Τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία γύρω από το ζήτημα της ανάπτυξης παρουσιάζει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο Αλέξης Χαρίτσης, τομεάρχης Επενδύσεων και Ανάπτυξης της Κ.Ο. του κόμματος, ξεκαθαρίζοντας ότι η έννοια της ανάπτυξης έχει «σαφές πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο». Ο βουλευτής Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. μιλά για την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος και τη «στροφή σε απτές και παραγωγικές επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα με έμφαση στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα που εκτείνονται από συγκεκριμένους κλάδους – όπως η αγροδιατροφή και οι ψηφιακές τεχνολογίες». Το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. για Δικαιοσύνη πρέπει -σημειώνει- να γίνει υπόθεση «καθημερινή», με συγκεκριμένους και απτούς στόχους. Τονίζει δε ότι η εν λόγω στρατηγική «περνά» μέσα από τη δημόσια παρουσία στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στον ενεργειακό κλάδο, την προστασία της μισθωτής εργασίας, τη δημιουργία ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος αλλά και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικής καινοτομίας. Παράλληλα, στηλιτεύει την πολιτική της κυβέρνησης αναφορικά με την αντιμετώπιση της ακρίβειας αλλά και το στεγαστικό ζήτημα. Ξεκαθαρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει διαμορφώσει ένα πλέγμα άμεσων προτεραιοτήτων για την αναχαίτιση των πληθωριστικών πιέσεων, ενώ προτείνει μία «σύγχρονη και ολοκληρωμένη στεγαστική μεταρρύθμιση».
Πρόσφατα αναφέρατε ότι η χώρα χρειάζεται εθνική στρατηγική για την προσέλκυση παραγωγικών και βιώσιμων επενδύσεων. Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να ισχυριστεί βέβαια και η κυβέρνηση από πλευράς της. Ποιες είναι οι διαφορετικές προϋποθέσεις που έχετε θέσει ως κόμμα για μια τέτοια εθνική στρατηγική σε σχέση με τη Ν.Δ.;
Η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. εκπροσωπούν εκ διαμέτρου αντίθετες και αντιπαραθετικές στρατηγικές για την αναπτυξιακή πολιτική. Η ανάπτυξη δεν είναι μια ουδέτερη έννοια. Έχει σαφές πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο. Το σχέδιο της σημερινής κυβέρνησης συνοψίζεται στην ανακύκλωση του αποτυχημένου αναπτυξιακού μοντέλου του παρελθόντος, του μοντέλου της «φθηνής ανάπτυξης». Σύμφωνα με αυτό, η χώρα μετατρέπεται σε ένα επενδυτικό Ελντοράντο δίχως κανόνες για τους ισχυρούς που εκμεταλλεύονται τη φθηνή και ευέλικτη εργασία και τους φυσικούς πόρους της χώρας. Η στρατηγική της ελληνικής Δεξιάς περιορίζεται στην αδιαφανή διανομή του κρατικού χρήματος και στην αντιπαραγωγική προσκόλληση στον φαύλο κύκλο της ιδιωτικής κατανάλωσης μέσω υπερδανεισμού, της φούσκας του real estate και της μονοσήμαντης επένδυσης στην παροχή υπηρεσιών. Σε αυτή τη λογική, η κυβέρνηση σπαταλά και τις νέες πρόσθετες δυνατότητες που προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης. Και τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά στην επιβράδυνση της ανάπτυξης και, ακόμα χειρότερα, στην αύξηση των ανισοτήτων.
Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. κάνει λόγο για νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, περιγράφει στην ουσία τη ρήξη με αυτήν την παράδοση. Η χώρα μας έχει δυνατότητες. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Το κύριο λοιπόν είναι η παραγωγική τους αξιοποίηση προς όφελος της κοινωνίας. Αυτό προϋποθέτει τη στροφή σε απτές και παραγωγικές επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα με έμφαση στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα που εκτείνονται από συγκεκριμένους κλάδους -όπως η αγροδιατροφή και οι ψηφιακές τεχνολογίες- μέχρι χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού όπως το υψηλό μορφωτικό επίπεδο και οι εξειδικευμένες δεξιότητες.
