Δεν έχει παρά να παρατηρήσει κανείς τον τρόπο που το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης στήνει το προεκλογικό της αφήγημα –στο οποίο σαφώς εντάσσονται και οι κάθε είδους δημόσιες εμφανίσεις του πρωθυπουργού. «Το είπαμε, το κάναμε», θα είναι, όπως όλα δείχνουν, το βασικό σύνθημα της ΝΔ καθοδόν προς τις κάλπες, και σε μια λογική συγκρίσεων με τον ΣΥΡΙΖΑ, θα επιχειρήσουν να ποντάρουν στην αξιοπιστία και στο θετικό αφήγημα για την επόμενη ημέρα.
Διλήμματα που δεν πρέπει να υποτιμηθούν
Τα διλήμματα έχουν αρχίσει ήδη να διακινούνται στη δημόσια σφαίρα, με την …ευγενική και …ανιδιοτελή, πάντα, βοήθεια των φιλοκυβερνητικών δημοσιολόγων: «Με τον Μητσοτάκη ή με το χάος; Με αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ ή με κυβερνήσεις-τέρατα; Με τον άξιο τιμονιέρη, τον Μωυσή, τον σύγχρονο Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Τσόρτσιλ της Ελλάδας ή με τους ακροαριστερούς λαϊκιστές, τους φορείς ελαττωματικών ιδεών, τους δημαγωγούς; Με τη σοβαρότητα ή με την περιπέτεια; Με τους φιλοευρωπαίους ή με τους οπαδούς ολοκληρωτικών καθεστώτων;». Διλήμματα που όσο κι αν φαντάζουν εκτός τόπου και χρόνου –κάποια μάλιστα από αυτά προκαλούν γέλιο, αν δεν εξοργίζουν– δεν πρέπει να υποτιμώνται. Ειδικά όταν αυτός που τα θέτει υπερέχει συντριπτικά στο επικοινωνιακό πεδίο και μπορεί όχι μόνο να αντιστρέψει, αλλά να ισοπεδώσει την αλήθεια, να κακοποιήσει την πραγματικότητα και να χειραγωγήσει τους πολίτες. Κυρίως εκείνους που αποφασίζουν την τελευταία στιγμή τι θα ψηφίσουν.
Διλήμματα που πλαισιώνονται και από τη γραμμή «πάντα φταίνε οι άλλοι, ποτέ η κυβέρνηση». Είτε αφορά την πανδημία, είτε την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, είτε τις υποκλοπές. Πάντα κάποιοι άλλοι είναι οι υπαίτιοι της κρίσης, την οποία «προσωπικά ο πρωθυπουργός, κάνει ό,τι μπορεί να περιορίσει» –ναι, το να βρεθεί εκτός κάδρου ευθυνών ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παραμένει πρωταρχικός στόχος του κυβερνητικού επικοινωνιακού επιτελείου.
Μόνο που ο άνθρωπος που βρίσκεται στο τιμόνι της ΝΔ από το 2016, είναι πρωθυπουργός από το 2019 και ζητά από τους πολίτες να του δώσουν δεύτερη εντολή –γιατί, όπως είπε, οι πρωθυπουργοί χρειάζονται δύο θητείες για να ολοκληρώσουν το έργο τους– δεν μπορεί πλέον να πείσει πως δεν έχει καμία ευθύνη για τη δυστοπική πραγματικότητα την οποία όλοι βιώνουμε. Δεν μπορεί να πείσει πως δεν ήξερε, δεν έβλεπε, δεν άκουγε. Δεν μπορεί να πείσει πως έχει μηδενική συμβολή στην πλήρη απαξίωση θεσμών για τους οποίους, υποτίθεται πως, κόπτεται.
