Macro

Θόδωρος Παρασκευόπουλος: Για την έννοια του κεφαλαίου

Πριν από λίγες μέρες, πήρα το εξής ηλεκτρονικό μήνυμα από τον Θόδωρο Παρασκευόπουλο: «Σου στέλνω για τις Ιδέες ένα πονηματίδιον για ένα ζήτημα οικονομικής θεωρίας, που εγώ το θεωρώ επίκαιρο, αν και λίγο “βαρύ”». Όπως συμβαίνει με όλα τα κείμενα του συντρόφου μας –που είναι πάντοτε «βαριά», δηλαδή σοβαρά και τεκμηριωμένα– δεν υπήρξε ο οποιοσδήποτε δισταγμός για την άμεση δημοσίευσή του. Ο Παρασκευόπουλος είναι ένας από τους πιο αξιόλογους έλληνες οικονομολόγους, που γνωρίζει τη μαρξιστική θεωρία πολύ καλύτερα από διάφορους μαρξιστές ή «ριζοσπάστες αριστερούς» πανεπιστημιακούς, κάτι που ίσως δεν είναι γνωστό στους πολλούς λόγω της αριστερής σεμνότητάς του. Το σημερινό του κείμενο, πέρα από επιστημολογικό, παρουσιάζει και ιδεολογικό/πολιτικό ενδιαφέρον, το οποίο θα κατανοήσουν όσες και όσοι το διαβάσουν προσεκτικά. Για παράδειγμα, έχει μεγάλη σημασία, ειδικά στους καιρούς μας, η επισήμανσή του ότι «…πολλοί οικονομολόγοι χρησιμοποιούν, άκριτα –αν και μερικές φορές επί σκοπώ – έννοιες όπως “ανθρώπινο κεφάλαιο”, “φυσικό κεφάλαιο”, κ.ά.». Ακόμα κρισιμότερη είναι η παρατήρησή του ότι ορισμένες «ετερόδοξες» οικονομικές σχολές …εν μέρει ακολουθούν το νεοκλασικό πρότυπο, προκειμένου να αποφύγουν την ταύτιση με τον πυρήνα της μαρξικής σκέψης, δηλαδή τη θεωρία της υπεραξίας και της εκμετάλλευσης». Να το διαβάσουμε το άρθρο, ιδιαίτερα –αλλά όχι μόνο– οι οικονομολόγοι. Δεν θα απολαύσουμε μόνο τη λιτή, αλλά και αιχμηρή, γραφή του Παρασκευόπουλου. Θα μάθουμε, επίσης, πολλά, και θα σκεφτούμε περισσότερα.

 

Χ. Γο.

 
Εδώ και καιρό έχει εισέλθει στην οικονομική θεωρία και τη συζήτησή της μια έννοια του κεφαλαίου, η οποία κατά μεγάλο μέρος οφείλεται στον γάλλο κοινωνιολόγο Πιερ Μπουρντιέ. Στο κείμενο που ακολουθεί, θέλω να δείξω ότι η έννοια όπως τη χρησιμοποιεί ο Μπουρντέ, αλλά προπάντων η αποδοχή της από τους οικονομολόγους, είναι άγονη και παραπλανητική.
 
