Συνεντεύξεις

Γιώργος Πλειός: Aυτός που κάνει κίτρινη δημοσιογραφία λέει φωναχτά αυτά που άλλοι σιγοψιθυρίζουν στα καφενεία

– Η τάση αυτή εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια ή υπήρχε από πάντα;

Είναι αλήθεια ότι στην αναζήτηση του Google search εμφανίζονται πρώτα τα πιο πολυδιαβασμένα (τα “best sellers”) του διαδικτύου. Επίσης είναι αλήθεια ότι συκοφαντικά δημοσιεύματα, σκανδαλοθηρικά άρθρα, κείμενα διανθισμένα με άρωμα εγκληματικότητας, οικονομικής ατασθαλίας, ηθικού παραπτώματος ή σημαντικής καιρικής ανωμαλίας βρίσκονται μεταξύ αυτών των best sellers”. Αλλά ας πάμε μερικές δεκαετίες πριν και σε άλλα μέσα. Κάτι ανάλογο συνέβαινε στις αρχές της δεκαετίας ’70 στην Ελλάδα σε συνθήκες μαζικής κυκλοφορίας απολογητικών της χούντας εντύπων, πολιτικής νηνεμίας και απάθειας, αλλά και γλεντζέδικης ατομικιστικής ζωής των περισσότερων.

Στην Αμερική παρόμοια φαινόμενα εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, στη λεγόμενη «νέα δημοσιογραφία» σε μια εποχή μαζικοποίησης των εφημερίδων, αλλά και στον λαϊκότροπο κινηματογράφο της δεκαετίας ’30 που παρουσίαζε παρόμοια συμπτώματα και η οποία ανέδειξε μια κορυφή του σκανδαλοθηρικού Τύπου, την Louella Parsons. Να μην ξεχάσουμε βέβαια και την ελληνική βιντεοταινία του δεύτερου μισού των ’80.

Συνεπώς η εν λόγω τάση δεν είναι καθόλου πρόσφατο το φαινόμενο. Ωστόσο στα νέα μέσα, ιδίως το διαδίκτυο, λόγω της ανάγκης τους για τεράστιους όγκους πληροφόρησης, επιπλέον ακριβούς όσο ποτέ, αλλά και σειράς κοινωνικών συνθηκών, όπως η ατομικά απομονωμένη χρήση του μέσου, η χοντροκομμένη αισθητική, η ωφελιμιστική λογική του, η αναγκαστική κρίση σε συνθήκες πολιτιστικής στέρησης και κοινωνικο-πολιτικής απάθειας και κυνισμού, το φαινόμενο έχει πράγματι εκλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις τόσο στο περιεχόμενο του διαδικτύου όσο και στις ζωές μας.

– Γιατί ο κόσμος επιλέγει τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα;

Εξ όσων προανέφερα γίνεται κατανοητό ότι τον κίτρινο, σκανδαλοθηρικό Τύπο θα πρέπει να τον βλέπουμε όχι μόνο ως αποτέλεσμα της συγκυρίας ή ατομικών ευθυνών και προτιμήσεων των δημοσιογράφων, των εκδοτών και του κοινού, αλλά αντίθετα, πρωτίστως ως προϊόν των κοινωνικών συνθηκών.

Η πολιτική και κοινωνική απάθεια, ο ατομικιστικός προσανατολισμός του βίου των ανθρώπων, στο έδαφος μιας ηδο-νιστικής προ-οπτικής, που εύκολα μπορεί να γίνει ηδονο-βλεπτική , σε συνθήκες κρίσης και αποσάρθρωσης του κοινωνικού ιστού, σε συνθήκες αβεβαιότητας για την ατομική και συλλογική μας υπόσταση και πορεία, αποτελούν παράγοντες που διευκολύνουν την άνθιση αυτού του Τύπου. Και επειδή στην ιστορία και στον πολιτισμό δεν υπάρχουν χάσματα, δυστυχώς, η επικράτηση αυτών των προϊόντων και των προτύπων τους, συνεχίζουν να στοιχειώνουν για πολύ καιρό μετά τις κοινωνίες που τα γέννησαν.

Η κυριαρχία και η διείσδυση της «κουλτούρας της παραλιακής», στη διασκέδαση, στην ενημέρωση, στην πολιτική, στην καθημερινή αγένεια, σχεδόν δυο δεκαετίες μετά τις συνθήκες που την γέννησαν είναι αψευδής μάρτυς. Γι’ αυτό η πολιτιστική και κοινωνική πατροκτονία, κάποιες φορές, είναι απαραίτητη προκειμένου να πάμε μπροστά.

– Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του κίτρινου δημοσιεύματος;

Είναι αρκετά αλλά ο άξονάς τους είναι η δραματοποιημένη υπερβολή της κοινοτοπίας. Επικέντρωση στα ζητήματα της καθημερινότητας και στην όψη τους που αφορά το άτομο (π.χ. εγκλήματα τιμής και ειδεχθή εγκλήματα, ληστείες, ερωτικές απιστίες επωνύμων, ερωτικά σκάνδαλα πολιτικών, θρησκευτικών κ.ά. προσώπων κ.λπ.), προσέγγιση υπό την οπτική των πιο στερεοτυπικών και κυρίαρχων αντιλήψεων (λ.χ. βιολογικός και πολιτιστικός ρατσισμός, εθνικισμός, μιλιταρισμός, πατριαρχικά στερεότυπα, κ.ά.) δραματοποίηση και υπερβολή, κλειδαρότρυπα, blame game κ.λπ., εμμονή στην ατομική ευθύνη έναντι της δομικής αιτιότητα, αλλά κυρίως συνδυασμός των περισσότερων ή όλων αυτών χαρακτηρίζει την κίτρινη δημοσιογραφία.

Αυτός που θέλει να κάνει κίτρινη δημοσιογραφία δεν έχει παρά να λέει φωναχτά, να κράζει τις προκαταλήψεις που άλλοι σιγοψιθυρίζουν στα καφενεία, στα σαλόνια ή στις «γειτονιές»

– Ποιες είναι οι επιδιώξεις του κίτρινου δημοσιεύματος, ποιοι βρίσκονται πίσω από αυτά; Τι επιδιώκουν να πετύχουν;

Δυστυχώς ή ευτυχώς η απάντηση είναι απλή. Κέρδος και μόνο κέρδος. Το κέρδος αυτό μπορεί να είναι οικονομικό, δηλαδή χρήματα που κερδίζει ο ιδιοκτήτης και άλλα στελέχη του μέσου από την αύξηση των πωλήσεων του μέσο, λ.χ. όταν ως αποτέλεσμα του κιτρινισμού πωλούνται περισσότερα φύλλα ή αποσπάται μεγαλύτερη διαφημιστική δαπάνη κοκ. Το κέρδος μπορεί να είναι επίσης και πολιτικό, δηλαδή η επιτυχία κάποιων να επιβάλλουν ορισμένες πολιτικές.

Όπως λ.χ. όταν αυξάνεται η εγκληματικότητα στη δημοσιότητα προκειμένου να δημιουργηθεί αίσθημα ανασφάλειας και εντέλει να πωληθούν ευκολότερα ορισμένες υπηρεσίες προστασίας ή ιδιωτικής αστυνόμευσης, ή όταν αυξάνεται η ένταση στις διακρατικές σχέσεις προκειμένου να δικαιολογηθεί ευκολότερα η κούρσα των εξοπλισμών, ή το character assassination προσώπων που ανήκουν στο αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο και θεωρούνται επικίνδυνα. Επίσης το κέρδος μπορεί να είναι και πολιτιστικό.

Μπορεί να είναι η διάθεση ορισμένων να διατηρηθούν ή να προκληθούν ορισμένες αξίες, ή προσήλωση σε αυτές, καθώς και κανόνες συμπεριφοράς στο όνομα πολιτικών (λ.χ. ρατσιστικών και εθνικιστικών), θρησκευτικών (λ.χ. φονταμενταλιστικών), καλλιτεχνικών κ.ά. πεποιθήσεων. Σε κάθε περίπτωση ο στόχος είναι η άντληση επιπλέον κέρδους από τα συνήθη θύματα άντλησης κέρδους και η διαιώνιση των σχέσεων κυριαρχίας.

– Ποια είναι τα αποτελέσματα σε δημοσιογραφικό και κοινωνικό επίπεδο με τη κυριαρχία της κίτρινης δημοσιογραφίας;

Σε δημοσιογραφικό επίπεδο σημαντικά αποτελέσματα είναι η μικρότερη ή μεγαλύτερη πτώση και υποβάθμιση της ποιότητας το δημοσιογραφικού έργου, η εγκαθίδρυση και διαιώνιση ισχυρών σχέσεων κυριαρχίας μεταξύ ιδιοκτητών/εκδοτών και δημοσιογράφων, η επίταση της ανελευθερίας του δημοσιογράφου, η απαξίωση του ρόλου του δημοσιογράφου και του ρόλου του στη δημοκρατική κοινωνία κ.ά.

