Συνεντεύξεις

Μιχάλης Νικολακάκης: «Διαθέτουμε ήδη τα εργαλεία άμβλυνσης των επιπτώσεων του τουρισμού, αλλά δεν τα εφαρμόζουμε»

Την ίδια ώρα που κάποιοι πανηγυρίζουν ήδη για μια επικείμενη αύξηση του τουρισμού στη χώρα, 1 στους 2 Έλληνες δεν θα καταφέρει να πάει κάπου διακοπές φέτος, ενώ από τις 850.000 αιτήσεις για τον Κοινωνικό Τουρισμό, μόνο 300.000 έλαβαν επιταγή, χωρίς να είναι σίγουρο ότι θα μπορέσουν να την εξαργυρώσουν, αφού τα καταλύματα που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, δεν είναι υποχρεωμένα να κρατούν διαθέσιμες κλίνες για τους δικαιούχους. Παράλληλα, δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί στενάζουν από τις συνέπειες του υπερτουρισμού στις υποδομές και την καθημερινότητα του τόπου. Η «Εποχή» μιλά με τον Μιχάλη Νικολακάκη, διδάσκοντα Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και μελετητή του ζητήματος, για όλες τις στρεβλώσεις, αλλά και τις δυνατότητες της τουριστικής πολιτικής στη χώρα.
 
Παρότι το πρώτο τρίμηνο του 2023 σημειώθηκε αύξηση των τουριστικών αφίξεων, αυτό το διάστημα καταγράφεται εν μέρει μία μείωση στις κρατήσεις κλινών για τους καλοκαιρινούς μήνες. Πώς αναμένεται να τα πάει ο τουρισμός φέτος, αλλάζει κάτι;
 
Οι αυξομειώσεις που σημειώνονται σε σχέση με τη γενικότερη πολιτική προσδοκία για μεγαλύτερη άνοδο του τουρισμού από το 2019, νομίζω είναι συγκυριακές. Δεν πρέπει, δηλαδή, να τις θεωρούμε έκφανση των υπαρκτών διαρθρωτικών προβλημάτων του ελληνικού τουρισμού. Οι θετικές προσδοκίες είχαν καλλιεργηθεί από δύο παράγοντες. Πρώτον, τις αυξημένες θέσεις σε πτήσεις προς την χώρα μας για την τρέχουσα καλοκαιρινή σεζόν. Και δεύτερον, στις αυξημένες προκρατήσεις που σημειώνονταν εξαιτίας των εκπτώσεων που παρείχε μερίδα των ξενοδόχων της χώρας. Όμως, διαχρονικά, ένα μεγάλο κομμάτι της τουριστικής κίνησης γίνεται με κρατήσεις της τελευταίας στιγμής. Αυτό το σκέλος, προς το παρόν, δεν έχει πάει καλά, δεν νομίζω όμως πως είναι σημάδι κάποιας επερχόμενης κρίσης στο τουριστικό κύκλωμα της χώρας, πλην των πιέσεων που δέχεται η ελληνική οικονομία εξαιτίας του πληθωρισμού.
 
 
Σημαντικό ζήτημα, όμως, είναι και σε ποιους απευθύνεται ο τουρισμός. Σε πρόσφατη έρευνα του ΙΕΛΚΑ καταγράφεται ότι το 52% των Ελλήνων δεν θα πάει διακοπές. Πέραν της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος της ελληνικής κοινωνίας, μπορεί αυτό να οφείλεται και στο ότι το τουριστικό προϊόν στοχεύει πια σε πιο υψηλά οικονομικά στρώματα;
 
Ο μειωμένος αριθμός κρατήσεων αυτής της εποχής μπορεί να αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο, αλλά αυτό που όντως προβληματίζει για το τουριστικό προϊόν της χώρας είναι ο πληθωρισμός, που είτε προκαλεί συμπίεση των κερδών, είτε αύξηση του κόστους του συνολικού προϊόντος και εν τέλει το κάνει λιγότερο ανταγωνιστικό στις διεθνείς αγορές. Παρεπόμενο αυτής της αύξησης είναι και το ότι ανεβαίνει το συνολικό κόστος ενός ταξιδιού για κάποιον/α. Σε συνδυασμό με την πληθωριστική κρίση που ούτως ή άλλως έχει χτυπήσει τα ελληνικά νοικοκυριά, είναι επόμενο ότι μεγάλο τμήμα τους δεν θα μπορούν να κάνουν διακοπές. Αυτό, όμως, δεν έχει να κάνει με το τουριστικό προϊόν αυτό καθαυτό, είναι συνέπεια της κρίσης και της εν γένει καθαρής μείωσης των εισοδημάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ο τουρισμός εξάλλου αποτέλεσε κεντρικό τμήμα της ελληνικής οικονομίας μόνο άπαξ και εφόσον δημιουργήθηκε μια υποδομή με απεύθυνση στα μεσαία και κατώτερα στρώματα από τις χώρες της Δύσης.
 