Στην πολιτική οικονομία και τις άλλες εκφάνσεις της οικονομικής επιστήμης, από τη γένεσή τους, η έννοια του κεφαλαίου σχετίζεται άμεσα με την παραγωγή εμπορευμάτων, είναι δηλαδή διαφορετική από την έννοια του κεφαλαίου στο τέλος του Μεσαίωνα και στην Αναγέννησης, μιας εποχής της κυριαρχίας του πρώιμου κεφαλαίου, όπου η βενετσιάνικη παραφθορά cavedal, ή ο γερμανικός όρος Hauptgut, σήμαιναν το εμπορικό ή τοκογλυφικό κεφάλαιο. Είτε πρόκειται για την έννοια του κεφαλαίου στην κλασική πολιτική οικονομία (κυρίως στο Έρευνα για τη Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών του Άνταμ Σμιθ και στο Οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και της Φορολογίας του Ντέιβιντ Ρικάρντο), είτε για την έννοια του κεφαλαίου που αναπτύσσει ο Καρλ Μαρξ στο έργο του, Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, είτε για τη έννοια του κεφαλαίου του Γιόζεφ Σουμπέτερ στη Θεωρία της Οικονομικής Εξέλιξης, ακόμα και για την, κατά τη γνώμη μου, άγονη –επειδή επιδιώκει να μεταφέρει στη γενική οικονομική θεωρία έννοιες της λογιστικής έννοιας του κεφαλαίου στη νεοκλασική οικονομική θεωρία, η οποία ποτέ δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά στο φαρμακερό ερώτημα της Τζόαν Ρόμπινσον1: «How do you measure capital?» (Πώς μετράτε το κεφάλαιο;), το κεφάλαιο στην οικονομική επιστήμη συνδέεται αδιαχώριστα με την παραγωγή εμπορευμάτων.
 
Η σύνδεση του κεφαλαίου με την παραγωγή εμπορευμάτων –συγκεκριμένα, καπιταλιστικών εμπορευμάτων– συμβαίνει επειδή αυτό είναι το αντικείμενο των οικονομολόγων, κι ας συλλαμβάνουν οι ίδιοι το κεφάλαιο ως μια ανιστορική και προαιώνια έννοια: κατά τον Χικς, έναν από τους ιερούς πατέρες της σύγχρονης νεοκλασικής οικονομικής σχολής, το κεφάλαιο είναι «απόθεμα που δημιουργεί ροές οφέλους ή εισοδήματος» –ας πούμε, το πέτρινο όπλο του προϊστορικού κυνηγού εξίσου με τα ρομποτ της αυτοκινητοβιομηχανίας και τη βερικοκιά στο περιβόλι.
 
 
Μία ασήμαντη και διάφορες άγονες έννοιες
 
 
Η παραπάνω αντίληψη του Χικς για την έννοια του κεφαλαίου είναι τελείως ασήμαντη για την οικονομική επιστήμη, δεν παράγει τίποτα ενδιαφέρον και κανείς δεν ασχολείται με αυτήν –ούτε οι ίδιοι οι οικονομολόγοι της νεοκλασικής σχολής· άλλωστε, η έλλειψη επιστημονικής έννοιας του κεφαλαίου είναι μία από τις αντιφάσεις της νεοκλασικής μακροοικονομικής θεωρίας που αναδείχτηκαν στην περίφημη διένεξη των «δύο Κέιμπριτζ», των νεορικαρντιανών-μετακεϋνσιανών του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ της Βρετανίας και των νεοκλασικών του Ινστιτούτου Τεχνολογίας του Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ. Επειδή, λοιπόν, οι οικονομολόγοι, ακόμα και οι νεοκλασικοί, χρειάζονται μια έννοια του κεφαλαίου για τη δουλειά τους, ορίζουν το κεφάλαιο διαφορετικά, ανάλογα με τον κλάδο: στην οικονομική θεωρία το κεφάλαιο είναι, μαζί με την εργασία και το έδαφος, ένας από τους τρεις διαβόητους «συντελεστές παραγωγής» –ορισμός εξίσου ανιστορικός και επιστημονικά άγονος, αλλά ιδεολογικά χρήσιμος: με αυτόν τον «τριαδικό τύπο» (Μαρξ) μπορούν να δικαιολογήσουν το καπιταλιστικό κέρδος ως εισόδημα που παράγεται, λέει, από το «κεφάλαιο» (μηχανές, κτίρια, χρηματικά αποθέματα, πρώτες ύλες κλπ.) και την γαιοπρόσοδο, δηλαδή το νοίκι, ως εισόδημα που παράγεται, λέει, από το έδαφος (γήπεδα, υπέδαφος, γεωργία, ύδατα). Στον κλάδο της Διοίκησης Επιχειρήσεων, που ασχολείται λιγότερο με «μαθηματικές πουσάψεις», όπως χαρακτήρισε ο Γιώργος Σταμάτης τις ασχολίες των νεοκλασικών οικονομολόγων, και περισσότερο με το «πώς θα βγάλουμε λεφτά»2, χρησιμοποιούν μια ρεαλιστικότερη και διαφοροποιημένη έννοια που προέρχεται από τη λογιστική.
 
