Macro

Δημήτρης Χριστόπουλος: Ο Αριστόβουλος Μάνεσης και “οι ζωές των άλλων”

Ο Αριστόβουλος Μάνεσης επηρέασε όσο κανείς δάσκαλος συνταγματικού δικαίου τις ζωές των ανθρώπων που τον συναναστράφηκαν. Άλλαξε τις ζωές των άλλων. Και γι’ αυτό –ανάμεσα σε πολλά άλλα– τον θυμόμαστε.
 
Θα ξεκινήσω με μια προσωπική εμπειρία. Στις 29 Ιανουαρίου 1990 στην Κομοτηνή έγιναν έντονα επεισόδια από ελληνικούς εθνικιστικούς κύκλους σε βάρος της μειονότητας. Aυτά είχαν ως αποτέλεσμα εκτεταμένες καταστροφές των μειονοτικών μαγαζιών στην αγορά της πόλης. Αγανακτισμένοι εθνικόφρονες υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτη Δαμασκηνού βιαιοπραγούσαν ανεξέλεγκτοι σε βάρος μειονοτικών περιουσιών και τόπων λατρείας. Τα «ελληνικά» μαγαζιά είχαν εκ των προτέρων σημαδευτεί με ελληνικές σημαιούλες ή πρόχειρες επιγραφές, ώστε να γλιτώσουν από τη μανία των επιδρομέων. Στα γεγονότα αυτά ήμουν αυτόπτης μάρτυρας καθότι φοιτητής της Νομικής στην πόλη τότε.
 
Την επόμενη μέρα ανέβηκε στην Κομοτηνή η τότε πρόεδρος του Συνασπισμού, Μαρία Δαμανάκη, η οποία προπηλακίστηκε βίαια από το ίδιο πλήθος και έφυγε από την πίσω πόρτα του δημαρχείου διωγμένη. Δύο μέρες αργότερα, ο θορυβημένος πρωθυπουργός Ξενοφών Ζολώτας αναγκάστηκε να καλέσει εκτάκτως σε σύσκεψη τους πολιτικούς αρχηγούς που μετείχαν στην οικουμενική κυβέρνηση με αντικείμενο τα τεκταινόμενα στη Θράκη. Από τη σύσκεψη αυτή προέκυψε «η κατάργηση των διοικητικών μέτρων» σε βάρος της μειονότητας, των πολιτικών διακρίσεων δηλαδή. Την άνοιξη πλέον, ο νέος πρωθυπουργός της χώρας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανεβαίνει στη Θράκη και υπόσχεται «ισονομία και ισοπολιτεία» στη μειονότητα. Έκτοτε, πολλά αλλάξαν προς το καλύτερο.
 
Λίγες μέρες μετά τα επεισόδια βρέθηκα σε ένα μάθημα επιλογής με τίτλο, αν δεν απατώμαι, «Προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ή κάτι συναφές. Το δίδασκε ένας πολύ σημαντικός καθηγητής διεθνούς δικαίου. Τον ρώτησα αν θα λέγαμε κάτι, έστω υπαινικτικά και προσεκτικά, για τις απίστευτες μαζικές παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων που καταγράφηκαν λίγες μέρες πριν στην πόλη. Σε τελευταία ανάλυση, Νομική Σχολή που θεραπεύει τις συνταγματικές ελευθερίες είμαστε. Κάτι οφείλαμε να πούμε. Ο σεβάσμιος καθηγητής διαφώνησε. Μου είπε ότι αυτά είναι επικίνδυνα και ευαίσθητα «εθνικά θέματα» και ότι αν μιλάω γι’ αυτά δεν θα πάω μπροστά. Έφυγα απογοητευμένος και δεν ξαναπάτησα στο μάθημά του. Μου φαινόταν πολύ υποκριτικό να κάνεις μάθημα για την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τη στιγμή που δίπλα σου τα δικαιώματα παραβιάζονται τόσο ωμά και εσύ σιωπάς.
 
Παρόμοιο συναίσθημα ένιωσα στην εναρκτήρια τελετή για το συνέδριο μνήμης των 100 ετών από τη γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση πριν λίγες μέρες. Την τελετή εγκαινίασαν στη μεγαλοπρεπή αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρόεδρος της Βουλής. Στις ομιλίες τους έκαναν λόγο για το σθένος του Μάνεση, την απαράμιλλη ευθυκρισία του, την αταλάντευτη θέση του υπέρ των δικαιωμάτων των αδυνάμων, ενάντια στις αυθαιρεσίες των εκάστοτε κρατούντων και τη θέση του υπέρ των συνταγματικών εγγυήσεων. Και οι δύο μίλησαν για το τελευταίο του μάθημα στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου πριν η χούντα τον στείλει εξορία.
 