 
Παράλληλα, όμως, έχει υπάρξει αρθρογραφία το τελευταίο διάστημα που υποστηρίζει πως για να έχουμε ρεκόρ εισπράξεων από τον τουρισμό, θα πρέπει αυτός να γίνει ένα ακριβό σπορ για λίγους. Δεν μπορεί να υπάρξει ένα κοινωνικά δικαιότερο μοντέλο τουρισμού, που να αποδίδει και οικονομικά;
 
Πρώτον, αν το δούμε δημογραφικά, δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή στρατηγική που να απευθύνεται σε λίγους πλούσιους. Υπάρχει στρατηγική που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των τελικών εσόδων από τον τουρισμό, που σχετίζεται με την εμβάθυνση της θεματικής εξειδίκευσης. Αυτή μπορεί να οδηγήσει σε επανάληψη επισκέψεων, ενώ ταυτόχρονα ενσωματώνει και άλλες υπηρεσίες πέραν των αμιγώς τουριστικών και άρα να έχει καλύτερα οφέλη για την οικονομία εν γένει. Η ιδέα ότι μια χώρα ολόκληρη, και όχι απλά ένα ξενοδοχείο, μπορεί να στραφεί στον τουρισμό μόνο στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα είναι μια ψευδαίσθηση. Δεύτερον, το ίδιο το φαινόμενο που μπορούμε να ονομάσουμε «τα μπάνια του λαού», στην Ελλάδα είναι ένα κομμάτι της αγοράς τουριστικών υπηρεσιών, που επί της ουσίας ξεκινά από την εποχή της αστικοποίησης τη δεκαετία του ‘60 και αφορά τη μετακίνηση των ανθρώπων είτε στα πατρογονικά τους εδάφη, στο χωριό, είτε στους αναδυόμενους τουριστικούς προορισμούς της χώρας, το οποίο σχετίζεται και με την ταυτόχρονη αύξηση των εισοδημάτων τους. Η ίδια η κρίση του μοντέλου ανάπτυξης, η κρίση των μεσαίων στρωμάτων και το άνοιγμα των κοινωνικών ανισοτήτων στην Ελλάδα από τη δεκαετία της κρίσης και μετά, καθιστά αυτή τη μετακίνηση και την αγορά τουριστικών υπηρεσιών το πρώτο θύμα της. Η υπέρβαση αυτού του προβλήματος, λοιπόν, σχετίζεται άμεσα με την τις ασκούμενες πολιτικές για την συρρίκνωση των κοινωνικών ανισοτήτων στη χώρα. Προφανώς, όμως στην παραπάνω κατεύθυνση μπορεί κάποιος να φανταστεί και άλλου τύπου και πιο διευρυμένες μορφές κοινωνικού τουρισμού και επιδότησής του, που είναι μια συζήτηση που δεν έχει αναπτυχθεί πολύ στη χώρα μετά τη δεκαετία του ‘80.
 
 
Τα προγράμματα που υπάρχουν τώρα του Κοινωνικού Τουρισμού και του Τουρισμού για Όλους, βοηθάνε καθόλου σ’ αυτό, ή πρόκειται για σταγόνα στον ωκεανό;
 
Νομίζω πως είναι πολύ μικρά προγράμματα, που σίγουρα βοηθάνε αυτούς που τα λαμβάνουν, αλλά αυτοί είναι πολύ λίγοι. Αν το δούμε δημογραφικά, στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 διευρυμένα κοινωνικά στρώματα εντάσσουν τη μετακίνηση για αναψυχή στα βασικά έξοδα του νοικοκυριού και αντιστοίχως σήμερα μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία αποκλείεται από ανάλογες υπηρεσίες, που έχει όμως πάψει εδώ και χρόνια να θεωρούνται πολυτέλεια. Υπό αυτή την έννοια, τα προγράμματα αυτά έχουν μάλλον μικρή συνεισφορά, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω ούτε τη σημασία, ούτε και την ποιότητά τους.
 