Ο Πιερ Μπουρντιέ εκκινώντας από την κριτική της οικονομικής έννοιας του κεφαλαίου, την οποία χαρακτηρίζει μονομερή, καθώς «περιορίζει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων ανταλλαγής στην ανταλλαγή εμπορευμάτων και μόνο, η οποία αντικειμενικά και υποκειμενικά αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του κέρδους και κατευθύνεται από την (οικονομική) ιδιοτέλεια» (Οικονομικό κεφάλαιο, πολιτιστικό κεφάλαιο, κοινωνικό κεφάλαιο, Αμβούργο 1992) διευρύνει και πολλαπλασιάζει την έννοια του κεφαλαίου. Κατά τη γνώμη μου η κριτική, αν και εμφανώς απευθύνεται στην κυρίαρχη, νεοκλασική έννοια του κεφαλαίου, είναι άστοχη. Κατά τον Μπουρντιέ, η οικονομική έννοια του κεφαλαίου «δηλώνει άρρητα ότι όλες οι άλλες μορφές κοινωνικής ανταλλαγής είναι μη-οικονομικές, ανιδιοτελείς σχέσεις». Αυτό δεν απορρέει λογικά από οποιαδήποτε οικονομική έννοια του κεφαλαίου, ούτε από οποιαδήποτε οικονομική θεωρία, ακόμα και αν αυτή, όπως η νεοκλασική, «έχει γίνει επιστήμη των σχέσεων της αγοράς, η οποία… παρακάμπτει τις βάσεις του ίδιου της του πεδίου –την ιδιωτική ιδιοκτησία, το κέρδος, τη μισθωτή εργασία». Άλλωστε, το κρίσιμο ερώτημα μιας κριτικής επιστήμης της αστικής κοινωνίας είναι: Για ποιον λόγο οι σχέσεις των ανθρώπων σε αυτήν την κοινωνία είναι γενικά ιδιοτελείς σχέσεις;
 
Κατά τη γνώμη μου, ο πολλαπλασιασμός των εννοιών του κεφαλαίου που κάνει ο Μπουρντιέ και άλλοι, ουδένα επιστημονικό σκοπό εξυπηρετεί· αντίθετα, συσκοτίζει το πεδίο που θέλει να διερευνήσει ο γάλλος κοινωνιολόγος, δηλαδή εκείνο των μη άμεσα οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών στην αστική κοινωνία ή, με τα δικά του λόγια, παρεμποδίζει την «ανάδυση μιας γενικής επιστήμης της οικονομίας της πράξης, η οποία πραγματεύεται την ανταλλαγή εμπορευμάτων απλώς ως ειδική περίπτωση μεταξύ πολλών δυνατών μορφών κοινωνικής ανταλλαγής».
 
Η αλήθεια είναι διαφορετική και αντίστροφη. Η νεοκλασική οικονομική θεωρία έχει εισχωρήσει στους άλλους κλάδους της επιστήμης της κοινωνίας που πραγματεύονται «πολλές μορφές κοινωνικής ανταλλαγής» με έννοιες της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας: με το κατασκεύασμα «ορθολογικός καταναλωτής» προσπαθεί να εξηγήσει πολιτικές, πολιτισμικές, ακόμα και ερωτικές σχέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λεγόμενη «Νέα Πολιτική Οικονομία» ή «Θεωρία της δημόσιας επιλογής» (Public Choice Theory) που, με ρίζες στον 18ο και 19ο αιώνα, μεσουράνησε στις δεκαετίες του 1960 και 1970 και επηρεάζει ακόμα και σήμερα τον δημόσιο λόγο.
 
