηγετικών στελεχών –δελφίνων και μη– για τα αίτια της εκλογικής ήττας και για το μέλλον, έξω από ένα πλαίσιο στοιχειώδους κοινότητας πεποιθήσεων και ενός αισθήματος αλληλεγγύης, είναι ενδεικτικές. Ο αιφνιδιασμός της παραίτησης του προέδρου δεν αποτελεί βήμα για την αντιμετώπισή της. Την επιβεβαιώνει και την οξύνει. Γίνεται στοιχείο της.
Η «μοναξιά του ηγέτη», που παίρνει τις αποφάσεις του συνομιλώντας με την ιστορία ή με το μαξιλάρι του, μπορεί να φορτίζει συγκινησιακά την απόφαση της παραίτησης και να επιβάλλει το σεβασμό. Ενσωματώνεται όμως πλήρως και ενισχύει τον αρχηγισμό ως καθοριστικό στοιχείο της κομματικής συγκρότησης. Το στοιχείο δεν αφορά μόνο τον Τσίπρα. Διαχέεται μέσα στο κόμμα ως ιδεολογία (όπως επισημαίνει ο Κύρκος Δοξιάδης), ως διαλυτική ιδεολογία της συλλογικότητας, θα πρόσθετα. Χαρακτηρίζει, διατασικά, στάσεις και συμπεριφορές ηγετικών στελεχών. Αφομοιώνεται ως πολιτική κουλτούρα του πολιτικού υποκειμένου. Αναπαράγει το καθεστώς της απόσπασης της κομματικής βάσης από τις πολιτικές αποφάσεις και την μετατρέπει σε ακροατήριο, εκλογικό σώμα και παθητικό επικυρωτή τετελεσμένων που διαμορφώνονται ερήμην της. Τα όσα έχουν ακολουθήσει, μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, δείχνουν ότι ο αρχηγισμός ζει και βασιλεύει και χωρίς τον Τσίπρα. Το τραύμα στη δημοκρατική συλλογικότητα παραμένει ανοιχτό. Η αποδοχή από τους επίδοξους διαδόχους της απλουστευτικής ταυτότητας «ισχυρό κόμμα = ισχυρός αρχηγός», και επομένως η αποδοχή του δημοκρατικού κακέκτυπου της εκλογής του από ένα απροσδιόριστο σύνολο πραγματικών και εικονικών μελών, το επιβεβαιώνει πανηγυρικά.
2. «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο – να ανοίξουμε τον επόμενο». Μέχρι να την αποσαφηνίσει ο ίδιος, η δήλωση του απερχόμενου προέδρου θέτει κρίσιμα ερωτήματα και ανοίγει το πεδίο ανταγωνιστικών απαντήσεων. Δεν είναι όμως ούτε αθώα ούτε ουδέτερη. Αυτό που εκφράζει, και όχι ως απλό υπαινιγμό, είναι η ολοκλήρωση της εξόδου από το πεδίο του αριστερού ριζοσπαστισμού. Αλλά αυτό έχει ξεκινήσει εδώ και τέσσερα χρόνια. Απομένει η τελική πράξη, με την έμπρακτη εγκατάλειψη της πολιτικής αυτονομίας της δημοκρατικής-ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Από τη σκοπιά του κόσμου αυτής της Αριστεράς, από τη σκοπιά των κοινωνικά υποτελών, από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, τα ερωτήματα παραμένουν και απαιτούν διεξοδική συζήτηση. Αυτή είναι η προτεραιότητα. Οι προσωπικές φιλοδοξίες των ηγετών σε αναμονή και οι χρησμοί περί μέλλοντος που χρειάζονται αποκρυπτογράφηση επιτείνουν την κατάσταση της κρίσης. Η συζήτηση, με την κομματική βάση σε πρώτο πλάνο, έπρεπε και μπορούσε να έχει ήδη ξεκινήσει. Στο άρθρο του της προηγούμενης εβδομάδας, ο Χ. Γεωργούλας διατύπωσε τα σημαντικά ερωτήματα. Τα συμμερίζομαι, τα προσυπογράφω και τα επαναφέρω:
Ποιος είναι ο κύκλος που έκλεισε, πότε άνοιξε και γιατί κλείνει; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά και οι απαιτήσεις του νέου κύκλου που ανοίγει; Και να προσθέσω: Πότε κλείνει ο ιστορικός κύκλος ενός αριστερού κόμματος και πώς; Ποιος το αποφασίζει; Ταυτίζεται και εξαντλείται αυτός ο κύκλος μ’ έναν εκλογικό κύκλο, είναι δηλαδή ένα εκλογικό αποτέλεσμα το κριτήριο για το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου ενός αριστερού πολιτικού υποκειμένου; Είναι τελικά η «κυβερνησιμότητα» η θεμελιώδης συνθήκη ύπαρξης της αριστεράς στη μακρά ιστορική διάρκεια;
Τα ερωτήματα είναι βαριά και οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Πολλοί ισχυρίζονται ότι εκφράζουν αριστερές ιδεοληψίες εκτός της σύγχρονης πραγματικότητας. Μόνο που οι απαντήσεις που επιχειρήθηκαν να δοθούν μετά το 2019, εναλλακτικά σε σχέση με την περίοδο της «λαϊκιστικής ανωριμότητας», αποδείχθηκαν άκρως ιδεοληπτικές και ανεπαρκείς. Η πραγματικότητα διέψευσε την παράκαμψη των ερωτημάτων και τη στροφή στον «ρεαλισμό». Σήμερα τα ξαναβρίσκουμε μπροστά μας. Όχι ως ερωτήματα ακαδημαϊκού χαρακτήρα, αλλά ως πρακτικά προβλήματα ενός υπαρξιακού για την Αριστερά σημείου καμπής, που μπορεί να στρέψει τη διαδρομή της στο
«αρνητικό άπειρο» ή να γίνει αφετηρία μιας πορείας ανάκαμψης. Η προτροπή του Τσίπρα για «ένα νέο κύμα του ΣΥΡΙΖΑ» τα επικαιροποιεί όσο κι αν, κατά τη γνώμη μου, η κατεύθυνση του νέου κύματος που ο ίδιος προκρίνει είναι η ολοκλήρωση της κεντροαριστερής μεταμόρφωσης. Οι δυνάμεις της ανανεωτικής-ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να επεξεργαστούν και να υπερασπιστούν τη δική τους εκδοχή. Και εδώ δεν χωρούν «συνθέσεις».