 
Σε έρευνα της Διανέοσις καταγράφεται ότι δεν παρατηρείται μεγάλη σύνδεση των τουριστικών υπηρεσιών με την τοπική παραγωγή και αγροδιατροφή, γιατί συμβαίνει αυτό και πόσο σημαντικό είναι για τις τοπικές οικονομίες να αλλάξει αυτό;
 
Αυτός θα ήταν ένας στόχος πολύ σημαντικότερος από το όραμα των ολοένα και περισσότερων αφίξεων και της αέναης επέκτασης των τουριστικών κλινών. Αυτό θα έπρεπε να είναι ένα από τα επίκεντρα της ασκούμενης τουριστικής πολιτικής. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα, γιατί είναι δύσκολο να κατασκευάσεις εργαλεία επιδότησης της εγχώριας παραγωγής μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Για τον λόγο αυτό χρειαζόμαστε να εφεύρουμε μορφές θεματοποίησης της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής, έτσι ώστε οι καταναλωτές, εν γνώσει τους, να στρέφονται σε μορφές βιώσιμου τουρισμού, τμήμα του οποίου να είναι και τα τοπικά προϊόντα, τα προϊόντα με μικρότερο ανθρακικό αποτύπωμα, τα προϊόντα που έχουν παραχθεί μέσα σε ένα περιβάλλον δίκαιων σχέσεων εργασία κτλ.
 
 
Ο τουρισμός στην Ελλάδα κατέχει ένα μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ. Τι σημαίνει για την οικονομία μιας χώρας το να βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην προσφορά υπηρεσιών σε επισκέπτες; Κατά πόσο είναι βιώσιμο να θεωρείται «βαριά βιομηχανία» ο τουρισμός;
 
Εμένα δεν μ’ αρέσει η άποψη που αντιλαμβάνεται τον τουρισμό ως την «βαριά βιομηχανία» της χώρας, αν και επειδή πολλοί άνθρωποι βιοπορίζονται από αυτόν, η κριτική προς τη θέση και τον ρόλο του στην ελληνική οικονομία είναι θέμα ταμπού. Αντί, όμως, να σκεφτόμαστε τον τουρισμό πολιτικά σαν κάτι αρνητικό, έχει περισσότερο νόημα να δούμε πώς αυτή η τεράστια δεξαμενή κατανάλωσης στην εγχώρια οικονομία μπορεί να αποτελέσει το υποκατάστατο των εξαγωγών για πλήθος άλλων εμπορεύσιμων κλάδων. Και ταυτόχρονα, εν μέσω μιας τεράστιας διεθνούς συζήτησης για τη στροφή στην κατεύθυνση των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, μπορούμε να δούμε τον τουρισμό στην χώρα μας ως την ατμομηχανή που θα μπορέσει να σύρει και πολλούς άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας προς ένα πιο πράσινο και βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.
 
Από την άλλη, όμως, παρατηρούνται και αρνητικές επιπτώσεις του υπερτουρισμού σε κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Μήπως θα έπρεπε να υπάρξει και μια συζήτηση για κάποιο φρένο ή για μια άλλη κατεύθυνσή του;
 