 
Πολλά κεφάλαια;
 
 
Το τελευταίο διάσημα, με την επήρεια των εννοιών του κεφαλαίου που αναπτύχθηκαν στην κοινωνιολογία, κυρίως από τον Μπουρντιέ, αλλά και από άλλους, πολλοί οικονομολόγοι χρησιμοποιούν, άκριτα κατά τη γνώμη μου –αν και μερικές φορές επί σκοπώ– έννοιες όπως «ανθρώπινο κεφάλαιο», «φυσικό κεφάλαιο» κ.ά., έννοιες που δεν τις εισήγαγε βέβαια ο Μπουρντιέ. Είναι κάτι σαν αντιδάνειο: η μπουρντιανή κοινωνιολογία πήρε την οικονομική έννοια και της άλλαξε το νόημα και στη συνέχεια ο κλάδος της οικονομικής επιστήμης πήρε τη μπουρντιανή έννοια του κεφαλαίου, της ξανάλλαξε το νόημα και αντικατέστησε με αυτήν (ή πολλαπλασίασε) την έννοια «κεφάλαιο» της Πολιτικής Οικονομίας.
 
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να αρνηθούμε τη δυνατότητα, την αναγκαιότητα κιόλας, να δανείζεται ο κλάδος της οικονομίας έννοιες από άλλους κλάδους της επιστήμης της κοινωνίας, να τις τροποποιεί κατά το δοκούν, να αναπτύσσει κατ’ αυτόν τον τρόπο νέες δικές του έννοιες και αντίστροφα. Άλλωστε, ένα από τα, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερα σημεία κριτικής της λεγόμενης «ορθόδοξης», δηλαδή της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας, είναι ότι αποκόπτει την οικονομία από την κοινωνία και τον κλάδο της οικονομικής από την κοινωνική επιστήμη: ήδη μία από τις αφετηριακές έννοιες των νεοκλασικών οικονομολόγων, ο «ορθολογικός καταναλωτής» έχει αναπτυχθεί και χρησιμοποιείται παραβλέποντας μελέτες, έρευνες και συμπεράσματα της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της ιστορίας.
 
Το ερώτημα πάντοτε είναι αν η οποιαδήποτε επιστημονική έννοια είναι γόνιμη, αν προάγει την επιστημονική γνώση και βοηθάει την επιστημονική έρευνα. Αυτή είναι η διάκριση μεταξύ επιστημονικών και προεπιστημονικών εννοιών.
 
Ο Μπουρντιέ, όπως και ο Κόλμαν (Coleman)3 ή ο Πάτναμ (Putman)4, εννοεί ως «κεφάλαιο» ένα σύνολο «πόρων» (resources). Υποκύπτουν έτσι στον φετιχισμό του κεφαλαίου ως πηγής «οφέλους ή εισοδήματος» εκτός ιστορίας. Δεν προτίθεμαι να συζητήσω αν η έννοια, μάλλον οι έννοιες του κεφαλαίου που έχουν αναπτύξει ο Μπουρντιέ και άλλοι είναι γόνιμες για την κοινωνιολογία: το κάνουν ήδη αρμοδιότεροι και αρμοδιότερες. Το ερώτημα εδώ είναι αν η διεύρυνση της έννοιας του κεφαλαίου στον οικονομικό κλάδο κατά το πρότυπο των κοινωνιολογικών όρων του Μπουρντιέ και άλλων διευρύνει τη δυνατότητα γνώσης ή προκαλεί σύγχυση.
 
