Συχνά πυκνά, μιλώντας περί «αξιοσύνης», λησμονούμε πως ο άνθρωπος, ένα ζωικό ον γεμάτο αντιθέσεις, υπάρχει σε τόσες παραλλαγές όσες και τα εκατομμύρια των επί γης υπάρξεων. Λησμονούμε επίσης πως τα «προσόντα» δεν ιεραρχούνται, διότι αποτελούν ιδιότητες, διαφορετικές στη καθεμιά και τον καθένα. Και πως εάν προσπαθήσουμε να χρησιμοποιήσουμε αξιολογικές κλίμακες, θα βρεθούμε σε αδιέξοδο: ποι@ είναι καλύτερ@, αλήθεια, ο ιατρός που μας γιατροπορεύει ή ο δημοδιδάσκαλος που του μαθαίνει το αλφάβητο; Ο αρτοποιός που φτιάχνει το ψωμί που τρώμε ή ο οικοδόμος που χτίζει τη στέγη μας;
Ανάμεσα στις ανωτέρω τέσσερις επαγγελματικές ομάδες, ο καπιταλισμός έχει ήδη κάνει τις αξιολογικές, αντιανθρωπιστικές διαζεύξεις.
Αλλά η ίδια η έννοια της «αξίας», εάν εξαιρεθεί η καλοσύνη και η αλληλεγγύη, δεν έχει κανενός είδους ηθικό πρόσημο. Τουναντίον. Ο νιτσεϊκός Übermensch, ο πανάξιος υπεράνθρωπος, που τίθεται πάνω από τον κανονικό άνθρωπο, όπως κι εκείνος που ζει στη μοναξιά, πέρα από την πολιτική, για να μη μολυνθεί από την κοινωνία, τείνει να πέσει στην παγίδα του Χάιντεγκερ: να συνδέσει δηλαδή τον Φύρερ με το sein, την επιτομή της ύπαρξης. Εν τέλει, η ίδια η φιλοσοφία των ναζί στηρίχτηκε στην έννοια της «αξίας»: η σχάση, ο διαχωρισμός μεταξύ των Αρίων και των Άλλων, είναι η τραγική απόληξη της λογικής της «αριστείας», η οποία και αποτελεί μιαν ολωσδιόλου δεξιά υπόθεση. Έχει δε ηγεμονικό, περίπου, χαρακτήρα εντός του κοινωνικού σώματος
Έτσι, όταν στον πολιτικό διάλογο καθώς και στην εμπράγματη πολιτική εισβάλλουν οι όροι «αξιοσύνη/αριστεία», πρυτανεύει η λογική της ανάθεσης. Σε έναν, ολοένα και πιο βαθιά, ταξικό κόσμο, όσ@, οι πολλ@, που δεν έχουν πρόσβαση στα κέντρα και τα παράκεντρα της «αριστείας», όσ@ δηλαδή γεννήθηκαν σε λάθος τάξη ή δεν προσεγγίζουν το νιτσεϊκό υπεράνθρωπο, ώστε να υπερπηδούν τα εμπόδια που θέτει η, κατώτερη, τάξη τους, μοιάζουν να μην έχουν το δικαίωμα/ευκαιρία του εκλέγεσθαι και μετά βίας του εκλέγειν. Από καταβολής της αστικής δημοκρατίας, στα κοινοβούλια συνωστίζονται εκπρόσωποι των ανώτερων τάξεων: τα προσοδοφόρα, παντοιοτρόπως, επαγγέλματα, έχουν την τιμητική τους. Η αυτονόητη σύνδεση της Αριστεράς με την εργατική τάξη μοιάζει κενό γράμμα, αφού, από τους/ις εκλεγμέν@ εκπροσώπους του λαού, οι τάξεις των από κάτω απουσιάζουν παντελώς.
«Ο κοινωνικός ντετερμινισμός άσκησε πάνω του την επιρροή του ήδη από τη γέννησή του. Δεν ξέφυγε από το μέλλον για το οποίο προοριζόταν σύμφωνα με όλους τους νόμους, όλους τους μηχανισμούς αυτού που μόνο αναπαραγωγή μπορεί να ονομαστεί…», λέει ο Εριμπόν για τον πατέρα του, έναν εργάτη που παρέμεινε εργάτης σ’ όλη του τη ζωή.
Οι κοινωνικά αποκλεισμέν@, όμως, είναι οι ευεπίφοροι στο νεοφασιστικό ψεύδος όπως και στην, ισοπεδωτική, λογική όλοι-ίδιοι-είναι. Επί της ουσίας, γίνονται αθύρματα της αντιπολιτικής, η οποία και αποτελεί το επόμενο βήμα μετά την ανάθεση των ζωών των υποτελών τάξεων στο «κράτος των αρίστων».
«…διαιωνίζουμε την κοινωνική απονομιμοποίηση εκείνων για τους οποίους μιλάμε, την ίδια στιγμή που θέλουμε να μιλήσουμε γι’ αυτούς, ακόμα κι όταν σκοπός μας είναι να καταγγείλουμε…», συνεχίζει ο Εριμπόν.
Η υποεκπροσώπηση των από κάτω στα κοινοβούλια, ο φετιχισμός των, ακριβοπληρωμένων, προσόντων, οι κάθε λογής αξιολογήσεις, με μισθολογική επιβράβευση μάλιστα, και η ηγεμονική τους θέση στην κοινωνία συνδιαμορφώνουν έναν πολιτισμό που συντρίβει την υπερηφάνεια όσ@ δεν διαλέγουν τον ίδιο δρόμο. Τούτο συνιστά περιστολή του πολιτικού παράγοντα: μια χυδαία μορφή τεχνοκρατισμού παραγκωνίζει εκείν@ που δεν ακολουθούν το συρμό και τους ωθεί στο κοινωνικό περιθώριο.
Οπότε: η Αριστερά οφείλει να επινοεί νέους όρους για να εκφράζει τις ιδέες της, όπως οφείλει να νοηματοδοτεί εκ νέου τις παλιές. Να καταστήσει σαφές, ας πούμε, πως άριστος/η και πανάξιος/α δεν είναι εκείν@ που κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους αναλόγως των αστικών τυπικών προσόντων τους, αλλά εκείν@ που εκλαμβάνει την αριστεία μοναχά ως πολιτική τοποθέτηση στο όνομα της αλληλεγγύης, δεν ξεχωρίζει τον σκαφτιά απ’ τους τηβεννοφόρους ακαδημαϊκούς και επιμένει στην βασική αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
*Ντιντιέ Εριμπόν, Επιστροφή στη Ρενς
Κατέ Καζάντη