Η ανάπτυξη τουριστικών υποδομών και υποδομών φιλοξενίας σε μια περιοχή είναι δεδομένο ότι εξαντλεί και τους φυσικούς πόρους και κυρίως τη δυνατότητα των υποδομών και των δικτύων κοινής ωφέλειας να καλύψουν συγκεκριμένες ανάγκες. Άρα είναι προφανές ότι αυτές οι δύο πλευρές, τουριστική ζήτηση και υποδομές των δικτύων κοινής ωφέλειας, θα πρέπει να είναι εναρμονισμένες. Εδώ να πω πως το μεγαλύτερο έλλειμμα και το μεγαλύτερο πρόβλημα στη μελλοντική ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος είναι η τεράστια απόσταση των υποδομών κοινής ωφέλειας με τις αντίστοιχες υποδομές φιλοξενίας. Η 15ετής κρίση στη χώρα μας έχει δημιουργήσει ένα πολύ μεγάλο επενδυτικό κενό, από τις αποχετεύσεις, μέχρι τα δίκτυα ύδρευσης, τα συστήματα αποκομιδής των απορριμμάτων, τις μεταφορές κτλ. Υπάρχει λοιπόν ένα πολύ μεγάλο χάσμα, που αποτυπώνεται στις μετρήσεις που γίνονται για την τουριστική αγορά από τους επισκέπτες στη χώρα μας, χώρια από το γεγονός ότι συγκεκριμένοι τουριστικοί προορισμοί «καταρρέουν» κατά καιρούς από αυτά τα προβλήματα. Είναι δεδομένο ότι το πρώτο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, είναι η εναρμόνιση του ρυθμού επέκτασης του τουριστικού προϊόντος με τις υποδομές. Το δεύτερο ζήτημα, όμως, είναι ότι κατά καιρούς στη χώρα μας έχουν υπάρξει διαφορετικά εργαλεία άσκησης πολιτικής για να καθορίζουν τα όρια της επέκτασης του τουρισμού. Τη δεκαετία του ‘80 υπήρχαν πειραματισμοί με τη φέρουσα ικανότητα ενός τόπου. Σήμερα η διεθνής τάση είναι αυτά να ορίζονται μέσα από εργαλεία χωροταξίας. Ενδεικτικό του προβλήματος ότι αυτό το έρμο το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό, ενώ αποτελεί ένα μεγάλο κενό που διαταράσσει την ομαλή ανάπτυξη των υποδομών φιλοξενίας, και το οποίο είχε προκηρυχθεί από προηγούμενη κυβέρνηση, η παρούσα κυβέρνηση κατάφερε μέσα σε τέσσερα χρόνια να μην το ολοκληρώσει. Έδειξε, μάλιστα, θα έλεγα μεγάλη δημιουργικότητα προκειμένου να μην το ολοκληρώσει, έτσι ώστε μαζί με τις υπόλοιπες χωροταξικές ρυθμίσεις που εισήγαγε, να δημιουργηθεί αυτή η έκρηξη στην έκδοση πολεοδομικών αδειών στα ήδη υπερφορτωμένα ελληνικά νησιά. Άρα σίγουρα το να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία που έχει ήδη η χώρα και επιβάλλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία, θα ήταν μια πολύ σοβαρή κίνηση για να βάλουμε όρια σε αυτό το ζήτημα. Το ίδιο ισχύει και για τη βραχυχρόνια μίσθωση, για την οποία υπάρχει ήδη νομοθεσία που επιτρέπει τον περιορισμό της, η οποία όμως δεν χρησιμοποιείται. Υπάρχει η νομοθεσία που θέτει όρια για τη βραχυχρόνια μίσθωση και δίνει τη δυνατότητα στην πολιτεία υπό συνθήκες να ορίσει ποιες περιοχές έχουν επιβαρυνθεί από αυτή, ιδιαίτερα ως προς την αύξηση του κόστους διαβίωσης αλλά και ως προς τον μετασχηματισμό των χρήσεων γης σε συγκεκριμένες περιοχές κτλ, και στη βάση αυτών να θέσει όρια. Αυτό θα μπορούσε να γίνει σήμερα δηλαδή. Δεν υπάρχει λόγος να βάλεις όρια σε ένα χωριό που δεν έχει επηρεαστεί καθόλου η ζωή από τη βραχυχρόνια μίσθωση, αλλά υπάρχουν κάποια μεγάλα αστικά κέντρα που το κόστος ζωής έχει ξεφύγει εξαιτίας της και αυτό πρέπει και μπορεί άμεσα να σταματήσει. Δεν έχει νόημα να συζητάμε μόνο τις αρνητικές επιπτώσεις του τουρισμού, αναμφίβολα πολλές και υπαρκτές, όταν διαθέτουμε ήδη εργαλεία για την άμβλυνση τους τα οποία δεν εφαρμόζονται συνειδητά. Ας τα χρησιμοποιήσουμε πρώτα και να δούμε αν χρειάζονται να προβούμε και σε άλλες, πιο δραστικές, επιλογές.
 
Τζέλα Αλιπράντη