 
Η μαρξική επιστημονική έννοια του κεφαλαίου
 
 
Η μαρξική έννοια του κεφαλαίου είναι, κατά τη γνώμη μου, η περισσότερο αναπτυγμένη και σαφέστερη, η μόνη επιστημονική έννοια του κεφαλαίου που διαθέτουμε, αν και περίπλοκη: δεν χωράει, όπως οι περισσότερες έννοιες του Μαρξ, σε έναν «ορισμό» –αυτό θα αντέβαινε στη μέθοδο του Μαρξ, ο οποίος δεν «ορίζει», αναπτύσσει τις έννοιές του με όλους τους προσδιορισμούς τους∙ πρόκειται δηλαδή για θεωρία του κεφαλαίου. Επιπλέον, η έννοια του κεφαλαίου στον Μαρξ δεν είναι «καθαρά» οικονομική έννοια, παρότι στο Κεφάλαιο εισάγεται και αναπτύσσεται με οικονομικούς όρους, αλλά, στην πλήρη ανάπτυξή της, είναι κοινωνική έννοια, με το νόημα ότι εισέρχεται σε όλους του κλάδους της επιστήμης της αστικής κοινωνίας. Κεφάλαιο, λοιπόν, στον Μαρξ είναι το μέσον που επιτρέπει στους κατόχους του, τους καπιταλιστές και τις καπιταλίστριες, να αγοράζουν εργασιακή ικανότητα, να ανακτούν τους πόρους που δαπάνησαν, να αποσπούν υπεραξία, και να έχουν κέρδος –στην αρχή και στο τέλος του κύκλου του το κεφάλαιο είναι χρήμα. Επίσης, και από την άλλη πλευρά, κεφάλαιο είναι τα μέσα των καπιταλιστών που επιτρέπουν στους μισθωτούς και τις μισθωτές να πωλούν την εργασιακή τους ικανότητα και να παίρνουν μισθό, ώστε να αναπαράγουν αυτήν την ικανότητα. Αυτές οι δύο πλευρές αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα. Το κεφάλαιο, δηλαδή, δεν νοείται έξω από την κεφαλαιακή σχέση και έξω από την αέναη κίνησή του.
 
Η μαρξική έννοια του κεφαλαίου είναι επομένως ιστορική έννοια, επειδή το κεφάλαιο, η εμφάνιση, η ανάπτυξη, η κυριαρχία του προϋποθέτουν ιστορικές εξελίξεις (την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας, την ανάγκη του συνδυασμού των εργασιών, την τεχνολογία, την ανάπτυξη του αστικού κράτους με το νομικό και πολιτικό του πλέγμα), που είναι αντικείμενα ιστορικής έρευνας· είναι κοινωνιολογική έννοια, επειδή η εμφάνιση και η ύπαρξή του επιφέρει και αναπαράγει μια συγκεκριμένη διχοτόμηση (και κατάτμηση) της κοινωνίας, διαφορετική από άλλες διχοτομήσεις και κατατμήσεις, που τις ερευνά η κοινωνιολογία· είναι πολιτική έννοια, επειδή η κεφαλαιακή σχέση είναι σχέση εξουσίας εντός και εκτός της σφαίρας της παραγωγής: η κυριαρχία του στην παραγωγή και την κατανομή του πλούτου επικαθορίζουν την ασκούμενη πολιτική και επηρεάζουν την πολιτική δομή, αντικείμενα έρευνας της πολιτικής επιστήμης. Τέλος, είναι οικονομική έννοια, επειδή η κίνηση του κεφαλαίου στην αέναη επιδίωξη του κέρδους είναι και η κινητήρια δύναμη της οικονομίας, αλλά είναι επίσης επικυρίαρχη και άλλων μη καπιταλιστικών οικονομικών τομέων στους σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς. Κοντολογίς, η μαρξική έννοια του κεφαλαίου είναι επιστημονική έννοια, ενώ οι ανιστορικές έννοιες άλλων σχολών είναι προεπιστημονικές.
 
