Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Μείωση του χρόνου εργασίας: Ένα επίκαιρο αίτημα

Πρόσφατα δημοσιεύτηκε η πρώτη στα χρονικά της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) έκθεση για τον χρόνο εργασίας στον κόσμο, που πρότεινε τη μείωση και την αναδιοργάνωση του εργάσιμου χρόνου τόσο στις χώρες όπου επικρατεί η 48ωρη εβδομάδα εργασίας (κυρίως σε Ασία, Ειρηνικό και Λατινική Αμερική) όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες, που γνώρισαν τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικές μετατοπίσεις από το 40ωρο, το οποίο αποτελούσε μέχρι και τη δεκαετία του 1970 τον κανονικό εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας.
 
Η έκθεση επαναφέρει στην επικαιρότητα το ζήτημα του χρόνου εργασίας, συνδέοντάς το με τη βελτίωση της εξισορρόπησης της εργασίας και της προσωπικής ζωής και τα νέα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19 (εργασία μειωμένου χρόνου, ευέλικτα ωράρια και τηλεργασία) και μετά από αυτήν: «μεγάλη παραίτηση». Τα φαινόμενα αυτά, αφενός, ανέδειξαν τη δυσανασχέτηση των εργαζόμενων απέναντι στη μονομερή επιβολή εξοντωτικών ωραρίων και ευέλικτων σχημάτων εργασίας από τους εργοδότες, ακόμα περισσότερο όταν αυτά συνοδεύονταν από μείωση αποδοχών, αφετέρου, απέδειξαν ότι η δυνατότητα ατομικής επιλογής τόπου και χρόνου εργασίας ανάλογα με τις προσωπικές υποχρεώσεις, ανάγκες και ενδιαφέροντα αποτελεί βασικό στοιχείο ικανοποίησης από την εργασία για πάρα πολλούς εργαζόμενους, και ιδιαίτερα τους νέους.
 
Η έκθεση της ILO κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα πιλοτικά προγράμματα της Ισλανδίας (35-36ωρο), καθώς και της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου (4ήμερη εβδομάδα), όπου η μείωση του εργάσιμου χρόνου πλήρους απασχόλησης χωρίς μείωση αποδοχών έχει ευεργετικές συνέπειες τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στην ικανοποίηση των μισθωτών. Τα πειράματα αυτά, όπως και οι εμπειρίες συλλογικής μείωσης του χρόνου εργασίας πολλών χωρών της Δυτικής Ευρώπης την εικοσαετία 1980-2000, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον από τη στιγμή που η «σταδιακή εφαρμογή του 35ωρου χωρίς μείωση αποδοχών» περιλαμβάνεται στο συνοπτικό κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. που παρουσίασε ο πρόεδρός του στη ΔΕΘ. Η ανάλυση που ακολουθεί στηρίζεται στο σύνολο της βιβλιογραφίας, ώστε να συμβάλει στον κοινό προβληματισμό ως προς τα καθ’ ημάς.
 
Η μείωση του εργάσιμου: μια ιστορική διεκδίκηση
 
Η μείωση του χρόνου εργασίας υπήρξε εμβληματική διεκδίκηση του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος και της Αριστεράς διεθνώς από τον 19ο αιώνα έως τις μέρες μας. Η προστασία της υγείας των εργαζόμενων, πρωτίστως των παιδιών και των γυναικών, από τη μεγάλη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας και εβδομάδας είχε προτεραιότητα ως προς τους στόχους της διεκδίκησης μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Ωστόσο, ο στόχος της προστασίας της υγείας συνδυαζόταν με το αίτημα της αύξησης του εκτός εργασίας χρόνου που θα μπορούσε να διατεθεί για τη μόρφωση, την οικογενειακή ζωή και την προσωπική ανάπτυξη, την κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα των εργαζόμενων. Στη μεγάλη οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου στους παραπάνω στόχους προστέθηκε η μείωση της ανεργίας μέσω της αύξησης της απασχόλησης. Ήταν ο βασικός λόγος που το 1936 το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία θεσμοθέτησε το 40ωρο χωρίς μείωση μισθού.
 