Το δικό μας σχέδιο αποσκοπεί στην προσέλκυση επενδύσεων που θα εγγράφονται στις ανάγκες και στις απαιτήσεις της ελληνικής κοινωνίας. Στην κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού αλλά και στην αναβάθμιση του παραγωγικού μας συστήματος. Στόχος λοιπόν πρέπει να είναι η παραγωγή εγχώριας προστιθέμενης αξίας, η άμβλυνση των περιφερειακών και ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων, η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Αξιοσημείωτα δείγματα γραφής αυτού του σχεδίου δώσαμε, εκτιμώ, την περίοδο 2015-2019, με την εκπόνηση της Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής που περιλάμβανε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο διαχείρισης των διαθέσιμων χρηματοδοτήσεων, με νέα εργαλεία που δημιουργήσαμε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα καινοτόμα επιχειρηματικά σχήματα, την πράσινη μετάβαση στη βιομηχανία, την κοινωνική οικονομία, την Αυτοδιοίκηση. Σε αυτόν τον δρόμο θα πορευτούμε και στην επόμενη διακυβέρνηση.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο μεγάλων οικονομικών προκλήσεων και ταυτόχρονα «μετάβασης», εν μέσω μάλιστα πολέμου. Οι γεωπολιτικές ισορροπίες αλλάζουν, οι νέες τεχνολογίες όπως και το ζήτημα της κλιματικής κρίσης αλλάζουν επίσης το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό των οικονομιών. Είναι σε θέση η Αριστερά να δώσει μια στρατηγική απάντηση στα σύγχρονα προβλήματα; Μπορεί να υπάρξει ένας διαφορετικός τρόπος οργάνωσης της οικονομίας;
Η έννοια της μετάβασης εξ ορισμού εμπεριέχει την αβεβαιότητα για το πού πάνε τα πράγματα. Την ίδια στιγμή όμως περιγράφει τις νέες δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μας. Οι πολλαπλές κρίσεις της εποχής μας έχουν, μεταξύ άλλων, ένα παραγωγικό αποτέλεσμα: τη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος όπως τον ξέραμε έχει τελειώσει. Ότι το μόνο μη ρεαλιστικό είναι να θεωρούμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε όπως σήμερα. Αυτή η επίγνωση τροφοδοτεί θεωρητικές και πολιτικές απαντήσεις, πειραματισμούς, αλλά και συνεκτικά σχέδια που έχουν στο επίκεντρό τους την αναζήτηση της δικαιοσύνης.
Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Η δυναμική επανεμφάνιση των δημόσιων πολιτικών, οι ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες για την ώσμωση των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης με τη συμπεριληπτική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη, η αμφισβήτηση εντέλει των αντικοινωνικών νεοφιλελεύθερων δοξασιών, ανοίγουν τον δρόμο για προοδευτικές απαντήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ως το ισχυρότερο κόμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς και η βασική δύναμη της επόμενης προοδευτικής κυβέρνησης οφείλει να μετατρέψει το αίτημα της Δικαιοσύνης σε καθημερινή υπόθεση με συγκεκριμένους και απτούς στόχους. Η ενίσχυση της δημόσιας παρουσίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στον ενεργειακό κλάδο, η εμπέδωση σύγχρονων κανόνων για την προστασία της μισθωτής εργασίας, η ενθάρρυνση της επιχειρηματικής καινοτομίας, η δίκαιη αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, η αναπτυξιακή στρατηγική προς όφελος των πολλών είναι ψηφίδες που συνθέτουν το μωσαϊκό ενός νέου τρόπου οργάνωσης της οικονομίας.
Ασκείτε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση για το λεγόμενο pass-market και συνολικά για τη διαχείριση της ακρίβειας. Παρ’ όλα αυτά, στο κυβερνητικό επιτελείο υποστηρίζουν πως τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων υπερβαίνουν συνολικά τα 10 δισ. ευρώ. Γιατί θεωρείτε ότι τα δικά σας μέτρα ενάντια στην ακρίβεια αρκούν για να αντιστρέψουν τη σημερινή πραγματικότητα;
Η κυβέρνηση έσπευσε να δικαιώσει την κριτική που ασκήσαμε κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού: συνεχίζει την ίδια πολιτική αντιμετώπιση της κρίσης, επώδυνη και αδιέξοδη για τους πολλούς, επιζήμια για τα δημόσια οικονομικά, εξαιρετικά επωφελής για μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Το market pass αποτελεί το τελευταίο από μία σειρά μέτρων-κοροϊδία, μετά το power pass και το fuel pass, με τα οποία η κυβέρνηση επιχειρεί να εξαπατήσει την ελληνική κοινωνία. Τη στιγμή που ένας στους δύο πολίτες περικόπτουν τις δαπάνες σε βασικά είδη διατροφής και τα εισοδήματα είναι καθηλωμένα στα προ του 2010 επίπεδα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει στην ίδια καταστροφική και αδιέξοδη πολιτική.