 
Ο πολλαπλασιασμός της έννοιας του κεφαλαίου στην οικονομία ως φετιχισμός
 
 
Δεν είναι εδώ ο χώρος να συγκριθεί λεπτομερώς η μαρξική έννοια του κεφαλαίου με την έννοια «κεφάλαιο» άλλων «ετερόδοξων» οικονομικών σχολών, οι οποίες εν μέρει ακολουθούν το νεοκλασικό πρότυπο, προκειμένου να αποφύγουν την ταύτιση με τον πυρήνα της μαρξικής σκέψης, δηλαδή τη θεωρία της υπεραξίας και της εκμετάλλευσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, πέφτουν στην παγίδα της ανιστορικότητας και δεν μπορούν να εννοήσουν τον κλάδο της οικονομίας ως μέρος της επιστήμης της αστικής κοινωνίας, η οποία δίχως αντίληψη της ιστορικότητας των κοινωνικών δομών και φαινομένων είναι προεπιστημονική και ανούσια.
 
Πολλές και πολλοί οικονομολόγοι με απολύτως κριτική στάση απέναντι στη νεοκλασική ορθοδοξία χρησιμοποιούν ευρύτερες έννοιες του κεφαλαίου –όπως «φυσικό κεφάλαιο»– προκειμένου να συμπεριλάβουν στην οικονομική θεώρηση και άλλες πτυχές της κοινωνικής ζωής, εκτός από τις λεγόμενες «καθαρά οικονομικές» που περιορίζονται στους εθνικούς λογαριασμούς και στον υπολογισμό του ΑΕΠ. Αυτός ο περιορισμός έχει ως αποτέλεσμα επιπτώσεις της καπιταλιστικής παραγωγής, όπως ζημιές στο φυσικό περιβάλλον, την υγεία, τον πολιτισμό, τη μόρφωση να παρακάμπτονται (βλ. σχετικά Η ελληνική οικονομία μέσα από την παρουσίαση εναλλακτικών δεικτών αποτίμησης της κοινωνικο-οικονομικής ευημερίας. Μια προσέγγιση πέρα από το ΑΕΠ, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς 2023). Η έννοια, τώρα, «φυσικό κεφάλαιο» συνδέεται, στην καλύτερη περίπτωση, πιθανώς εν αγνοία των εμπνευστών της, με την κριτική του Μαρξ στην άποψη ότι ο πλούτος προέρχεται από την εργασία. Η άποψη αυτή είναι λάθος, λέει ο Μαρξ στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, επειδή συγχέει τον πλούτο με τις «αξίες ανταλλαγής», δηλαδή τα εμπορεύματα που όντως παράγονται από την εργασία, ενώ πλούτος είναι οι «αξίες χρήσης» κι αυτές πηγάζουν από την εργασία και τη φύση, δηλαδή από μια αδιάσπαστη ενότητα κοινωνίας και φύσης –την οποία συσκοτίζει ο καπιταλισμός, επειδή θεωρεί (και μεταχειρίζεται) τη φύση ως ιδιοκτησία, όπως ακριβώς γίνεται και με την έννοια «φυσικό κεφάλαιο»· γι’ αυτόν τον λόγο η, πιθανότατα ασύνειδη, σύνδεση με την κριτική του Μαρξ που προαναφέρθηκε είναι εσφαλμένη.
 
Εάν η έννοια «κεφάλαιο» αποσυνδεθεί από την παραγωγή καπιταλιστικών εμπορευμάτων και την καπιταλιστική εκμετάλλευση και μετατραπεί σε πηγή του πλούτου των κοινωνιών εν γένει, τότε μεταφερόμαστε στην προεπιστημονική εποχή του οικονομικού κλάδου και ο φετιχισμός θριαμβεύει. Στην αρχή του Κεφαλαίου ο Μαρξ επιλέγει μια έκφραση που κάνει σαφές αυτό ακριβώς: «Ο πλούτος των κοινωνιών, στις οποίες επικρατεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν τεράστια συγκέντρωση εμπορευμάτων…». Δηλαδή δεν είναι, εμφανίζεται σαν να ήταν.
 