Από το 1870 μέχρι το 1992 στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία) το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα εννεαπλασιάστηκε ή και δεκαπλασιάστηκε και ο εργάσιμος χρόνος μειώθηκε σχεδόν στο μισό. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν τόσο μεγάλη, που επέτρεψε και να αυξηθούν οι μισθοί και να μειωθεί ο χρόνος εργασίας. Ταυτόχρονα, αν δεν είχε μειωθεί ο χρόνος εργασίας, τότε η άνοδος της παραγωγικότητας θα είχε οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας. Έτσι, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη γενίκευση του πενθήμερου και του 40ωρου στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, η μείωση του χρόνου εργασίας υπήρξε σημαντική προϋπόθεση επίτευξης της πλήρους απασχόλησης.
Μερική απασχόληση και άνιση κατανομή του χρόνου εργασίας με βάση το φύλο
 
Από τη δεκαετία του 1970 και ύστερα οι εξελίξεις στο πεδίο του εργάσιμου χρόνου στις ανεπτυγμένες χώρες παίρνουν μια διαφορετική τροπή. Η μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας συνοδεύεται από την εκρηκτική άνοδο της μερικής απασχόλησης, ενώ η μεγάλη άνοδος της ανεργίας οδηγεί κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες σε μείωση του χρόνου εργασίας είτε διά νόμου είτε μέσω κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων με σκοπό τη διατήρηση ή την αύξηση της απασχόλησης. Έκτοτε, οι απόπειρες συλλογικής μείωσης του χρόνου εργασίας θα ατονήσουν και, παρά τη μεγάλη αύξηση της ανεργίας στην Ε.Ε. τη δεκαετία του 1990, μόνο η Γαλλία θα κάνει την έκπληξη, επιβάλλοντας διά νόμου το 35ωρο το 1998 και 2000, και αποσκοπώντας στην επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης και μείωσης της ανεργίας.
 
Η μείωση του μέσου χρόνου εργασίας σε όλες τις χώρες θα συνεχιστεί και τη δεκαετία του 1990 μέσω της συνεχιζόμενης εξάπλωσης της μερικής απασχόλησης, με αποτέλεσμα η κατανομή του συνολικού χρόνου εργασίας μεταξύ εργαζόμενων να γίνεται ολοένα και πιο άνιση και με τη βασική πόλωση να διαμορφώνεται μεταξύ υποπασχολούμενων γυναικών και υπεραπασχολούμενων ανδρών. Η προαναφερθείσα έκθεση της ILO δείχνει ότι η συγκεκριμένη πόλωση είναι μεγαλύτερη στον ανεπίσημο τομέα της οικονομίας, όπου κυριαρχεί η αδήλωτη εργασία, απ’ ό,τι στον επίσημο τομέα.
 
Η σύγχρονη διεκδίκηση και η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας
 
Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και πριν από αυτήν της Covid-19 το αίτημα για συλλογική μείωση του χρόνου εργασίας επανήλθε από συνδικάτα και αριστερά κόμματα στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο. Η σύγχρονη πρόταση/διεκδίκηση διαπνέεται, όπως και στο παρελθόν, από πολλαπλούς στόχους, που έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο ειδικό βάρος ανάλογα με την ιδιαιτερότητα των προβλημάτων κάθε χώρας.
 