Οι οφθαλμοφανείς ευθύνες του –σε συνδυασμό με την κατακόρυφη αύξηση του κόστους ζωής εξαιτίας συγκεκριμένων κυβερνητικών επιλογών– ξενίζουν ακόμα και παραδοσιακούς ψηφοφόρους της Δεξιάς (ίσως γι’ αυτό επιλέγεται η ενίσχυση του κλασικού δεξιού οπλοστασίου, όπως πχ του δόγματος «νόμος και τάξη»). Οι οποίοι, αν προστεθούν στους πολλούς πλέον δυσαρεστημένους ακροκεντρώους –καθοριστική μάζα για την εκλογική νίκη της ΝΔ το 2019, που δεν διατηρούν ωστόσο στενούς δεσμούς με το συγκεκριμένο κόμμα– συνθέτουν ένα άκρως προβληματικό για την κυβέρνηση μείγμα, το οποίο θέλει πάση θυσία να κατευνάσει. Η πιθανότητα το συγκεκριμένο εκλογικό ακροατήριο να επιλέξει την αποχή ή, λόγω της απλής αναλογικής, να στραφεί σε μια ψήφο με αντικυβερνητικά χαρακτηριστικά, είναι κάτι που φοβίζει τους επιτελείς του Μαξίμου, οι οποίοι επιδιώκουν όλος αυτός ο κόσμος να επανασυσπειρωθεί.
Η Δεξιά, απλώς, δεν αλλάζει
Το είπαν, λοιπόν. Το έκαναν; Η αλήθεια είναι πως αν για κάτι δεν μπορεί να κατηγορηθεί η κυβέρνηση της ΝΔ, είναι πως έκρυψε από τον ελληνικό λαό το σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά της. Αυτά για τα οποία μίλησε προεκλογικά, αυτά εφάρμοσε στην πράξη –όσο κι αν η αλαζονεία και η ιδιοκτησιακή λογική για τη χώρα, την οδήγησαν σε άκρως επικίνδυνα για τη δημοκρατία μονοπάτια. Και όσο κι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μέχρι να εκλεγεί αρχηγός της ΝΔ με τη βοήθεια του Αντώνη Σαμαρά και της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματός του, ήταν ένα στέλεχος που όσοι παρακολουθούσαν τη διαδρομή του το τοποθετούσαν –κακώς, κάκιστα όπως αποδείχθηκε– στο αμιγώς φιλελεύθερο ρεύμα. Με ευρύχωρες απόψεις στα λεγόμενα εθνικά θέματα, ανοικτός στα θέματα των δικαιωμάτων, εχθρός –πόσο λάθος εκτίμηση!– των πολωτικών λογικών, με ανανεωτικές αντιλήψεις για το κόμμα.
Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που εξελέγη. Γιατί από κει κι έπειτα, έκανε τα πάντα για να αποδείξει πως η Δεξιά απλώς δεν αλλάζει. Κατηγόρησε τον πολιτικό του αντίπαλο για προδοσία στο Μακεδονικό, υποστηρίζοντας ότι πούλησε τη Μακεδονία για να πάρει τις συντάξεις, «δολοφόνησε» χαρακτήρες πολιτικών του αντιπάλων και επιδόθηκε σε ένα όργιο χυδαίας πατριδοκαπηλείας. Έστησε παρακρατικούς μηχανισμούς, για να ελέγξει τους πάντες. Έκανε απευθείας αναθέσεις –περίπου εφτά δισεκατομμυρίων ευρώ– σε φίλους, κολλητούς και κουμπάρους. Πούλησε τη ΔΕΗ, τη ΛΑΡΚΟ, ετοιμάζεται να δώσει στους ιδιώτες και το νερό, αποδυνάμωσε το ΕΣΥ, κανάκεψε με το αζημίωτο τους ολιγάρχες, οδήγησε την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις στην ελευθερία του Τύπου.
Και τώρα, λίγους μήνες πριν τις εκλογές, θα επιχειρήσει και πάλι να μεταμφιεστεί για να παραπλανήσει. Και μπορεί το 2023 να μην είναι 2019, μπορεί η καθημερινότητα να έχει γίνει δυσβάσταχτη για όλ@ (ανεξαρτήτως κομματικών επιλογών), μπορεί το κάποτε κραταιό αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο να δείχνει πως χάνει τη δυναμική του –παρά τις …φιλότιμες προσπάθειες των κυβερνώντων να το αναζωπυρώσουν, εντούτοις κανείς δεν πρέπει να (ξανα)πέσει στην παγίδα της υποτίμησης του αντιπάλου. Η Αριστερά οφείλει να αποτελέσει το πολιτικό εκείνο υποκείμενο που μιλώντας καθαρά, χωρίς παλινωδίες, με σχέδιο και όχι μένοντας στην καταγγελία, θα εμπνεύσει τον κόσμο και θα οργανώσει την αντίδρασή του. Έχοντας πάντα κατά νου, πως η λογική του ώριμου φρούτου δεν είναι ποτέ αρκετή.
Αννέτα Καββαδία