Η έννοια «ανθρώπινο κεφάλαιο» με τη σειρά της σημαίνει είτε τη συνολική εργασιακή ικανότητα ως «ανθρώπινο κεφάλαιο» μιας κοινωνίας είτε ως «προσωπική ιδιοκτησία» ενός ανθρώπου, από την οποία προέρχεται το εισόδημά του. Όμως, το εισόδημα του εργαζόμενου ανθρώπου προέρχεται είτε από την εργασία του και την πώληση των προϊόντων της, εάν πρόκειται για αυτοαπασχολούμενο, ο οποίος διαθέτει δικά του μέσα παραγωγής (ακόμα και στα «ελευθέρια επαγγέλματα», π.χ. των δικηγόρων, των γιατρών ή των λογιστών, χρειάζονται μέσα παραγωγής) είτε, εάν πρόκειται για μισθωτό ακτήμονα, από το κεφάλαιο του καπιταλιστή, ο οποίος με αυτό αγοράζει την εργασιακή ικανότητα και τη δαπανά –χωρίς αυτήν τη σύνδεση η εργασιακή ικανότητα του ακτήμονα αδρανεί. Ενδελεχή κριτική αυτής της έννοιας του «ανθρώπινου κεφαλαίου» ασκεί ο Κύρκος Δοξιάδης στο Νεοφιλελευθερισμός και νεοτερική εξουσία. Καπιταλισμός, Βιοπολιτική, Ακροδεξιά (Νήσος, 2021, σ. 129 κ.ε.). Στη Διοίκηση Επιχειρήσεων η έννοια «ανθρώπινο κεφάλαιο της επιχείρησης» χρησιμοποιείται συχνά ως μετρήσιμο μέγεθος με μέτρο το χρήμα, σαν οι μισθωτοί μιας επιχείρησης να είναι ιδιοκτησία της (οπότε η σύλληψη της μισθωτής εργασίας ως «μισθωτής σκλαβιάς» βρίσκει το δίκιο της και από την αστική επιστήμη).
 
Η επιδίωξη μιας συμπεριληπτικής θεώρησης της οικονομίας πέρα από τον στενό ορίζοντα της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας και η ένταξη του επιστημονικού κλάδου της οικονομίας στην επιστήμη της κοινωνίας περιλαμβάνει την αποκάλυψη του φετιχιστικού χαρακτήρα των καπιταλιστικών κατηγοριών –του κεφαλαίου, του μισθού, της τιμής του εμπορεύματος, του κέρδους. Οι διαφορετικές πλευρές των κοινωνικών σχέσεων (που βέβαια δεν περιορίζονται στην κεφαλαιακή σχέση και στις σχέσεις ανταλλαγής στην καπιταλιστική αγορά) είναι αντικείμενα άλλων κλάδων της επιστήμης της κοινωνίας· δίχως τα αποτελέσματα της έρευνας αυτών των άλλων κλάδων, τα συμπεράσματα του οικονομικού κλάδου δεν μπορούν να εξηγήσουν απολύτως τίποτα –όπως και αντίστροφα.
 
 
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
 
 
 
Σημειώσεις:
 
1. ΣτΕ: Η Τζόαν Ρόμπινσον (1903-1983) υπήρξε μια εμβληματική βρετανίδα οικονομολόγος του 20ου αιώνα, με πρωταγωνιστικό ρόλο στην μετακεϋνσιανή οικονομική θεωρία.
 
2. ΣτΕ: Η φράση σε εισαγωγικά είναι του Θόδωρου Παρασκευόπουλου.
 
3. ΣτΕ: Ο Τζέιμς Σάμιουελ Κόλμαν (1926 –1995) ήταν αμερικανός κοινωνιολόγος, ένας από τους πρώτους θεωρητικούς που χρησιμοποίησε την έννοια του «κοινωνικού κεφαλαίου».
 
4. ΣτΕ: Ο Ρόμπερτ Ντέιβιντ Πάτμαν (1941-…) είναι αμερικανός πολιτικός επιστήμονας ο οποίος, στη μελέτη του για την αμερικανική κοινωνία από τη δεκαετία του 1960 ως και τη δεκαετία του 1990, χρησιμοποίησε επίσης την έννοια του «κοινωνικού κεφαλαίου».

Θόδωρος Παρασκευόπουλος