* Αύξηση της απασχόλησης μέσω μιας δίκαιης κατανομής της εργασίας
 
* Βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία
 
* Εξισορρόπηση εργασίας και προσωπικής ζωής
 
* Προώθηση της ισότητας των φύλων στην αμειβόμενη και μη αμειβόμενη εργασία
 
* Ανάπτυξη μιας κοινωνίας του ελεύθερου χρόνου
 
* Προώθηση μιας οικολογικά βιώσιμης οικονομίας, με μικρό αποτύπωμα άνθρακα
 
* Αντιστάθμιση των επιπτώσεων της ψηφιακής επανάστασης στην απασχόληση
 
Σήμερα, στην Ελλάδα της (ακόμα) μαζικής ανεργίας και της μεγάλης έκτασης της υπερωριακής εργασίας, ιδιαίτερα σε ορισμένους μεγάλους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, η υιοθέτηση του 35ωρου οφείλει να δίνει προτεραιότητα στους στόχους της αύξησης της απασχόλησης και της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας.
 
Η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας και ποσοστό απασχόλησης στην Ε.Ε. και το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στους νέους και στις γυναίκες. Οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας που δουλεύουν κατά μέσο όρο οι μισθωτοί πλήρους απασχόλησης στη χώρα μας είναι οι πέμπτες υψηλότερες στην Ε.Ε., ενώ στους αυτοαπασχολούμενους η χώρα μας έχει την πρώτη θέση, με μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη. Θυμίζω ότι ένα μεγάλο ποσοστό αυτών που επίσημα καταγράφονται ως αυτοαπασχολούμενοι είναι οιονεί μισθωτοί, δηλαδή δουλεύουν με μπλοκάκι (130.000 σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ).
 
Τέλος, οι χαμηλοί μισθοί και η ακρίβεια που διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των μισθωτών αυξάνουν την ανάγκη των μισθωτών να δουλέψουν υπερωριακά, αν και ένα μεγάλο ποσοστό των πραγματοποιούμενων υπερωριών είναι αδήλωτο και απλήρωτο μέσα σε ένα καθεστώς εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων και εργοδοτικής ασυδοσίας, και με τον νόμο Χατζηδάκη να έχει νομιμοποιήσει τα απλήρωτα δεκάωρα.
 
Ένα επίκαιρο αίτημα, που η επιτυχία του εξαρτάται από προϋποθέσεις
 
Η συλλογική μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών είναι ένα επίκαιρο αίτημα, αλλά η επιτυχία του δεν είναι δεδομένη. Εξαρτάται από μια σειρά προϋποθέσεων. Πρώτον, θα πρέπει τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι να κάνουν το 35ωρο δική τους υπόθεση και η θεσμοθέτησή του να αποτελέσει την ευκαιρία για την τόνωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων που θα προσδιορίσουν τον τρόπο εφαρμογής του ανά κλάδο. Δεύτερον, το 35ωρο προϋποθέτει κρατικά μέτρα οικονομικής και τεχνικής στήριξης των επιχειρήσεων προκειμένου αυτές να προβούν σε αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας που θα αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και να αντισταθμίσουν την αύξηση του κόστους παραγωγής από την εφαρμογή του μέτρου. Τρίτον, απαιτείται μια ενεργητική και μαζική πολιτική επαγγελματικής κατάρτισης εργαζόμενων και ανέργων, ώστε να προληφθούν ή/και να καλυφθούν τυχόν ελλείψεις των επιχειρήσεων σε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό με βάση τις αυξημένες ανάγκες πρόσληψης νέου προσωπικού και τις απαιτήσεις προσαρμογής του προσωπικού στις αλλαγές της οργάνωσης της εργασίας.
 
Γενικότερα, το κλειδί της επιτυχίας είναι το 35ωρο να κατανοηθεί και να εμπεδωθεί από την κοινωνία και τους κοινωνικούς εταίρους ως ένα συλλογικό εγχείρημα «αμοιβαίου οφέλους» για τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις και το κράτος, που συνδυάζει τη βελτίωση της ζωής των μισθωτών με τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων, τη συμμετοχή των εργαζόμενων στην παραγωγική ανασυγκρότηση με τη δίκαιη διανομή του παραγόμενου πλούτου και της ευημερίας.
 
* Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., αναπληρώτρια συντονίστρια του Τμήματος Εργατικής Πολιτικής