Η μόνη πειστική απάντηση στην ακρίβεια δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει παρεμβάσεις αντιμετώπισης του πυρήνα του προβλήματος: Στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος με αύξηση του κατώτατου μισθού με τιμαριθμική αναπροσαρμογή, μείωση ΦΠΑ στα τρόφιμα και ΕΦΚ στο πετρέλαιο κίνησης και στη βενζίνη, αποφασιστική κρατική ρύθμιση στις αγορές ενέργειας και καυσίμων, εντατικοί έλεγχοι και πάταξη φαινομένων εναρμονισμένων πρακτικών και χειραγώγησης τιμών. Οι πολίτες δεν θα επιδοτούν άλλο την ακρίβεια και θα γνωρίζουν ότι κάθε ευρώ που επενδύει η Πολιτεία στη μάχη κατά του πληθωρισμού θα είναι ένα κερδισμένο ευρώ για την κοινωνία και την οικονομία.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το νέο νομοσχέδιο για τη στέγη έρχεται να απαντήσει σε ένα υπαρκτό πρόβλημα, που αγγίζει πρωτίστως τους νέους ανθρώπους. Πώς κρίνετε τα κυβερνητικά σχέδια; Έχει ο ΣΥΡΙΖΑ -Π.Σ. διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη πρόταση που θα βάζει τέλος στην επελαύνουσα στεγαστική κρίση;
Δεν πρόκειται απλώς για ακόμα ένα πρόβλημα, αλλά για μια μείζονα κοινωνική κρίση. Η απάντηση όμως της κυβέρνησης είναι απολύτως ανεπαρκής. Πρόκειται, όπως συνηθίζει το κυβερνητικό επιτελείο, για ακόμα ένα πολυδιαφημισμένο πρόγραμμα, που όμως στο τέλος δεν αφορά παρά πολύ λίγους και κλείνει το μάτι σε συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Το περασμένο καλοκαίρι παρουσιάσαμε τις θέσεις μας για το τεράστιο αυτό κοινωνικό ζήτημα. Στο πλαίσιο του εκλογικού μας προγράμματος τα ζητήματα στέγης θα αποτελέσουν κεντρική αιχμή, με την παρουσίαση μιας σύγχρονης, ολοκληρωμένης στεγαστικής μεταρρύθμισης. Με παρεμβάσεις και στην πλευρά των εισοδημάτων, και στην πλευρά της προσφοράς κατοικίας. Με έμφαση στους στεγαστικά αποκλεισμένους, στα μεσαία στρώματα και στους νέους. Με ανακατεύθυνση πόρων και αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων χρηματοδοτήσεων. Οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Ιβηρικής που ενέταξαν σημαντικά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης για την ανέγερση νέων κατοικιών δείχνουν την κατεύθυνση. Το πορτογαλικό και το ισπανικό πρόγραμμα για τη στέγη περιλαμβάνουν 2,7 και 1 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Στην Ελλάδα η Ν.Δ. περιορίστηκε σε 1,3 εκατομμύρια για 100 μόλις κατοικίες. Πρόκειται για αστειότητα.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Θεωρείτε ότι, πέρα από πολιτικές, υπάρχουν και ποινικές ευθύνες για την υπόθεση;
Το σκάνδαλο των υποκλοπών έχει ήδη πάρει θέση στις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Εκθέτει τη χώρα διεθνώς, υποσκάπτει τη Δημοκρατία μας, ευτελίζει τους θεσμούς της. Και όλα αυτά με πασίδηλη πλέον την ευθύνη της κυβέρνησης και προσωπικά του κ. Μητσοτάκη. Ο τελευταίος μετεωρίζεται ανάμεσα στην άτακτη φυγή από την κοινοβουλευτική λογοδοσία, στην εκτόξευση απειλών και στην ενορχήστρωση ενός νέου σκανδάλου – τη συγκάλυψη δηλαδή της υπόθεσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. από την πρώτη στιγμή είπε «όλα στο φως». Η ελληνική Δικαιοσύνη οφείλει να διερευνήσει τις ποινικές ευθύνες που προκύπτουν από το πρωτοφανές αυτό σκάνδαλο. Η κυβέρνηση, προκειμένου να μην συμβεί αυτό, επιστρατεύει όλα τα μέσα και εργαλειοποιεί θεσμικούς παράγοντες. Πρόκειται για μια εξαιρετικά επικίνδυνη επιλογή.
Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι η προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας από τις κάλπες της απλής αναλογικής. Υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει ως στόχο τη νίκη στις επερχόμενες εκλογές. Με συγκεκριμένες δεσμεύσεις και προτεραιότητες για την ασφάλεια της κοινωνίας: αντιμετώπιση της ακρίβειας, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, θωράκιση της οικονομίας, αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών. Κάθε προοδευτική πολιτική δύναμη το βράδυ των εκλογών θα έχει την ιστορική ευθύνη να απαντήσει αν συμφωνεί και συνεπώς αν θα στηρίξει αυτούς τους στόχους ή αν θα δώσει το πράσινο φως στον κ. Μητσοτάκη και στη Ν.Δ. να συνεχίσει να οδηγεί τη χώρα σε έναν εξαιρετικά ολισθηρό κοινωνικό, οικονομικό και θεσμικό κατήφορο.