3. Μια νέα εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ δρομολογείται από το βράδυ των εκλογών του 2019. Αρχικά ως υβρίδιο, που είναι ταυτόχρονα κόμμα αλλά και φορέας μιας «προοδευτικής συμμαχίας». Εξελίσσεται όμως γρήγορα σ’ ένα νέο πολιτικό παράδειγμα που δανείζεται τις βασικές του σταθερές από τον αναπαλαιωμένο κομφορμισμό της σοσιαλδημοκρατίας –την απεύθυνση στη «μεσαία τάξη» και την πολιτική και ιδεολογική στροφή στο «πολιτικό κέντρο». Και που τελικά μετακινείται, από την οντολογικού χαρακτήρα διαιρετική τομή Αριστερά/Δεξιά στην περισσότερο «ευρύχωρη», από τη σκοπιά της εκλογικής χρησιμοθηρίας, αντίθεση Πρόοδος/Συντήρηση.
Αυτός ο «νέος ΣΥΡΙΖΑ» δεν παράγει ιδέες, δεν έχει πάθος, δεν κινητοποιεί τον κόσμο, χάνει τη σχέση με τις βασικές κοινωνικές του αναφορές. Διαθέτει μια διαλυμένη ταυτότητα. Δεν υπερασπίζεται την ιδεολογία και την ιστορικότητά του. Ο στόχος που συνοψίζει και υποκαθιστά κάθε άλλη διάσταση του πολιτικού του σχεδίου είναι η νίκη στις επόμενες εκλογές – η πάση θυσία ανάκτηση της κυβερνησιμότητας. Ο μεταμορφωμένος ΣΥΡΙΖΑ της τετραετίας είναι ένα πρόωρα γερασμένο κόμμα. Και αυτό είναι που υφίσταται την εκλογική συντριβή. Ο πολυσυλλεκτισμός της μη-ταυτότητας, στη βάση στερεοτύπων του μέσου όρου δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Αν το προσκλητήριο για τη «νέα ανανέωση» του υφιστάμενου πολιτικού παραδείγματος ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει περισσότερη μεσαία τάξη, περισσότερο κέντρο, περισσότερη μετριοπάθεια· αν, με άλλα λόγια, οι αριστεροί εντός και γύρω από το κόμμα καλούνται να προσυπογράψουν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα σηματοδοτεί μια στρατηγική ήττα της Αριστεράς, που την υποχρεώνει να εγκαταλείψει το πεδίο του οντολογικού καθορισμού της, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι αυτό θα σημάνει τον μαρασμό και τη διάλυση του κομματικού φορέα.
4. Φτάνουμε λοιπόν σ’ ένα σημείο που μου φαίνεται ιδιαίτερα σημαντικό. Θα επισημάνω συνοπτικά κάποιες πλευρές του, ελπίζοντας ότι θα έπρεπε και θα μπορούσε να συζητηθεί περισσότερο αναλυτικά, με τη συμμετοχή ανθρώπων που μπορούν να το κάνουν:
• Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ηττάται στις εκλογές, όχι επειδή δεν πείθει ότι «έχει δυναμική διακυβέρνησης και τη δυνατότητα να είναι κόμμα εξουσίας», αλλά επειδή υπερτονίζει τη δυνατότητα να είναι κόμμα εξουσίας σε βάρος της εναλλακτικότητας της δικής του διακυβέρνησης. Ενσωματώνεται στην «υπευθυνότητα» της διακυβέρνησης, ακολουθώντας την ατζέντα της Δεξιάς, κοπιάροντας τον ιδεολογικό της λόγο. Ηττάται επειδή εναλλακτικά στη διάρρηξη των δεσμών του με τις θεμελιώδεις κοινωνικές του αναφορές στρέφεται με θέρμη στη μεσαία τάξη και τις συμφορές της.
• Ένα κόμμα της δικής μας Αριστεράς ξέρει ότι η συμμετοχή του στη διακυβέρνηση αποτελεί στοιχείο του πολιτικού του σχεδίου. Ότι ο ριζοσπαστισμός του οφείλει να δοκιμαστεί και στο πεδίο του κράτους. Αλλά δεν θεωρεί ότι η κυβερνησιμότητα είναι η βασική συνθήκη της ύπαρξής του. Και δεν μπορεί να είναι ένας εκλογικός στρατός σε αναμονή, από τη μια εκλογική αναμέτρηση στην επόμενη.
• Ένα αριστερό κόμμα θα ηττηθεί περισσότερες φορές από αυτές που θα νικήσει. Αλλά δεν θα καταρρεύσει στρατηγικά όταν προσπαθεί επίμονα να ενσωματώνει στους αγώνες του την αδιαπραγμάτευτη ουτοπία της κοινωνικής και ανθρώπινης χειραφέτησης.
Δημήτρης Γιατζόγλου