Σε κοινωνικό επίπεδο σημαντικές συνέπειες είναι η «δηλητηρίαση» του κοινωνικο-ψυχολογικού κλίματος, η ανάδυση μιας κουλτούρας της κλειδαρότρυπας και η εγκαθίδρυση ενός φόβου του διασυρμού, η απλούστευση και ο εκχυδαϊσμός της γλώσσας και των συμπεριφορών, η αντιστροφή των σχέσεων μεταξύ σημαντικού και ασήμαντου κοινωνικού γεγονότος, η διαστροφή και εν τέλει υποβάθμιση της δημοκρατίας, η έμπρακτη αμφισβήτηση ορισμένων ατομικών, πολιτικών ή κοινωνικών δικαιωμάτων, η δυσφήμιση και υποβάθμιση του πολιτιστικού έργου και του πολιτιστικού πειραματισμού κ.λπ. ακόμα και η καλλιέργεια μιας φασίζουσας νοοτροπίας και συμπεριφοράς.

– Μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο από τις αρμόδιες αρχές και Ενώσεις; Μπορούν να μπουν όρια;

Ας μη γελιόμασε. Το φαινόμενο μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον οριακά, καθώς είναι οι δομικοί παράγοντες στο επικοινωνιακό πεδίο αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία που το συντηρούν. Η εμπειρία της Μ. Βρετανίας και άλλων χωρών είναι ενδεικτική προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό που ωστόσο μπορεί να γίνει, πέρα από την αλλαγή στους δομικούς κοινωνικούς παράγοντες (όπως είναι η εμπορευματοποίηση των ΜΜΕ λχ) που αποτελεί μια πιο ριζική απάντηση στο πρόβλημα, αλλά μακροπρόθεσμα, είναι τουλάχιστον τα ακόλουθα.

Πρώτον αν ενισχύσουμε την ελευθερία των δημοσιογράφων και αν περιορίσουμε αυθαιρεσία των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, με τη δημιουργία συλλογικών δημοσιογραφικών σωμάτων, προορισμένα όχι να ρυθμίζουν τα ασφαλιστικά, εργασιακά κ.λπ. δικαιώματά τους, κάτι που το κάνουν οι υπάρχουσες ενώσεις, αλλά με αποστολή να προστατεύουν τους δημοσιογράφους κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους από την αυθαιρεσία του εργοδότη η οποία συνήθως, αλλά όχι μόνο, έχει επιχειρηματικά κίνητρα που απορρέουν από τον εμπορικό προσανατολισμό του μέσου και τον ανταγωνισμό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό έχει γεννήσει και φωνές, μάλιστα αρκετά σοβαρές, που μιλούν για την ανάγκη ρύθμισης στον Τύπο, κατά το πρότυπο της ραδιοτηλεόρασης, χωρίς κάτι τέτοιο να θίγει την ελευθεροτυπία και το πλουραλισμό. Στο βαθμό που αυτό συμβεί μπορεί να θεωρηθεί ένα αυτοτελές, δεύτερο μέτρο καταπολέμησης του κιτρινισμού. Τρίτον, αντί του προηγούμενου ή και σε συνδυασμό με αυτό, θα μπορούσε να προβλεφθεί ορισμένη χρηματοδότηση των ΜΜΕ, με την αυστηρή προϋπόθεση της τήρησης ορισμένων προτύπων ποιότητας του δημοσιογραφικού έργου, παράλληλα με τη διατήρηση σχετικά υψηλών ποσοστών πωλήσεων.

Τέταρτον με την αυστηρή εφαρμογή των μέτρων που ήδη προβλέπει το νομικό οπλοστάσιο τω δημοκρατικών κοινωνιών. Πέμπτο, με την αναβάθμιση του προσωπικού των μέσων. Ωστόσο όπως προείπα μια πιοα ριζική λύση βρίσκεται στην αλλαγή των δομικών κοινωνικών παραγόντων που γεννούν και συντηρούν το φαινόμενο.

– Η Google θα μπορούσε να κάνει κάτι;

Υπό την οπτική όσων προείπα, το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό και άρα η Google μόνο οριακά μπορεί να παρέμβει. Ωστόσο δεν θα πρέπει να επιθυμούμε μια τέτοια παρέμβαση ή γενικότερα να δίνουμε τη δυνατότητα επιβολής των δημοκρατικών κανόνων σε μια ιδιωτική εταιρεία και μάλιστα παγκόσμια. Το φάντασμα του 1984 καραδοκεί πάντα.

Παρόμοιες δυνατότητες όταν δοθούν στις εταιρείες αυτές θα γίνουν μονοπώλια και το ίντερνετ θα πάψει σταδιακά να είναι ένας χώρος ελεύθερης έκφρασης. Στα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα ταιριάζουν και είναι αποτελεσματικές κοινωνικές και πολιτικές λύσεις. Όχι τεχνικές.

Τη συνέντευξη πήρε ο Κώστας Παπαντωνίου

Πηγή: Η Αυγή