Να ελπίζεις ακόμη κι όταν η ελπίδα έχει χαθεί: επειδή το σώμα του ανθρώπου διαφέρει ουσιωδώς από ένα ζωικό οργανισμό, αφού εμπεριέχει τη διάνοια, κι επειδή η ουσία του ανθρώπου είναι κάτι πολύ παραπάνω από βιολογία, το «οργανικό στοιχείο, δηλαδή το επιστημονικά εξηγημένο σώμα» (Χάιντεγκερ), η τωρινή ανθρώπινη κατάσταση, που θέλει την κοινωνία άντρο ανταγωνισμού κι εκμετάλλευσης, είναι μοναχά μια στιγμή της ιστορίας.
Μπροστά στη μελαγχολία που δημιουργεί ο υπάρχων άνισος και άδικος κόσμος, η επίγνωση πως τούτος μπορεί να μεταβληθεί είναι δύναμη: η χεγκελιανή «δυστυχισμένη συνείδηση», μπροστά στο ενδεχόμενο να γίνει δούλος ή αφέντης του εαυτού της, οφείλει να πάρει θέση. Διότι η πάλη για έναν καινούργιο ουρανό και μια καινούργια γη δεν χρειάζεται παρά μια κοινωνική τάξη αφυπνισμένων η οποία και θα αποδώσει αντικειμενικό περιεχόμενο στην ουτοπία.
Απέναντι στο ενδεχόμενο της αριστερής μελαγχολίας, η επανάκτηση της δυνατότητας της ελπίδας, ότι δηλαδή μπορείς να μετασχηματίσεις το παρόν, να σώσεις τη ζωή σου και να σπρώξεις την ιστορία μπροστά, είναι το κομβικό σημείο, εκεί όπου αρχίζει και τελειώνει η συστημική πολεμική: η καλλιέργεια της πολιτικής φιλοσοφίας του τέλους της ιστορίας είναι εδώ και παντοκρατορεύει ακόμη. Εμπερικλείει τη λογική του «όλοι ίδιοι είναι», αποπειράται να καταργήσει τις πολιτικές διαφορές, να προκαλέσει διολισθήσεις στις ιδεολογίες.
Ο πόλεμος έχει ως εξής: η κυρίαρχη τάξη εξαπολύει κάθε λογής μηχανισμούς προκειμένου να καταστείλει την εξέγερση της ταξικής συνείδησης. Οι υποτελείς τάξεις, που υφίστανται τον δυναμισμό της κυριαρχίας, μοιάζουν ευεπίφορες στις στρεβλώσεις. Ο παραγόμενος πλούτος αφορά λίγες, περίκλειστες ομάδες, οι δε ανισότητες είναι, σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα, χαρακτηριστικό βιολογικού, άρα αναπόδραστου, χαρακτήρα.
Σε ολόκληρο τον κόσμο, ο καπιταλισμός αλωνίζει ανεμπόδιστος. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές κατακρεουργούν, όπου ακόμη υπάρχουν, τα κράτη πρόνοιας, ξεπουλούν τον δημόσιο πλούτο, χαρίζονται στους λομπίστες του κεφαλαίου, τους οποίους και εκπροσωπούν κατά βάση στα εθνικά κοινοβούλια.
Αλλά τούτοι δεν είναι οι πολλοί. Οι από κάτω, οι υποτελείς, αυτοί που δεν έχουν παρά την παραγωγική τους δύναμη να πουλήσουν, σήμερα, την πωλούν φθηνά και δίχως αντιρρήσεις. Η κατάπαυση των κοινωνικών συγκρούσεων δίνει την εντύπωση πως οι προλεταριακές τάξεις, συμφιλιωμένες με τις αλυσίδες τους, ούτε που σκέφτονται να τις σπάσουν.
Κι όμως: δεν είναι παρά μια στιγμή, μια σπίθα που θα αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Η σκέψη φαντάζει απλοϊκή, αλλά ας αναλογιστούμε πώς θα διαμορφωνόταν η επόμενη των εκλογών μέρα αν οι προλετάριοι/ες όλης της γης ψήφιζαν αριστερά. Τους πολιτικούς σχηματισμούς δηλαδή που, με όλα τα λάθη και τις ανεπάρκειές τους, πάντα και σε κάθε περίπτωση θα λογαριάζουν τους πολλούς περισσότερο από τους λίγους.
«…Και μπορεί να ελπίζουμε επίμονα χωρίς να έχουμε καμιά ελπίδα και ν΄ αρχίσουμε να αισθανόμαστε ανόητοι. Άλλα τελικά είναι σωστό να ελπίζουμε (…) Ελπίζουμε για κείνους που είχαν και δεν έχουν καμιά ελπίδα, για κείνους των οποίων οι ελπίδες γι’ αυτήν τη ζωή παραμένουν ανεκπλήρωτες, για κείνους που είναι απογοητευμένοι κι αδιάφοροι, γι’ αυτούς που απελπίστηκαν, ακόμη και γι’ αυτούς που έχουν πληγώσει ή καταστρέψει τη ζωή…»*.
Η αριστερά δεν έχει ακόμα επιλύσει το γρίφο, γιατί η φτωχολογιά του πλανήτη εμπιστεύεται τις τύχες της σ’ εκείν@ που ολοφάνερα υπηρετούν την εκμεταλλευτική τάξη. Θα αγωνίζεται, όμως, υποβοηθώντας τις μικρές προσωπικές εξεγέρσεις που ανοίγουν το δρόμο του μετασχηματισμού.
Στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, να μπορείς να κωφεύεις στις σειρήνες του «όλοι ίδιοι είναι», να αποκρούεις τις ατομικίστικες λύσεις που προτείνονται, να στρατεύεσαι αλληλέγγυα, να ελπίζεις σε μια νέα έφοδο στον ουρανό, να ψηφίζεις εν τέλει αριστερά και προοδευτικά, είναι όντως μια επαναστατική διαδικασία.
Στην Ελλάδα έχει ήδη συμβεί.
**Πάουλ Τίλιχ, Η ελπίδα ενάντια στην ελπίδα
Κατέ Καζάντη