Αποφάσισα να την παρακολουθήσω εκ του σύνεγγυς. Μήπως και καταλάβω από πού αντλεί αυτήν την ενεργητικότητα και την άνεση στην επικοινωνία και μάλιστα με όλες τις ηλικίες των ψηφοφόρων. Κι ομολογώ ότι εξαντλήθηκα ήδη από την πρώτη ημέρα. Γιατί η Θεανώ Φωτίου ξεκινά από πολύ νωρίς.
Στις 8.30 το πρωί ήταν το ραντεβού για την επίσκεψη με τους συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ και τους συνυποψηφίους της στον εργασιακό χώρο όπου πρόσφατα ο εργοδότης είχε προειδοποιήσει το προσωπικό να ρίξει την ψήφο στη Ν.Δ. «για να υπάρχουν δουλειές και την επομένη των εκλογών», όπως τους απείλησε με αφορμή την προεκλογική παρουσία του Αδωνη Γεωργιάδη.
Ξεκινά από νωρίς και τελειώνει αργά, γιατί απλούστατα δεν απέφευγε ποτέ την επαφή με τον κόσμο. Και, αν δεν νιώσει ότι πείθει τον συνομιλητή της με επιχειρήματα, δεν εγκαταλείπει ποτέ τη μάχη του διαλόγου.
Ομως, από πού πηγάζει αυτή η ασίγαστη δίψα για την πολιτική δουλειά; Μήπως είναι η προσδοκία για την εξουσία; Mα, δεν ήταν από τους υπουργούς που καλοπέρασαν την περίοδο 2015-2019. Αντιθέτως, διαχειρίστηκε έναν από τους πιο κρίσιμους τομείς, αυτόν της κοινωνικής πολιτικής σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης. Για τα λεφτά; Μα, η Θεανώ ποτέ δεν έκρυψε ότι προέρχεται από εύπορη οικογένεια. Κι ως αρχιτεκτόνισσα είχε τις επαγγελματικές της επιτυχίες.
Κι από πού πηγάζει αυτή η δίψα για διάβασμα, ακόμη και εν μέσω καύσωνα, όταν είχα την ευκαιρία να δω η ίδια μέσα στον Αύγουστο το πώς προετοιμαζόταν για να χτίσει τους βασικούς άξονες του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για την κοινωνική στέγη. Και μη μου πείτε ότι αφού υπήρξε πανεπιστημιακός είναι φυσικό να αγαπά τη γνώση. Γνωρίζουμε πολλούς πανεπιστημιακούς να σπαταλάνε τον χρόνο τους σε κενές δημόσιες σχέσεις.
Δεν γνωρίζουμε εάν αυτό το πάθος είναι συνέπεια και της πολύχρονης επαφής που είχε με τα νιάτα στα αμφιθέατρα του Πολυτεχνείου. «Εγώ έγινα αριστερή από τους φοιτητές μου» μου είπε σε ανύποπτο χρόνο όταν την ρώτησα. Η Θεανώ -έτσι, με το μικρό την αποκαλούν ακόμη και οι εχθροί- δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση. «Εχω πάθος με την πολιτική» απαντά όταν τη ρωτάμε, μισο-αστεία μισο-σοβαρά, πώς κατορθώνει να είναι πάντα στις επάλξεις και μάλιστα με διάθεση. «Αυτό το πάθος με οδηγεί». Μόνο αυτό; «Και κάτι ακόμη: Eγκαταλείπω ό,τι βαριέμαι, ό,τι με κάνει να πλήττω».
Ομως σε αυτές τις εκλογές η Θεανώ Φωτίου έχει, όπως εξηγεί, έναν επιπλέον λόγο που την οδήγησε στην απόφαση να δεχτεί την πρόσκληση του κόμματός της και να ξαναείναι υποψήφια στον Νότιο Τομέα.
«Σε αυτές όμως τις εκλογές το επίδικο είναι η συντριβή του καθεστώτος Μητσοτάκη, που οδηγεί στη φτωχοποίηση και στην αύξηση των ανισοτήτων. Από αυτήν τη μάχη δεν μπορούσα να λείπω. Τα τέσσερα χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη παρακολουθούσα να πλαγιοκοπείται και να ακυρώνεται νομοθετικά η πεμπτουσία του έργου που είχαμε δημιουργήσει στον τομέα της κοινωνικής προστασίας και φροντίδας.
»Ταυτόχρονα, όμως, έβλεπα ότι οι επάλληλες υγειονομικές, δημοσιονομικές, κλιματολογικές, ενεργειακές κρίσεις απαιτούσαν ένα νέο κοινωνικό μοντέλο, μετατοπισμένο από την προστασία των ευάλωτων στην εγγύηση ασφάλειας για την κοινωνική πλειοψηφία, με καινοτομίες ειδικά σχεδιασμένες για την ελληνική πραγματικότητα. Δουλέψαμε με ενθουσιασμό πάνω σε αυτό το νέο κοινωνικό μοντέλο, που σήμερα περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και εξειδικεύεται στο κυβερνητικό του πρόγραμμα. Είναι ρεαλιστικό και ριζοσπαστικό. Ελπίζω γρήγορα να νομοθετηθεί και να συμβάλω σε αυτό».
● Διαθέτει η Θεανώ το κατάλληλο διαβατήριο για την εκ νέου είσοδό της στη Βουλή;
«Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και η συμβολή του χαρτοφυλακίου κοινωνικής αλληλεγγύης για να κρατηθεί η κοινωνία όρθια ήταν μια επίπονη και συστηματική προσπάθεια που, παρά τους μνημονιακούς περιορισμούς, απέδωσε αποτελέσματα, μείωσε τη φτώχεια, την παιδική φτώχεια και τις ανισότητες» απαντά.
Εκείνο όμως που θεωρεί ότι άλλαξε την κοινωνική πρόνοια στον τόπο μας είναι ο ψηφιακός της μετασχηματισμός, με τη δημιουργία του ψηφιακού φορέα απονομής όλων των προνοιακών επιδομάτων (ΟΠΕΚΑ) και των Κέντρων Κοινότητας, την ψηφιακή καρδιά των κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων. «Αυτά υπήρξαν πολύ πριν την “ψηφιακή επανάσταση” του κ. Πιερρακάκη, η οποία άλλωστε βασίστηκε κυρίως στην υποδομή που φτιάξαμε με τη δημόσια ΗΔΙΚΑ για τις ανάγκες του ψηφιακού μετασχηματισμού της κοινωνικής πρόνοιας.
»Οι καινοτομίες αυτές ανάγκασαν τους δανειστές να άρουν τις απαιτήσεις τους για δραστική περικοπή των επιδομάτων και συγχώνευσή τους σε κάποιο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που θα αφορούσε αποκλειστικά τους ακραία φτωχούς.
»Τέλος, με τον νόμο για την αναδοχή και την υιοθεσία (και αυτός με ψηφιακή εφαρμογή) επισπεύσαμε τις διαδικασίες, τις κάναμε διαφανείς, δημιουργήσαμε ένα αδιάβλητο πλαίσιο ώστε κάθε παιδί να μπορεί να βρει και κατάλληλη οικογένεια και να μην είναι η μοίρα του το Ιδρυμα. Πάντα συγκινούμαι με τους ανάδοχους ή θετούς γονείς που σε τυχαίες συναντήσεις μας εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους για τη δυνατότητα που τους έδωσε ο νόμος να προσφέρουν την αγκαλιά τους σε παιδιά που την είχαν ανάγκη»
Χριστίνα Κοψίνη