Εκεί ο Μάνεσης, κάνοντας μάθημα όχι μόνο συνταγματικής επιστημοσύνης αλλά πολιτικής αρετής και ηθικού σθένους, είπε τα περίφημα λόγια:
 
«Κάτω από τις συνθήκες που ζούμε η σιωπή δεν είναι “χρυσός”· είναι “λίβανος και σμύρνα”. Διότι η σιωπή μπορεί να ερμηνευθή σαν αποδοχή ή συναίνεση: “ο σιωπών δοκεί συναινείν” […]. Δεν έχω λοιπόν το δικαίωμα να σιωπήσω, αφού σωπαίνοντας θα εμφανιζόμουν ως αποδεχόμενος ή ανεχόμενος τα όσα γίνονται. Υπάρχουν στη ζωή, την ατομική και την κοινωνική, στιγμές που πρέπει κανείς να πει το μεγάλο “ναι” ή το μεγάλο “όχι”. Σε τέτοιες στιγμές, σαν τις τωρινές, το ουσιώδες είναι, πιστέψτε με, να προστατεύση κανείς τον εαυτό του, όχι από τη δίωξη, αλλά από τον εξευτελισμό. Να περισώση την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπου, ως πολίτη, ως επιστήμονα.
 
Στα συγκλονιστικά αυτά λόγια αναφέρθηκαν οι υψηλοί προσκεκλημένοι. Ακούγοντάς τους όμως, ένιωσα θλίψη και ενόχληση. Διότι, ενώ –προφανώς– οι σημερινές συνθήκες δεν έχουν σχέση με τις τοτινές, το ότι «σωπαίνοντας εμφανίζεται κανείς ως αποδεχόμενος ή ανεχόμενος τα όσα γίνονται» ισχύει και σήμερα και τότε και πάντα.
 
Αν μας αρέσει να μνημονεύουμε τον Κάλβο, ακολουθώντας τον Μάνεση, λέγοντας πως «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», κάποια στιγμή πρέπει, με τον τρόπο τους ο καθείς, να πούμε και ένα «μεγάλο όχι». Αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν και θα έπρεπε. Αν δεν τα καταφέρνουν, τότε θα φαίνεται πως τα μεγάλα θεσμικά αξιώματα μπορεί και να σημαίνουν μικρά ηθικά εκτοπίσματα. Και όμως, ουδείς είπε κουβέντα για τις υποκλοπές. Αλήθεια ωστόσο, τι νόημα έχει να επικαλείσαι και να υμνείς μεγαλόσχημες θεωρίες συνταγματικών εγγυήσεων όταν στην πράξη αυτές παραβιάζονται βάναυσα και συ δε λες κουβέντα;
 
Σκέφτομαι πάντα εν είδει άσκησης, ενώπιον μιας δύσκολης κρίσης, τι θα έλεγε ο Μάνεσης. Δεν υπήρχε περίπτωση να σιωπούσε. Θα μιλούσε. Όπως εξάλλου, το έκανε ουκ ολίγες φορές στη μεταπολίτευση. Δεν χαρίστηκε σε καμία εξουσία, συμπεριλαμβανομένων κατεξοχήν και των δημοκρατικά εκλεγμένων της μεταπολίτευσης. Γνωστά αυτά…
 
Δεν θα είχε χαριστεί στον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνηση του στην υπόθεση των υποκλοπών. Θα ήταν η φωνή μας. Αντίβαρο σε μια κυβέρνηση που εθίστηκε στην άρση του απορρήτου. Ενός «απολύτως απαραβίαστου», κατά το Σύνταγμα δικαιώματος.
 
Η συστηματική καταφυγή στις υποκλοπές έφερε βουλιμία και ασυδοσία· συστηματική κατάχρηση δηλαδή. Η γενικευμένη παραβίαση των στοιχειωδών κανόνων του πολιτικού παιγνίου στο όνομα της εθνικής ασφάλειας είναι βαρύ τραύμα στη λειτουργία του φιλελεύθερου πολιτεύματος. Γι’ αυτό εξάλλου ο Μάνεσης είχε επισημάνει ότι η επίκληση της «είναι πολύ γενική και αόριστη, και για τούτο επιδεικτική καταχρηστικών εφαρμογών, δεδομένου ότι δεν συνδέεται με εγκληματικές ενέργειες, κατ’ αντιδιαστολή με τη δεύτερη κατηγορία ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων» (Ατομικές ελευθερίες, 1978, σ. 240).
 
Ενώπιον της συστηματικής κατάχρησης της επίκλησης της εθνικής ασφάλειας σήμερα, άνθρωποι σαν τον Αριστόβουλο Μάνεση θα έβαζαν τον πήχη εκεί που αρμόζει. Χωρίς να σιωπούν, ούτε να στρεψοδικούν. Όπως κάνει ο επικεφαλής της ΑΔΑΕ, Χρήστος Ράμμος. Άλλοι πάλι, θα περνούσαν από κάτω. Όπως και πράττουν, άλλωστε.
 
Σήμερα που οι ζωές των άλλων έχουν γίνει αυθαίρετο κτήμα νομιμοφανών γενικευμένων επισυνδέσεων και παράνομων κατασκοπευτικών λογισμικών, δεν αρκεί να θυμόμαστε εθιμοτυπικά τον Μάνεση. Το «όχι» στην αυθαιρεσία είναι απαραίτητο, και ας είμαστε φίλα προσκείμενοι στους αυτουργούς της.
 
Τότε είναι που τα «όχι» αξίζουν περισσότερο. Έτσι τιμούμε εμπράκτως τη μνήμη του Αριστόβουλου Μάνεση.

Δημήτρης Χριστόπουλος